Με τη σωρευτική πτώση του ΑΕΠ να ξεπερνά τελικά το 26%, η ελληνική «Μεγάλη Υφεση» παίρνει τη θέση της στην Ιστορία καθώς μπορεί να συγκριθεί εν καιρώ ειρήνης μόνο με τη Μεγάλη Υφεση στις ΗΠΑ το 1929 αλλά και την εποχή της Βαϊμάρης στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ είναι μία από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά από το 1870.
Η κρίση που βιώνει η Ελλάδα είναι περισσότερο ή λιγότερο terra incognita (άγνωστη γη), αναφέρει η κυρία Σοφία Λαζαρέτου, οικονομολόγος στη Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία σε ειδική μελέτη της κεντρικής τράπεζας της χώρας επιχειρεί μια σύγκριση της ελληνικής Μεγάλης Υφεσης (Great Recession) με αυτήν της δεκαετίας του 1930 (Great Depression).
Οι συγκρίσεις με την περίοδο του Μεσοπολέμου δείχνουν, όπως αναφέρει, ότι η ελληνική ύφεση ήταν ταχύτερη, ισχυρότερη και βαθύτερη σε σχέση με αυτήν του ’30, αλλά τα προβλήματα στην ελληνική περίπτωση μεγεθύνθηκαν από την αδυναμία των εθνικών αρχών να ασκήσουν με αξιοπιστία και συνέπεια τις πολιτικές εκείνες που ήταν συμβατές με τη συμμετοχή σε ένα διεθνές σύστημα νομισματικής σταθερότητας.
Στην ουσία, δηλαδή, το πολιτικό σύστημα και οι ελίτ της χώρας εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων καθώς θέλησαν να επωφεληθούν από τα χαμηλά επιτόκια μιας (μη «Βέλτιστης Περιοχής Κοινού Νομίσματος» πάντως) Νομισματικής Ενωσης χωρίς να ακολουθήσουν τους κανόνες που επιβάλλονται κυρίως από τις χώρες του πυρήνα.
Από το 1999 ως το 2009 εξάλλου, αντί να αξιοποιηθεί ο φθηνός δανεισμός που μας προσέφεραν οι αγορές και τα ευρωπαϊκά ταμεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η Ελλάδα τροφοδότησε ανεξέλεγκτα τη συνολική εγχώρια ζήτηση.
Ανάπτυξη με δανεικά
Για παράδειγμα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξανόταν κατά 6% ετησίως σε πραγματικούς όρους, ενώ η τραπεζική πιστωτική επέκταση κατά 18%. Οι τράπεζες και το Δημόσιο δανείστηκαν πάνω από 60 δισ. ευρώ και 200 δισ. ευρώ αντίστοιχα συντηρώντας έτσι το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με δανεικά, ενώ το 2008 οι εισαγωγές αγαθών ξεπέρασαν τα 63,8 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές περιορίστηκαν στα 19,8 δισ. ευρώ. Τελικά το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης κατέρρευσε από έναν συνδυασμό χαμηλής ανταγωνιστικότητας, υψηλής κατανάλωσης και αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα που εκτόξευσε τα ελλείμματα, ενώ η κοντόφθαλμη και ορισμένες φορές ανίκανη πολιτική ελίτ μαζί με τις μεγάλες και «σύνθετες» ευθύνες και της οικονομικής ελίτ έφεραν την αποπομπή της Ελλάδας από τις αγορές, το Μνημόνιο και την τρόικα –κουαρτέτο πια σήμερα.
Καθώς πάντως η εφαρμογή των τριών μνημονίων βασίστηκε κατά κύριο λόγο προς την κατεύθυνση συνολικής μείωσης της ζήτησης που στηρίχθηκε στην αύξηση της φορολογίας, χωρίς να τηρήσει τις αναγκαίες ισορροπίες για στήριξη της ανάπτυξης και προστασία των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων, η σωρευτική ύφεση στη χώρα έλαβε ιστορικές διαστάσεις και αναμένεται να ξεπεράσει το 26,5% για την περίοδο 2008-2016, παρά το σύντομο διάλειμμα της επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς το 2014 (+0,7%), ενώ αν συνυπολογισθεί και ο αποπληθωρισμός χάθηκε σχεδόν το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας. Εξάλλου, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Berenberg, μόνο οι επιπτώσεις από το «Varoufakis effect», όπως το αποκαλεί, υπολογίζονται ως το τέλος του 2016 σε 7% του ΑΕΠ και η επίπτωση στο χρέος σε ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ, αν συνυπολογιστεί και το μακροπρόθεσμο κόστος της νέας διάσωσης των τραπεζών, σημειώνοντας πως σπάνια μια κυβέρνηση όπως η πρώτη του Αλ. Τσίπρα με υπουργό Οικονομικών τον Γιάνη Βαρουφάκη έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη ζημιά.
Κατάρρευση της αποταμίευσης
Η Ελλάδα βάσει του ΑΕΠ της γύρισε πια στα επίπεδα του 1997, ενώ η παρατεταμένη βαθιά ύφεση και η αβεβαιότητα έχουν προκαλέσει την κατάρρευση της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης στο 8% του ΑΕΠ, με αρνητική την καθαρή αποταμίευση των νοικοκυριών. Από την αρχή της κρίσης το συνολικό ύψος των καταθέσεων μειώθηκε κατά 120 δισ. ευρώ, ενώ μόνο από τον Νοέμβριο του 2014 έχουν φύγει από τις τράπεζες 42 δισ. ευρώ και έχουν επιστρέψει μόλις 2,5 δισ. ευρώ.
Την ίδια ώρα η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ φθάνει το 1/3 του ισολογισμού τους έναντι 3%-4% στην ευρωζώνη, ενώ το συνολικό ύψος των πάσης φύσεως μη εξυπηρετούμενων δανείων κυμαίνεται στο 60% του ΑΕΠ. Παράλληλα οι επενδύσεις κατέρρευσαν από το 25,7% του ΑΕΠ το 2007 σε 10% σήμερα, ενώ, όπως εκτιμάται πια ευρέως, η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία.
Κυρίως όμως, όπως λέγεται στην αγορά, την περίοδο αυτή, παρά τις μεγάλες θυσίες, δεν κατορθώσαμε να διαμορφώσουμε ένα modus operandi, ένα διαρκές κλίμα εμπιστοσύνης με τις αγορές, τους εταίρους και την ελληνική κοινωνία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ


