ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE
Κατά τη διάρκεια μιας πρόσφατης επίσκεψης στη Βρετανία, εντυπωσιάστηκα από το βαθμό στον οποίο το ερώτημα κατά πόσον η χώρα θα πρέπει να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EE) κυριαρχεί στα μέσα ενημέρωσης, στις συζητήσεις στις αίθουσες συνεδριάσεων, στις κουβέντες κατά τη διάρκεια του δείπνου. Την ώρα που τα (όποια) συνθήματα τραβούν την προσοχή των περισσότερων, βαθύτερα ζητήματα καθιστούν ιδιαίτερα αβέβαιο το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου –σε τέτοιο βαθμό που ένα μεμονωμένο γεγονός θα μπορούσε να καθορίσει την απόφαση.
Φυσικά, τα επιχειρήματα που επικαλούνται περισσότερο αμφότερες οι πλευρές τείνουν να είναι τα πιο απλουστευτικά.

Από τη μια πλευρά βρίσκονται εκείνοι που προειδοποιούν ότι η αποχώρηση από την ΕΕ θα μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευση του εμπορίου, να αποθαρρύνει τις επενδύσεις, να οδηγήσει τη Βρετανία σε ύφεση και να επιφέρει το τέλος του City του Λονδίνου. Επισημαίνουν την πρόσφατη υποτίμηση της στερλίνας ως κύριο δείκτη της οικονομικής αστάθειας που θα συνόδευε την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ.

Από την άλλη πλευρά βρίσκονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το Brexit θα απάλλασσε τη Βρετανία από τη γραφειοκρατία της ΕΕ και να σταματούσε τη ροή των χρημάτων των βρετανών φορολογούμενων προς άλλες χώρες.

Όλοι όσοι τάσσονται υπέρ του Brexit αυτοπαρουσιάζονται ως αυτοί που μάχονται για να προστατέψουν τη Βρετανία από μια ανεξέλεγκτη ροή μεταναστών, από την εισαγόμενη τρομοκρατία και από νόμους που θεσπίζονται από αλλοδαπούς οι οποίοι δεν κατανοούν ούτε εκτιμούν επαρκώς την βρετανική κουλτούρα.

Κατά τη διάρκεια μιας θορυβώδους και σκληρής εκστρατείας –η οποία έχει ήδη διχάσει τους Συντηρητικούς και προκαλέσει αναταραχή στους Εργατικούς όσον αφορά την ηγεσία του κόμματος –η επίκληση των εν λόγω απλοϊκών επιχειρημάτων είναι προφανής. Αλλά το Brexit είναι πολύ πιο περίπλοκο. Και στην πραγματικότητα πολλά από τα βασικά ζητήματα που πρέπει να καθορίσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξακολουθούν να υπόκεινται σε υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Αυτό όχι μόνο εξηγεί την ανικανότητα των βρετανών διανοούμενων να καταλήξουν σε μια συμφωνία επί του ζητήματος αλλά αφήνει το Brexit στο έλεος εξελίξεων της τελευταίας στιγμής.
Ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον κατάφερε, κατά τη διάρκεια δύσκολων διαπραγματεύσεων, να εξασφαλίσει παραχωρήσεις από τους ευρωπαίους ηγέτες όσον αφορά το τι θα συμβεί αν η Βρετανία παραμείνει στην ΕΕ, κανείς δεν ξέρει πραγματικά τι θα συμβεί αν οι Βρετανοί πολίτες ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησής της. Δίχως να γνωρίζουν τι είδους συγκεκριμένες περιφερειακές ρυθμίσεις θα ακολουθήσουν το Brexit, εκείνοι που τάσσονται υπέρ της ΕΕ αδυνατούν να συνθέσουν ένα ισχυρό οικονομικό επιχείρημα για την παραμονή της Βρετανίας στην Ένωση.

Στο τέλος, έπειτα από αυτό που όλοι παραδέχονται πως θα αποτελέσει μια περίοδο απομάκρυνσης, η Βρετανία θα μπορούσε να καταλήξει σε μια ρύθμιση συνεργασίας, διατηρώντας κάποια από τα σημερινά προνόμιά της και περιορίζοντας κατ’ επέκταση την μακροχρόνια αναταραχή.

Εκείνοι που τάσσονται κατά της ΕΕ δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση. Δυσκολεύονται να αποδείξουν ότι η συμμετοχή στην ΕΕ –την οποία παρουσιάζουν ως ενοχλητική και αποδιοργανωτική – έχει φέρει τη Βρετανία σε ουσιαστικά χειρότερη κατάσταση. Και η ολοένα στενότερη ένωση στην οποία εναντιώνονται αποτελεί κάθε άλλο παρά κάτι που σίγουρα θα πραγματοποιηθεί. Στην πραγματικότητα η ΕΕ αγωνίζεται για να αντιμετωπίσει συλλογικά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει –την προσφυγική κρίση, συγκεκριμένα, η οποία έχει ήδη προκαλέσει προβλήματα όσον αφορά τις δίχως διαβατήρια μετακινήσεις στο εσωτερικό της Ζώνης Σένγκεν, ήτοι ένα από τα πιο εμφανή και θετικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Δεδομένης της τόσο μεγάλης αβεβαιότητας, οι βρετανοί ψηφοφόροι θα πρέπει τελικά να αποφασίσουν με βάση πρακτικές και όχι στρατηγικές εκτιμήσεις. Και ίσως η πιο πρακτική επιλογή θα ήταν να παραμείνουν στην ΕΕ, τουλάχιστον προς το παρόν, διατηρώντας έτσι τη δυνατότητα να αλλάξουν γνώμη αργότερα, σε περίπτωση που νέα στοιχεία θα δικαιολογούν μια τέτοια αλλαγή.
Δίχως ένα συμπαγές στρατηγικό όραμα, οι Βρετανοί πολίτες θα μπορούσαν να μην λάβουν υπόψη πραγματιστικές εκτιμήσεις και να αποφασίσουν τι θα ψηφίσουν στο δημοψήφισμα με βάση μια ξαφνική εξέλιξη. Λαμβάνοντας υπόψη τις φρικτές τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι το Νοέμβριο και στις Βρυξέλλες πρόσφατα, δεν πρέπει κανείς να αγνοήσει την πιθανότητα οι άθλιες ενέργειες αποδιοργανωτικών μη κρατικών φορέων να μετατραπούν στον κύριο παράγοντα που θα καθορίσει το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος που αφορά την ιστορική αλληλεπίδραση μεταξύ εθνών –κρατών. Στην περίπτωση που συμβεί αυτό, θα πρόκειται για μια πολυδιάστατη τραγωδία.
* Ο κ.Mohamed A. El-Erian είναι Αμερικανός επιχειρηματίας γαλλοαιγυπτιακής καταγωγής και επικεφαλής του Συμβουλίου Παγκόσμιας Ανάπτυξης ( «Global Development Council») του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα.