Μετά τη χρηματοοικονομική εξυγίανσή τους και με τεχνοκρατική αντίληψη πλέον στον τρόπο διοίκησης οι δύο μεγαλύτεροι παίκτες στα ψάρια, ο Νηρέας και η Σελόντα, ηγούνται της επόμενης μέρας του κλάδου των ιχθυοκαλλιεργειών, ο οποίος έχει αφήσει πίσω τα προβλήματα του παρελθόντος και προσπαθεί να καλύψει το χαμένο έδαφος προς όφελος της ελληνικής οικονομίας.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες βρέθηκαν πριν από δύο χρόνια αντιμέτωπες με δεκάδες εκατομμύρια «κόκκινα» δάνεια από τις δύο εταιρείες. Διεμήνυσαν στους μετόχους του Νηρέα και της Σελόντα ότι θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να βγουν από το τέλμα με την προϋπόθεση να βάλουν και οι ίδιοι λεφτά. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι τράπεζες αποφάσισαν να αναλάβουν δράση. Συμφώνησαν να κεφαλαιοποιήσουν μέρος των χρεών, να αναδιαρθρώσουν τα υπόλοιπα δάνεια και να αλλάξουν τις διοικήσεις αφού θα ήταν κάτοχοι της συντριπτικής πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου και στις δύο εταιρείες.
Ηταν ο πρώτος κλάδος στον οποίο όχι μόνο δεν τράβηξαν το χαλί, όπως έχουν κατηγορηθεί στο παρελθόν για άλλες περιπτώσεις, αλλά, αντιθέτως, αφιέρωσαν χρόνο και χρήμα για τη σωτηρία του. To «μυστικό» της συμπεριφοράς αυτής ήταν το προϊόν του κλάδου που εξασφάλιζε ως έναν βαθμό στους τραπεζίτες ότι δεν θα χάσουν τα λεφτά τους.
Εξαγωγές €300 εκατ.


Προϊόντα του πρωτογενούς τομέα η τσιπούρα και το λαβράκι, με εξαιρετικές συνθήκες ανάπτυξης, όπως οι καθαρές ελληνικές θάλασσες και το ιδανικό κλίμα της χώρας, αποτελούν συμπλήρωμα της μεσογειακής διατροφής και η ζήτηση από το εξωτερικό πάντα ήταν μεγάλη. Οι εξαγωγές στις ιχθυοκαλλιέργειες φιγουράρουν διαχρονικά στις πρώτες θέσεις των top εξαγώγιμων προϊόντων με πάνω από 300 εκατ. ευρώ ετησίως.
Απλώς η φύση του αντικειμένου (μόνο έξοδα ώσπου να μεγαλώσουν τα ψάρια και να τοποθετηθούν στην αγορά) απαιτούσε υψηλά κεφάλαια κίνησης και σύναψη δανεισμού, με αποτέλεσμα τα χρόνια της κρίσης το κόστος χρηματοδότησης να αποτελέσει τροχοπέδη για την υγιή ανάπτυξη των εταιρειών. Παράλληλα πολλές εταιρείες υπό το βάρος της έλλειψης ρευστότητας πωλούσαν κάτω του κόστους πιέζοντας τις τιμές και προκαλώντας ζημιά στο σύνολο του κλάδου.
Πλέον υπάρχει ένας εξορθολογισμός στην προσφορά και στη ζήτηση προς όφελος των τιμών. Η κρίση και τα προβλήματα ρευστότητας στο εσωτερικό δεν ευνόησαν την αύξηση της παραγωγής. Παράλληλα, η υπολειτουργία του Δία, της τρίτης μεγαλύτερης μονάδας στην Ελλάδα, περιόρισε δραστικά το φαινόμενο των πωλήσεων κάτω του κόστους. Αντίστοιχα και στο εξωτερικό, πλην της Τουρκίας, χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία λόγω της ύφεσης διατήρησαν χαμηλά την παραγωγή τους. Ετσι η ζήτηση, η οποία δεν επηρεάστηκε αντίστοιχα από την κρίση λόγω της στροφής των πολιτών προς την υγιεινή διατροφή, είχε ως αποτέλεσμα ο κλάδος να απολαμβάνει τις καλύτερες τιμές της δεκαετίας.
Το 55% της παραγωγής


«Οι τιμές σε σχέση με το 2012 είναι κατά 30% πάνω. Τσιπούρα και λαβράκι πωλούνται στη χονδρική το κιλό πάνω από πέντε ευρώ, όταν το κόστος παραγωγής κυμαίνεται στα τέσσερα ευρώ» αναφέρουν παράγοντες της αγοράς.
Ο Νηρέας και η Σελόντα αντιπροσωπεύουν περίπου το 55% της ελληνικής παραγωγής και οι πρωτοβουλίες τους δίνουν τον τόνο σε ολόκληρο τον κλάδο. Πλέον οι δύο εταιρείες στηρίζονται στο δικό τους cash flow και στόχος των νέων διοικήσεων είναι η επίτευξη βιώσιμης επαναλαμβανόμενης κερδοφορίας.
Η χρηματοοικονομική εξυγίανση ήταν το πρώτο στάδιο. Το δεύτερο στάδιο είναι να δοθεί αξία στο προϊόν μέσα από τη βελτίωση της παραγωγής και της εμπορίας ώστε να επιτευχθεί το άνοιγμα νέων αγορών που θα εδραιώσει την Ελλάδα στην κορυφή της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας.Ενα μίνι crash test θα είναι για τον κλάδο η απορρόφηση της παραγωγής του Δία που θα τοποθετηθεί στην αγορά μετά τον Ιούνιο χωρίς να επηρεαστούν οι τιμές ενώ αυτή την περίοδο τα μπλόκα των αγροτών έχουν καθηλώσει τα φορτηγά ψυγεία και επαναφέρουν στις διοικήσεις των εταιρειών τις τραυματικές μνήμες από τις επιπτώσεις των capital controls.
Το φιλί της ζωής


Στον Νηρέα έγινε κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων 58,6 εκατ. ευρώ, εκδόθηκαν ομολογιακά δάνεια ύψους 119 εκατ. ευρώ για την αναχρηματοδότηση του υπόλοιπου δανεισμού και ολοκληρώθηκε η συγχώνευση με τη Sea Farm Ionian.

Οι τράπεζες ελέγχουν πλέον το 75% του μετοχικού κεφαλαίου, ο ιδρυτής της εταιρείας κ. Αριστείδης Μπελλές έχει περιορίσει το ποσοστό του στο 5,18% και την εταιρεία «τρέχει» ο κ. Αντώνης Χαχλάκης, στέλεχος του Νηρέα με μεγάλη εμπειρία. Το 2015 οι πωλήσεις της εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 185 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 150 εκατ. είναι εξαγωγές. Χρονικά είχε προηγηθεί η αναδιάρθρωση στη Σελόντα. Μέσα από μετοχοποίηση χρεών της τάξης των 50,4 εκατ. ευρώ οι τέσσερις πιστωτές (Πειραιώς, Alpha, Εθνική και Eurobank) απέκτησαν το 82%, η οικογένεια Στεφανή, ιδιοκτήτρια της Σελόντα, περιορίστηκε στο 4% και τα μέλη της αποχώρησαν από τη διοίκηση της εταιρείας. Εκτός από τη μετοχοποίηση χρεών, ολοκληρώθηκε η αναδιάρθωση δανείων 100 εκατ. ευρώ και αναμένεται η απόφαση του δικαστηρίου μετά τη συμφωνία των πιστωτών να περάσει στη Σελόντα το ενεργητικό και το παθητικό της εταιρείας Δίας, του τρίτου μεγαλύτερου παίκτη στον κλάδο. Στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της Σελόντα διορίστηκε ο κ. Μιχάλης Παναγής, μάνατζερ με πολύ καλό track record από τη θητεία του στη Eurodrip.

H Σελόντα έκλεισε το 2015 με τζίρο 130 εκατ. ευρώ (80% εξαγωγές) και κέρδη στην τελική γραμμή των αποτελεσμάτων.

Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Η απουσία επενδύσεων ευνόησε τους Τούρκους

Τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης αλλά και των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζαν οι δύο μεγάλοι του κλάδου κατεγράφη επενδυτική άπνοια, η οποία αντικατοπτρίστηκε στην πτώση του συνολικού όγκου παραγωγής.
Από 140.000 τόνους του 2007, το 2015 η ελληνική παραγωγή περιορίστηκε στους 110.000 τόνους. Κερδισμένη είναι η Τουρκία, που αναδεικνύεται σε σημαντικό «παίκτη» της μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας. Τους 30.000 τόνους που απώλεσε η Ελλάδα τους «κέρδισε» η Τουρκία, η οποία από 70.000 τόνους ανέβηκε στους 100.000 τόνους.
O Σύνδεσμος Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ) μαζί με την Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Ερευνας και Καινοτομίας για τις Υδατοκαλλιέργειες (ΕΑTiP) συνέταξε έκθεση για το αναπτυξιακό πρόγραμμα που πρέπει να ακολουθήσει ο κλάδος ως το 2030. Το σχέδιο είναι φιλόδοξο καθώς στηρίζεται στον υπερδιπλασιασμό της παραγωγής –πάνω από 230.000 τόνους, αξίας 1,2 δισ. -, με τις εξαγωγές να φθάνουν τους 200.000 τόνους και να δημιουργούνται 3.000 νέες θέσεις εργασίας.
Προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός είναι να δοθεί έμφαση στην έρευνα και στην καινοτομία με στόχο αφενός τη μείωση του κόστους παραγωγής των υφιστάμενων ειδών, αφετέρου τη βελτίωση της τεχνογνωσίας στην παραγωγή και άλλων ειδών. Και όλα αυτά μέσα από τη δημιουργία εθνικής στρατηγικής προώθησης ώστε να ανοίξουν ακόμη περισσότερες αγορές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ