Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου της Ενωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) βάσει της οποίας διαγράφονται προσωρινά τρεις δημοσιογράφοι και τιμωρούνται με την ποινή της επίπληξης άλλοι τέσσερις για αντιδεοντολογική συμπεριφορά κατά την τηλεοπτική δραστηριότητά τους υπέρ του «Ναι» την περίοδο πριν από το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 θα μείνει στην ιστορία του σωματείου, το οποίο παρεμπιπτόντως ιδρύθηκε το 1914 για τους ακριβώς αντίθετους λόγους: αυτούς της συναδελφικής αλληλεγγύης, ελέω της οποίας κηδεύτηκε (με έρανο) πάμπτωχος συντάκτης. Η θύελλα αντιδράσεων που προκάλεσε περί «καθεστωτικών λογικών», «αυταρχισμού» και «αντι-δημοκρατίας» εγείρει μείζονα ερωτήματα, και όχι μόνο για τον δημοσιογραφικό κλάδο. Εδρασε το Πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ ως άλλη «Αστυνομία σκέψης»; Είναι ασύμβατη η απόφαση ή όχι με βασικές αρχές του Συντάγματος και θεμελιώδεις διεθνείς αρχές; Πολλοί από τους θιγόμενους δημοσιογράφους απειλούν με προσφυγές, ακόμη και πέραν των οργάνων του σωματείου, ενώ ο πρώην υπουργός κ. Γιώργος Ρωμαίος επέστρεψε τη δημοσιογραφική του ταυτότητα ώσπου να ακυρωθεί η απόφαση ή να αποδοκιμασθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ.
Στο αρχείο από τη Δικαιοσύνη
Την απόφαση-«ντροπή για την ελληνική δημοσιογραφία» στηλίτευσε η Ενωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, καθώς και η Ενωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας.
Το σκεπτικό του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως κοινοποιήθηκε ήδη για τους τρεις δημοσιογράφους του σταθμού Σκάι, τοποθετείται θεωρητικά υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, καταμαρτυρεί ωστόσο «προπαγάνδα» στους εγκαλουμένους.
«Προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οι επίμαχες αναφορές τους δεν ήσαν παρά σχολιασμός, κάτι όμως που δεν μπορεί να γίνει δεκτό, καθώς δεν περιορίζονταν σε πολιτικές εκτιμήσεις αλλά δρομολογούσαν την καταστροφολογία» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι την ίδια χρονική περίοδο η Εισαγγελία Πρωτοδικών –με εντολή του προϊσταμένου της κ. Ηλία Ζαγοραίου – άρχισε να διερευνά αν και κατά πόσο διεπράχθησαν αδικήματα που αφορούν την εκλογική νομοθεσία από τους τηλεοπτικούς σταθμούς. Στον θόρυβο των ημερών και στις αφορμές για την ποινική διερεύνηση ήλθε να προστεθεί ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ στην οποία διατυπώνονταν σχετικές καταγγελίες.
Ο εισαγγελέας Πρωτοδικών κ. Νικόλαος Δεληδήμος ύστερα από πολυπρόσωπη έρευνα έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να αρχειοθετηθεί: οποιαδήποτε άλλη ποινική ενέργεια θα συνιστούσε παρέμβαση στην ανεξάρτητη λειτουργία του Τύπου. Την αρχειοθέτηση ενέκρινε και ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών.
Η νομική θέση του κ. Δεληδήμου σχετίζεται με την καταλυτική ισχύ του Συντάγματος (άρθρα 2, 5, 14) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 10), η οποία και αποτελεί μέρος του εσωτερικού, ελληνικού δικαίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ διατρανώνει: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερία εκφράσεως (…)». Το άρθρο 5Α του Συντάγματος αναφέρεται ρητά στο δικαίωμα καθενός στην πληροφόρηση, ενώ το άρθρο 14 στο ότι «καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά, γραπτά και διά του Τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους». «Ο Τύπος είναι ελεύθερος» σημειώνεται μεταξύ άλλων στο ίδιο άρθρο.
Το παρασκήνιο στην ΕΣΗΕΑ
Στο μικροσκόπιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου έχουν μπει διαχρονικά «τηλεοπτικοί» δημοσιογράφοι που δεν αντιστάθηκαν στον πειρασμό της εμπορικής διαφήμισης. Με αφορμή σποτάκια, από κατεψυγμένα λαχανικά ως και αποσκληρυντικά πλυντηρίου, η ΕΣΗΕΑ έκρινε κατά καιρούς ότι έπρεπε να τιμωρηθούν όσοι παρέβαιναν έναν εκ των βασικών κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας που θέλει τον δημοσιογράφο να μη δέχεται χρήση του ονόματός του, της φωνής και της εικόνας του παρά μόνο για κοινωφελείς σκοπούς.
Με λαβωμένο το κύρος της τα τελευταία χρόνια και μειωμένα ανακλαστικά σε δομικά προβλήματα του δημοσιογραφικού κλάδου, η ΕΣΗΕΑ δέχεται σήμερα βέλη για «μεθοδεύσεις» και «τακτικές» σε βάρος εκείνων που επέλεξαν να υπερασπιστούν το «Ναι» στο δημοψήφισμα.
Πηγές που έχουν εικόνα της αφετηρίας των διώξεων σημειώνουν προς «Το Βήμα» ότι στο σωματείο έφθασαν κατά την προ δημοψηφίσματος περίοδο περίπου 300 καταγγελίες, αρκετές εκ των οποίων ήταν ανώνυμες. Κάποιες μάλιστα παρουσίαζαν ομοιότητες στη σύνταξη των κειμένων, γεγονός που πυροδότησε τις συζητήσεις περί«μεθόδευσης».
«Ηταν εξαρχής τέτοια η φόρτιση μελών του Πειθαρχικού ώστε δεν τηρήθηκε καν η διαδικασία που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός του οργάνου περί ενδελεχούς έρευνας με βάση τηλεοπτικό υλικό (βίντεο, απομαγνητοφωνήσεις) πριν από τη διατύπωση των εγκλήσεων»τονίζουν τα ίδια πρόσωπα, διαβλέποντας σκοπιμότητα πίσω από συγκεκριμένες κινήσεις.«Το όποιο υλικό εξετάστηκε πολύ αργότερα».
Οι συνεδριάσεις του Πειθαρχικού διεξήχθησαν άλλωστε σε κλίμα εκρηκτικό, με ομηρικούς καβγάδες σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας.
Στο σκηνικό αυτό και παρά τη σοβαρότητα της υπόθεσης απερρίφθη «κατά πλειοψηφία και κατά πάγια πρακτική» το αίτημα της προέδρου του οργάνου κυρίαςΑγγελικής Γυπάκηπερί αναρμοδιότητας του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού: βάσει του άρθρου 8 του Κώδικα Δεοντολογίας, η κυρία Γυπάκη είχε προτείνει τον έλεγχο των όποιων παραβάσεων των δημοσιογράφων να τον διεξαγάγουν και τα δύο Πειθαρχικά Συμβούλια, Πρωτοβάθμιο και Δευτεροβάθμιο, σε κοινή συνεδρίαση 20 ατόμων –το αίτημα συνυπέγραφαν συνολικά έξι άτομα-μέλη και των δύο οργάνων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυρία Γυπάκη αρνείται να τοποθετηθεί, επικαλούμενη την ιδιότητα της προέδρου του οργάνου. Η ίδια άλλωστε, υποχρεωμένη καθώς ήταν να επιβάλει ποινή, πρότεινε τη μικρότερη εφέσιμη ποινή.
Για όλα φταίει το… control
«Στο διά ταύτα της υπόθεσης, αυτά που πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστούν είναι τα κριτήρια εκείνων που πλειοψήφησαν. Μήπως έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά; Μήπως η κρίση διαμορφώνεται κατά το δοκούν;» επισημαίνει βετεράνος της δημοσιογραφίας που είναι σε θέση να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα.«Οπως έγινε γνωστό από τις συνεδριάσεις, άλλοτε θέλουν τις διώξεις γιατί τοcontrolτου τηλεοπτικού σταθμού δεν παρενέβη ώστε να επανέλθει “στην τάξη” ο κεντρικός παρουσιαστής, όπως έγινε στην περίπτωση Σκάι και του αρχισυντάκτη της εκπομπής Μπογδάνου Νίκου Κονιτόπουλου, και άλλοτε για τον ακριβώς αντίθετο λόγο, επειδή δηλαδή παρενέβη, “έδωσε γραμμή”, επηρεάζοντας τη ροή του ρεπορτάζ, όπως έγινε στην περίπτωση τουMega και του διευθυντή σύνταξης Μανώλη Καψή. Οι ίδιοι άνθρωποι φέρθηκαν εξάλλου με επιείκεια στον επίσης εγκαλούμενο (ύστερα από επώνυμη καταγγελία) δημοσιογράφο Γιώργο Δελαστίκ, ο οποίος ως θιασώτης του “Οχι” είχε υποστηρίξει ότι “ο ελληνικός λαός δεν είναι ραγιάς, δεν είναι γερμανοτσολιάς”, “με όλα τα σκυλιά να αλυχτάνε εναντίον του”».
«Επιπλέον»συμπληρώνει ο ίδιος«προξενεί κακή εντύπωση η αναντιστοιχία μεταξύ κατηγορητηρίου και απόφασης: η πλειοψηφία στο σκεπτικό της επικαλείται άρθρο του Κώδικα Δεοντολογίας που δεν αξιοποιήθηκε κατά την κρίση των εγκαλουμένων».
ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΣΡ
Ο Κώδικας Δεοντολογίας και το Σύνταγμα
Η κυρίαΛίνα Αλεξίου, εκτελούσα χρέη προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), θεωρεί«σεβαστή»την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκλεγμένου οργάνου της Ενωσης Συντακτών.
Ο Κώδικας Δεοντολογίας και το Σύνταγμα
Η κυρίαΛίνα Αλεξίου, εκτελούσα χρέη προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), θεωρεί«σεβαστή»την κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως εκλεγμένου οργάνου της Ενωσης Συντακτών.
Η ίδια έζησε άλλωστε από κοντά μία άλλη έκφανση, αυτή που αφορά αμιγώς τους τηλεοπτικούς σταθμούς, της ίδιας υπόθεσης. «Δεχθήκαμε εκατοντάδες καταγγελίες την εβδομάδα πριν από το δημοψήφισμα, ήταν πρωτοφανές» σημειώνει η κυρία Αλεξίου. «Είχαμε εκδώσει δελτίο Τύπου με το οποίο συνιστούσαμε την τήρηση των κανόνων της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Υποδεικνύαμε επίσης ισομέρεια ως προς τον χρόνο που διέθεταν τα κανάλια για το “Ναι” και το “Οχι” –για την ισομερή μετάδοση υπήρξε και κοινή υπουργική απόφαση στις 29 Ιουνίου 2015. Στις 3 Ιουλίου κρίναμε σκόπιμο να απευθύνουμε έκκληση έτσι ώστε η μετάδοση να γίνεται στις σωστές ράγες. Υπενθυμίσαμε δε, χωρίς να εισακουστούμε, ότι δεν επιτρέπεται σχετική μετάδοση, παραμονή και ανήμερα του δημοψηφίσματος. Μετά το δημοψήφισμα ζητήσαμε από τους τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας τη ροή προγράμματος από τις 29 Ιουνίου ως τις 5 Ιουλίου, οπότε και το δημοψήφισμα. Στοιχεία ωστόσο για την παρουσία εκπροσώπων του “Ναι” και του “Οχι” δεν λάβαμε ποτέ. Με βάση το υλικό από τα κανάλια σχηματίσαμε συνολικά 20 φακέλους στο ΕΣΡ, εκδώσαμε τέσσερις καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος καναλιών, επιβάλαμε πρόστιμα της τάξεως των 15.000-20.000 ευρώ και τα αποστείλαμε στις αρμόδιες ΔΟΥ. Αν με ρωτάτε τη γνώμη μου, σαφώς και πρέπει ο δημοσιογράφος να εκφράζει ελεύθερα την άποψή του, υπάρχει όμως δεοντολογία και σαφώς παραβιάστηκε» εκτιμά η κυρία Αλεξίου.
Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης, καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μιλώντας προς «Το Βήμα», τονίζει ότι έχει υπόψη του τον Κώδικα Αρχών Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, επιμένει ωστόσο ότι βάσει των άρθρων 14 και 15 του Συντάγματος «η ελευθερία του δημοσιογράφου είναι απόλυτη». «Πρόκειται περί όνου σκιάς» σχολιάζει ως προς την απόφαση του Πειθαρχικού.
Και εξηγεί αναλυτικά: «Στην Ελλάδα υπάρχει μια αναντίρρητη πραγματικότητα. Δεν υπάρχει μεγάλη παράδοση ούτε στη διάκριση μεταξύ είδησης και σχολίου, κάτι που χαρακτηρίζει τη Μεγάλη Βρετανία με τον διαχωρισμό σε “facts” και “values”, ούτε στον σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Αυτά όμως δεν “νομιμοποιούν” τις αντιδράσεις της ΕΣΗΕΑ: τις θεωρώ υπερβολικές. Δεν λύνουν απολύτως τίποτε τα πειθαρχικά μέτρα, ακόμη κι αν το δημοσιογραφικό σινάφι ξέρει ότι κάποιοι υπερέβαλαν. Δεν είδατε τι συνέβη στη Γερμανία με τον κωμικό που σατίριζε τον Ταγίπ Ερντογάν (σ.σ.: ο τούρκος πρόεδρος υπέβαλε μήνυση εναντίον του); Δεν είναι η παράδοση της Ευρώπης αυτή. Είναι καλή και χρήσιμη η αίσθηση των ορίων από τους δημοσιογράφους, πλην όμως αντιλαμβάνομαι ότι η πλειοψηφία του Πειθαρχικού Συμβουλίου εμφορείται από πολιτικές σκοπιμότητες. Το ζήτημα είναι άλλωστε πιο περίπλοκο από όσο φαίνεται».
Περισσότερο οξύς είναι στην εκφορά της άποψής του ο κ. Ιωάννης Καράκωστας, ομότιμος καθηγητής Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διδάσκει «Το Δίκαιο των ΜΜΕ»). «Πρόκειται για απαράδεκτη, αδιανόητη απόφαση. Η ελευθερία του Τύπου συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία του εκάστοτε δημοσιογράφου να εκφράζεται κατά τον σφοδρότερο, εντονότερο δυνατό τρόπο έτσι ώστε να επιτύχει την αφύπνιση του κοινού. Οσο αιχμηρή κι αν είναι αυτή η έκφραση… Δεν είναι δυνατόν το “αιχμηρό” του πράγματος να συνιστά λόγο παράβασης του Κώδικα Δεοντολογίας και αφορμή για ποινές. Είναι αδιανόητο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του δημοψηφίσματος, το οποίο είχε αναχθεί σε κυρίαρχο ζήτημα της πολιτικής ζωής του τόπου, οι δημοσιογράφοι όφειλαν να διατυπώνουν όχι απλώς ενημερωτικές αλλά αιχμηρές θέσεις για να συμβάλουν στη διαμόρφωση άποψης υπέρ του “Ναι” ή του “Οχι”. Οι όποιες παραβάσεις του Κώδικα Δεοντολογίας, όπως και των κανόνων δικαίου, θα πρέπει να κρίνονται κάθε φοράad hoc –ο Κώδικας Δεοντολογίας δεν είναι άλλωστε παράsoftlaw, επιεικές δίκαιο. Και πάντως η ευπρέπεια και η αντικειμενικότητα της είδησης δεν αναιρούν τη δριμύτητα ως προς τη διατύπωσή της».
«Επί θητείας μου είχα προτείνει να καταργηθούν τα πειθαρχικά συμβούλια στην ΕΣΗΕΑ, από τότε πίστευα ότι δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα. Εισηγούμουν στον αντίποδα τη σύσταση Επιτροπής Δεοντολογίας η οποία θα εξέφραζε –αν προέκυπτε ανάγκη –τη γνώμη του σωματείου για την τήρηση ή μη του Κώδικα Δεοντολογίας, χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα πειθαρχικών διώξεων, οι οποίες ούτε τα κόμματα δεν αφορούν πια… Οι διώξεις έρχονται να θυμίσουν την παλαιά λογική της συντεχνίας. Προσωπικά δεν ήθελα να μετασχηματιστεί το σωματείο σε συντεχνία, ένα είδος επιμελητηρίου που διαγράφει τα μέλη του, τα οποία –σημειωτέον –εισέρχονται και αποχωρούν κατά βούληση. Τι νόημα έχει άλλωστε η εκάστοτε δίωξη αφού δεν έχει καμία ουσιαστική συνέπεια;».
Αριστείδης Μανωλάκος, πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ
«Αυτά δεν χωρούνσε περιόδους δημοκρατίας»
Ο κ.Αριστείδης Μανωλάκος, πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, καθιστά σαφές ότι είναι ενάντια όχι μόνο στη συγκεκριμένη απόφαση αλλά σε κάθε απόφαση πειθαρχικής δίωξης.
«Αυτά δεν χωρούνσε περιόδους δημοκρατίας»
Ο κ.Αριστείδης Μανωλάκος, πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ, καθιστά σαφές ότι είναι ενάντια όχι μόνο στη συγκεκριμένη απόφαση αλλά σε κάθε απόφαση πειθαρχικής δίωξης.
«Επί θητείας μου είχα προτείνει να καταργηθούν τα πειθαρχικά συμβούλια στην ΕΣΗΕΑ, από τότε πίστευα ότι δεν έχουν απολύτως κανένα νόημα. Εισηγούμουν στον αντίποδα τη σύσταση Επιτροπής Δεοντολογίας η οποία θα εξέφραζε –αν προέκυπτε ανάγκη –τη γνώμη του σωματείου για την τήρηση ή μη του Κώδικα Δεοντολογίας, χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα πειθαρχικών διώξεων, οι οποίες ούτε τα κόμματα δεν αφορούν πια… Οι διώξεις έρχονται να θυμίσουν την παλαιά λογική της συντεχνίας. Προσωπικά δεν ήθελα να μετασχηματιστεί το σωματείο σε συντεχνία, ένα είδος επιμελητηρίου που διαγράφει τα μέλη του, τα οποία –σημειωτέον –εισέρχονται και αποχωρούν κατά βούληση. Τι νόημα έχει άλλωστε η εκάστοτε δίωξη αφού δεν έχει καμία ουσιαστική συνέπεια;».
Ανατρέχοντας στον χρόνο ο κ. Μανωλάκος θυμάται ότι στο πλαίσιο αυτό διατυπώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η ιδέα κατάρτισης ενός Κώδικα από κοινού με τους εργοδότες έτσι ώστε τυχόν απώλεια της δημοσιογραφικής ταυτότητας της ΕΣΗΕΑ με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου και μόνο στην περίπτωση βαρύτατου αδικήματος να σήμαινε και την απώλεια της θέσης στο μέσο όπου εργαζόταν.
«Στην ιδέα αυτή είχε μάλιστα συναινέσει κατ’ αρχάς οεκλιπών Χρήστος Λαμπράκηςσε κατ’ ιδίαν συζητήσεις» σημειώνει ο ίδιος, «ωστόσο κωλύματα που προέβαλλαν τότε άλλα πρόσωπα δεν επέτρεψαν την ευόδωσή της».
Ο κ. Μανωλάκος τονίζει ότι η ΕΣΗΕΑ είναι «ανοιχτό σωματείο» και σχολιάζει ως προς την απόφαση του Πειθαρχικού ότι «είναι ανοησία όλο αυτό…».
«Θυμάμαι, όταν ακόμη ήμουν εξόριστος,τη διαγραφή του Σπύρου του Λιναρδάτου από την ΕΣΗΕΑ, ενόσω ήταν πρόεδρος ο Πάνος Τρουμπούνης, επί επταετίας. Με αποφάσεις του Ιωαννίδη όλα αυτά…Δεν χωρούν αυτά τα πράγματα σε καιρούς δημοκρατίας».
Σταμάτης Νικολόπουλος, πρόεδρος ΕΣΗΕΑ
«Ολοι κρίνονται»
«Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού, ορισμένοι στοχοποίησαν την ΕΣΗΕΑ και τη χρησιμοποίησαν ως άλλοθι στα πολιτικά τους παιχνίδια. Αγνοήθηκαν παντελώς η αυτονομία του άμεσα εκλεγμένου Πειθαρχικού Συμβουλίου και ο Κώδικας Δεοντολογίας.
«Ολοι κρίνονται»
«Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις αποφάσεις του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού, ορισμένοι στοχοποίησαν την ΕΣΗΕΑ και τη χρησιμοποίησαν ως άλλοθι στα πολιτικά τους παιχνίδια. Αγνοήθηκαν παντελώς η αυτονομία του άμεσα εκλεγμένου Πειθαρχικού Συμβουλίου και ο Κώδικας Δεοντολογίας.
Είναι αλήθεια ότι γνωστοί δημοσιογράφοι με ιστορία στον κλάδο όπως ο Γ. Ρωμαίος με επιστολή-διαμαρτυρία για τις αποφάσεις του Πειθαρχικού δήλωσαν ότι καταθέτουν την ταυτότητά τους ως μελών της ΕΣΗΕΑ. Σε αυτό το σημείο θέλω να θυμίσω μερικά λόγια του δασκάλου αυτού της δημοσιογραφίας από μια ομιλία του το 1987 στην ΕΣΗΕΑ. Ελεγε τότε: “Η δεοντολογική εκτροπή αρχίζει από τη στιγμή που στη σύνταξη της είδησης, δηλαδή στη γραπτή μεταφορά της αντικειμενικής πραγματικότητας, υπεισέρχεται ο αντικειμενικός σχολιασμός”. Και συμπλήρωνε: “Η θεμελιώδης δεοντολογική εκτροπή συνιστά μία άλλη εκδήλωση μη σεβασμού του ατόμου. Διότι, προλέγοντάς του την είδηση σχολιασμένη, για να επηρεάσει την κρίση του, ακριβώς υποτιμά την κρίση του άλλου. Τον προσβάλλει άκομψα”.
Από εκεί και πέρα η στάση των δημοσιογράφων και οι θέσεις που διατυπώνουν κρίνονται καθημερινά από την κοινή γνώμη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίθηκαν και από τη στάση του εκλογικού σώματος στο δημοψήφισμα του περασμένου Ιουλίου και από τη στάση των πολιτών στα γεγονότα που ακολούθησαν. Η ΕΣΗΕΑ θα υπερασπίζεται, όπως έκανε πάντα, την ελευθερία της έκφρασης όλων των συναδέλφων, αλλά όλοι κρίνονται και κανείς δεν είναι στο απυρόβλητο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



