Εγκλωβισμένη μεταξύ αξιολόγησης, Προσφυγικού αλλά και αυξημένων πολιτικών κινδύνων βρίσκεται η ελληνική οικονομία, η οποία σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση (consensus) των οικονομολόγων διεθνών επενδυτικών τραπεζών αλλά και του συνόλου της αγοράς αναμένεται να κλείσει το 2016 με ύφεση στην περιοχή του 1%.
Για τους οικονομολόγους οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση δεν βοηθούν τη χώρα, καθώς η παράταση της αβεβαιότητας λειτουργεί υπονομευτικά για την οικονομία. Οπως εκτιμάται ευρέως, επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης (και όχι κάποια… light εκδοχή της) θα αποτελέσει καταλύτη για την αύξηση της ρευστότητας και για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες και στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η επαναφορά του waiver από την ΕΚΤ, η αποδοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων για συμμετοχή τους στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και η ελάφρυνση του haircut (κουρέματος) στα collaterals (εγγυήσεις) των τραπεζών θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις συνθήκες ρευστότητας, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα –έστω και με κάποια υστέρηση σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις –στην άρση των capital controls.
Από την άλλη πλευρά, όπως εκτιμάται, καθυστερήσεις στην αξιολόγηση θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ύφεση στην περιοχή του 1,5% για το 2016.

Η αξιολόγηση


Για τους οικονομολόγους της HSBC, πάντως, αν τα πράγματα ακολουθήσουν έναν έλλογο δρόμο, η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει σε οριακά θετικό ρυθμό ανάπτυξης το γ’ τρίμηνο του 2016, με την τάση αυτή να ενισχύεται το τελευταίο τρίμηνο, περιορίζοντας έτσι το βάθος της ύφεσης στη χρονιά που διανύουμε.
Ωστόσο, καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα μπορούσαν να αναβάλουν την οικονομική ανάκαμψη, ενώ, όπως εκτιμούν, ο πολιτικός κίνδυνος παραμένει στο τραπέζι, καθώς θα μπορούσε να δοκιμαστεί εξαιτίας των εξελίξεων η σταθερότητα της κυβέρνησης που έχει ισχνή πλειοψηφία, την ώρα που ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις προηγείται στην πρόθεση ψήφου, έχει ήδη δηλώσει ότι δεν θα υποστηρίξει έναν μεγάλο κυβερνητικό συνασπισμό.
Παράλληλα, ενώ η προσφυγική κρίση αυξάνει τις προκλήσεις για την κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να προσφύγει εκ νέου στις κάλπες, για την HSBC ο κίνδυνος πολιτικής αστάθειας παραμένει υψηλός. Από το ξέσπασμα της κρίσης, εξάλλου, έχουν διεξαχθεί τέσσερις φορές εθνικές εκλογές, ένα δημοψήφισμα, έχουν συναφθεί τρία οικονομικά προγράμματα προσαρμογής, έχει γίνει σειρά κυβερνητικών ανασχηματισμών και πολλές προθεσμίες έχουν χαθεί. Από την πλευρά της, η Bank of America/Merrill Lynch εκτιμούσε πως αν δεν υπάρξει κάποια μεγάλη πολιτική ανατροπή στην Ελλάδα –κάτι το οποίο στη συγκεκριμένη χώρα δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί -, η επιστροφή στην ανάπτυξη θα μπορούσε να λάβει χώρα στα τέλη του 2016.
Ανάπτυξη το 2017


Υφεση 0,9% το 2016 αναμένει για την Ελλάδα και η UBS, προβλέποντας επιστροφή στην ανάπτυξη το 2017 (+ 1,5%). Η επιτυχής ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης θα μπορούσε να ανοίξει, όπως εκτιμά, την πόρτα για τις συνομιλίες ελάφρυνσης του χρέους και την ενδεχόμενη συμμετοχή του ΔΝΤ. Η Citigroup προβλέπει πως η ύφεση το 2016 θα κυμανθεί για την Ελλάδα στο 1,1%, με την πολιτική αβεβαιότητα να παραμένει σε υψηλά επίπεδα και την αμερικανική τράπεζα να εμμένει στις προβλέψεις της για επανεμφάνιση των κινδύνων εξόδου της χώρας από το ευρώ (Grexit) τα επόμενα 1 έως 3 χρόνια.
Η μεγάλη πτώση κρατήσεων στα «προσφυγικά» νησιά, οι κραδασμοί στην τουριστική βιομηχανία, στα ταξίδια, στις εξαγωγές και στο επενδυτικό κλίμα, αλλά και οι δημοσιονομικές παρενέργειες θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την οικονομία και την κοινωνία, εάν τα πράγματα στο Προσφυγικό πάρουν άσχημη τροπή, εκτιμούσαν ορισμένοι οικονομολόγοι.
Παρά την απώλεια στήριξης από τον τουρισμό το δ’ τρίμηνο, οι επιδόσεις της οικονομίας το 2015, πάντως, επιβεβαιώνουν τις σχετικές αντοχές της, που προήλθαν κυρίως από την εγχώρια ζήτηση, τις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση παρά τα δημοσιονομικά βαρίδια.
Καθώς η σωρευτική ύφεση στη χώρα έλαβε πάντως ιστορικές διαστάσεις και αναμένεται να ξεπεράσει το 26,5% για την περίοδο 2008-2016, η Ελλάδα, βάσει του ΑΕΠ της, γύρισε πια στα επίπεδα του 1997.
Ερευνα, μάλιστα, του ΣΕΒ αναφέρει πως, χωρίς ανάπτυξη, η χώρα οδεύει προς οικονομική κατάρρευση. Απαιτείται, αναφέρει, εθνική προσπάθεια επικών διαστάσεων για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Συγκρίνεται μόνο, τηρουμένων των αναλογιών, με την προσπάθεια που έγινε στην Αμερική μετά το Κραχ του 1929, μέχρι και τα μέσα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, αναφέρει η μελέτη του ΣΕΒ, τριπλασιάσθηκε η δημόσια δαπάνη (κατανάλωση και επενδύσεις) ως ποσοστό του ΑΕΠ και η ανεργία έπεσε από 23,6% το 1932 στα χαμηλά, προ κρίσης, επίπεδα του 5%.
Ολιγωρία


Στην Ελλάδα που βρίσκεται εκτός αγορών, δεν ασκεί νομισματική πολιτική και δεν έχει δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες της, απαιτείται η μαζική αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων. Πρέπει να γίνει κατανοητό, αναφέρει η σχετική μελέτη, ότι η ολιγωρία στην ανάληψη αυτής της μεγάλης εθνικής επενδυτικής προσπάθειας μάς φέρνει όλο και πιο κοντά στα πρόθυρα μιας εθνικής οικονομικής καταστροφής. Δεν ωφελεί σε τίποτε η μιζέρια της περιθωριοποίησης. Καθώς υποστηρίζει, δεν μπορεί η κυβέρνηση να βρει τα χρήματα για ανάπτυξη, απαιτούνται ιδιωτικά κεφάλαια για να μειωθεί η ανεργία.
Να σημειωθεί, πως σήμερα, όπως εκτιμάται πια ευρέως, η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις (κυρίως από το εξωτερικό) την επόμενη επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Η επταετία της κατάρρευσης

Yστερα από επτά χρόνια κρίσης η παρατεταμένη βαθιά ύφεση και η αβεβαιότητα έχουν προκαλέσει την κατάρρευση της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης στο 8% του ΑΕΠ, με αρνητική την καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών, ενώ οι επενδύσεις κατέρρευσαν από το 25,7% του ΑΕΠ το 2007 σε 10% σήμερα. Το συνολικό ύψος των καταθέσεων μειώθηκε κατά 120 δισ. ευρώ στα χρόνια της κρίσης, ενώ μόνο από τον Νοέμβριο του 2014 έχουν φύγει 42 δισ. ευρώ. Η εξάρτηση των τραπεζών από την ΕΚΤ φθάνει το 1/3 του ισολογισμού τους, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια κυμαίνονται στο 60% του ΑΕΠ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ