«Μαμά, δεν μπορώ τώρα. Εχω δουλειά. Σε κλείνω. Ναι, θα σου φέρω τη σακούλα με τα άπλυτα ρούχα μου το Σάββατο». Της έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο και επέστρεψα στην οθόνη του υπολογιστή μου. Παρέδιδα το άρθρο μου την επομένη, νωρίς το πρωί. «Και αυτή η μάνα μου, τις πιο ακατάλληλες στιγμές τηλεφωνεί» μονολόγησα, καταπνίγοντας τις μικρές τύψεις που μόλις είχαν ταράξει τη συνείδησή μου.
Επέστρεψα στον υπολογιστή. Ευτυχώς ήταν μόλις 10.30 το βράδυ. «Ας χαζέψω λίγο στο Facebook» σκέφτηκα. Aνάμεσα σε check-in και φωτογραφίες, κάποιος φίλος είχε ανεβάσει τη νέα διαφήμιση της μπίρας ΑΛΦΑ, που είχε καταφέρει να γίνει viral. «Για να δούμε, γιατί τόσος ντόρος;» σκέφτηκα και πάτησα το play. Το θέμα ήταν απλό: ένας συνηθισμένος κύριος, ένας μπαμπάς της διπλανής πόρτας που πάντρευε την κόρη του. Και ήθελε να κάνει κάτι ξεχωριστό για εκείνη. Ετσι αποφασίζει να πάει κρυφά σε μια σχολή χορού και δεν διστάζει να τσαλακωθεί, να προβάρει τις κινήσεις στον καθρέφτη, και ας τον κοιτά η σύζυγός του με απορία, γιατί στο πάρτι θα πάρει την κόρη του από το χέρι, θα της χαρίσει τον πρώτο χορό και θα γίνει ο ιδανικός καβαλιέρος, προσφέροντάς της χαμόγελα ευτυχίας.
Αυθόρμητα, ξαναπάτησα το play. Το άρθρο και το deadline μπορούσαν να περιμένουν λίγο. Η μαμά μου, όμως; Πόσο συχνά θεωρούμε τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή μας δεδομένους; Γονείς, συντρόφους, φίλους; «Ποια είναι η τελευταία φορά που έκανα κάτι σημαντικό για έναν άνθρωπο που αγαπώ;» αναρωτήθηκα. Η απάντηση που έδινα στον εαυτό μου δεν με ικανοποιούσε. Και η έλλειψη χρόνου, μέσα σε αυτή την τρέλα που λέγεται καθημερινότητα, δεν είναι δικαιολογία. Οι σχέσεις ζωής χρειάζεται να καλλιεργούνται για να διατηρούνται αναλλοίωτες στον χρόνο.
Αλήθεια, τι θα μου κόστιζε μια σύντομη κουβέντα με τη μαμά μου; Ο πιο απλός τρόπος, το πιο απλό βήμα για να έρθω κοντά της… Στο κάτω μέρος της οθόνης του υπολογιστή η ημερομηνία διακρινόταν, 17 Μαρτίου. Η ώρα ήταν 11.30. Προλάβαινα. Αρπαξα τα κλειδιά. Ετρεξα στο γωνιακό ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Είχε μείνει ευτυχώς μία τούρτα σοκολατίνα. Μπήκα στο αυτοκίνητο. Αν δεν έχει κίνηση ο δρόμος…
Η νυχτερινή Αθήνα μού έκανε τη χάρη. Βρέθηκα στο πατρικό μου. Από το παράθυρο είδα το φως αναμμένο. Από τις κουρτίνες μπορούσα να διακρίνω τη σκιά της, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Χτύπησα το κουδούνι. «Λες να μου φωνάξει που ξέχασα πάλι τα κλειδιά μου;» σκέφτηκα.
Μου άνοιξε την πόρτα. Φορούσε τη συνηθισμένη ρόμπα της. Η μυρωδιά της ήταν η ίδια. Αυτή τη φορά δεν κρατούσα τη σακούλα με τα άπλυτα στο χέρι, αλλά μια τούρτα. «Χρόνια πολλά, μαμά».
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα στο πατρικό μου. Στις 7 το πρωί, πίνοντας έναν σκέτο καφέ, μπήκα στο γραφείο. Δυστυχώς, το άρθρο και το deadlines με περίμεναν. Επρεπε να στρωθώ στη δουλειά. Αναζήτησα για ακόμη μία φορά στο ΥouΤube τη διαφήμιση της μπίρας AΛΦΑ. «Θες ένα μικρό βήμα για να έρθεις κοντά στους ανθρώπους σου» αναγραφόταν στο τέλος. Πράγματι…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ