Την ημέρα του μεγαλύτερου θριάμβου του ο Μπόρις Τζόνσον βγήκε από το σπίτι του με τους ώμους σκυφτούς, τα χέρια βαθιά στις τσέπες και το πρόσωπο σε περισυλλογή. Περαστικοί και κάποιοι γείτονες αποδοκίμασαν τον πρώην δήμαρχό τους φωνάζοντας: «Ντροπή σου, Μπόρις».

Ηταν μια εντυπωσιακή σκηνή, γιατί ο Τζόνσον είχε μόλις καταφέρει τη μεγαλύτερη πολιτική νίκη του, χάρη στην οποία μπορεί να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της Βρετανίας. Ο άνθρωπος που βγήκε στους δρόμους του Λονδίνου την Παρασκευή το πρωί χωρίς συνοδεία και φανφάρες είχε οραματιστεί μια τέτοια κατάληξη από την αρχή. Ηξερε ότι είχε παίξει και είχε κερδίσει.

Ας κάνουμε ένα μικρό φλας μπακ: πριν από ακριβώς τέσσερα χρόνια ο τότε δήμαρχος Λονδίνου εμφανίστηκε στην εκπομπή του Ντέιβιντ Λέτερμαν στις ΗΠΑ. Εκανε κι εκεί αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: να καυχιέται εξωφρενικά για τον εαυτό του με έναν τρόπο συμπαθητικά ειρωνικό, που δεν συγκαλύπτει όμως ποτέ το μέγεθος της αστρονομικής φιλοδοξίας του.

«Υποθέτω ότι θα μπορούσα να γίνω πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών» είπε. «Ξέρετε, από τεχνική άποψη μπορώ».
Πράγματι, γεννήθηκε πριν από 52 χρόνια στη Νέα Υόρκη και είναι πολίτης των ΗΠΑ. Αλλά σήμερα, μετά τη νίκη-σοκ του Brexit στο δημοψήφισμα, ο Τζόνσον έχει άλλον στόχο: ως ηγέτης της εκστρατείας για την αποχώρηση είναι φαβορί για τον αριθμό 10 της Downing Street.

Αυτή είναι η χρυσή ευκαιρία για τον Μπόρις, έναν βρετανό συντηρητικό πολιτικό που έχει μπει στο κλαμπ εκείνων που δεν έχουν ανάγκη από επώνυμο. Είναι γνωστός τοις πάσι έχοντας χτίσει επιμελώς εδώ και χρόνια τη δημόσια περσόνα του: εν μέρει χιουμορίστας, εν μέρει ρήτωρ και πολιτικός ηγέτης.

Εχοντας σπουδάσει στα πιο αριστοκρατικά σχολεία της Βρετανίας, πρώτα στο Ιτον και μετά στην Οξφόρδη, ισχυρίζεται τώρα ότι μιλάει με τη φωνή του απλού ανθρώπου, αν και η προφορά του προδίδει αμέσως την αριστοκρατική καταγωγή.

Μια δημοσκόπηση αυτόν τον μήνα έδειξε ότι το 39% των Βρετανών πιστεύουν ότι ο Τζόνσον ηγήθηκε της εκστρατείας για το Brexit μόνο και μόνο για να εξυπηρετήσει τις προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες του. Και πολλοί πιστεύουν ότι ο Μπόρις είναι σήμερα ο πιο ταλαντούχος λαϊκιστής της Βρετανίας.

Η καριέρα του στη δημοσιογραφία χαρακτηρίστηκε από μια υπεροπτική και χαλαρή σχέση με την πραγματικότητα. Ως ανταποκριτής της «Daily Telegraph» στις Βρυξέλλες έγινε γνωστός για τις σφοδρές επικρίσεις στην ΕΕ και για πολύ διασκεδαστικά ρεπορτάζ που συχνά πήγαιναν πέρα από τα όρια της αλήθειας.

Ηταν ο τρόπος του για να ξεχωρίσει και να σταθεί έξω από το πλήθος. Οσοι τον ξέρουν καλά νομίζουν ότι το ίδιο πράγμα συνέβη με το Brexit: του χρειαζόταν να πάρει μια θέση αντίθετη από τον Κάμερον, συμμαθητή, φίλο και αντίζηλο από τα νεανικά τους χρόνια, με σκοπό να τον διαδεχθεί.

Δημοφιλής, εύστροφος, εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος, «κλόουν» κατά μερικούς, πρόθυμος να πει και να κάνει τα πάντα για να πετύχει, ο Τζόνσον είναι επιτομή διαφόρων αντιφάσεων. Παραιτήθηκε από δήμαρχος του Λονδίνου τον περασμένο μήνα έπειτα από οκτώ χρόνια. Και όμως, στο δημοψήφισμα για την ΕΕ, η πόλη της οποίας ήταν επικεφαλής για τόσο πολύ καιρό ψήφισε συντριπτικά (60%) υπέρ της παραμονής εκθέτοντας άλλο ένα τεράστιο χάσμα στην πόζα του.

Οι ακρότητες και οι υπερβολές δεν τον φοβίζουν. Εχει φτάσει στο σημείο να πει ότι η ΕΕ ακολουθεί τον δρόμο του Αδόλφου Χίτλερ και του Ναπολέοντος προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος. Καταγγέλλει με πύρινους λόγους το έλλειμμα δημοκρατίας και τον συγκεντρωτισμό των Βρυξελλών και καλεί τον κόσμο να μην υποκύψει στην εκστρατεία του φόβου και της τρομοκρατίας των ελίτ. «Οι Βρετανοί γίνονται οι ήρωες της Ευρώπης ξανά!» είπε μετά τη νίκη χρησιμοποιώντας φρασεολογία που παραπέμπει σε εκείνη του Γουίνστον Τσόρτσιλ. Του αρέσει να ξυπνάει μνήμες Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με αντι-γερμανική ρητορική, λέγοντας ας πούμε ότι η ΕΕ επέτρεψε στη Γερμανία να αυξήσει τη δύναμή της, να «κατακτήσει» την οικονομία της Ιταλίας και να «καταστρέψει» την Ελλάδα.
Οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν ότι προσπαθεί να συγκρίνει τον θεσμό που διατήρησε την ειρήνη στην Ευρώπη επί δεκαετίες με τον Χίτλερ για να παίξει προσωπικά πολιτικά παιχνίδια.

Η άνοδος ενός οπορτουνιστή πολιτικού, ο οποίος παίζει με λαϊκισμό με τους φόβους του κόσμου για την οικονομία και τη μετανάστευση για να προωθήσει την καριέρα του, αντηχεί επίσης δυνατά πέρα από τον Ατλαντικό, όπου γίνεται η αναπόφευκτη σύγκριση με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Δεν είναι μόνο τα μαλλιά τους. Είναι ότι και οι δύο φαίνεται να καθοδηγούνται από έναν πολιτικό στόχο που επισκιάζει όλους τους άλλους: τη δική τους υπεροχή και επικράτηση.

HeliosPlus