Το περασμένο Σαββατοκύριακο οι άνεμοι στο Aνατολικό Αιγαίο έπνεαν με οκτώ μποφόρ και έβρεχε επί τρεις ημέρες συνέχεια. Παρά τις καταιγίδες και τα αστραπόβροντα, οι φουσκωτές βάρκες που ξεκινούν από το Μπεχράμ Καλέ με προορισμό τη Συκαμιά της Λέσβου και από τον όρμο του Ντικελί με ρότα προς την Κράτηγο, μεταφέροντας πρόσφυγες και μετανάστες ανά πενηντάδες, δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό.
Τη Δευτέρα 26 Οκτωβρίου που οι άνεμοι κόπασαν οι δουλέμποροι της Τουρκίας έβγαλαν στη θάλασσα ό,τι είχαν και δεν είχαν… Οκτάμετρα φουσκωτά με κινεζικές φτηνιάρικες μηχανές, σωσίβιες λέμβους από παροπλισμένα τουρκικά ακτοπλοϊκά, ως και κάτι σαπάκια που σάπιζαν επί χρόνια στα καρνάγια του Αϊβαλιού και του Μπαμπά Καλέ.
Η πελατεία τους μέρα με τη μέρα πληθαίνει και ο καιρός μέρα με τη μέρα χαλάει…
Οσο κι αν δεν ξέρουν από θάλασσες οι πρόσφυγες, δεν είναι και ανόητοι να μπουν στη βάρκα με το κύμα να αφρίζει στα δέκα μέτρα μακριά τους.
Γι’ αυτό και τις τελευταίες ημέρες οι δουλέμποροι έχουν εγκαταλείψει τα φουσκωτά και επιβιβάζουν τους δύστυχους πρόσφυγες σε σιδερένια σκαριά, τα οποία όμως στο μεγάλο κύμα μεταβάλλονται εύκολα σε υγρούς τάφους.
Πουλάνε τις θέσεις πιο φτηνά από ό,τι στα φουσκωτά, και με τον φθηνότερο ναύλο τούς δελεάζουν. Από 1.500 ευρώ το κεφάλι, στοιβάζουν 200 και 250 ψυχές σε κάτι πλεούμενα κουφάρια, με χιλιοεπισκευασμένες μηχανές που αγκομαχούν για να περάσουν τον κάβο του Κόρακα, για 700 ευρώ το κεφάλι.«Ωσπου να το καταλάβεις θα έχεις φτάσει στην Εφταλού» τους λένε και τους πείθουν να μπουν με τη φαμίλια τους στα σαπάκια, αδιαφορώντας για τη ζωή τους.
Τους βάφουν τα νύχια με χρωματιστά βερνίκια για να ξεχωρίζουν τις πενηντάδες. Πρώτα τα μπλε νύχια, μετά όσοι έχουν κίτρινα νύχια και να ετοιμάζονται όσοι έχουν κόκκινα νύχια…
Ολο το καλοκαίρι τούς αποβίβαζαν ημέρα στη Λέσβο, τώρα που χειμωνιάζει τους επιβιβάζουν και νύχτα, για να μη βλέπουν τα κύματα και τρομάζουν…
Αυτή είναι η αποκεί πλευρά της δυστυχίας. Στη Λέσβο περιμένει η αποδώ πλευρά της τραγωδίας.
Καμιά δεκαριά όλοι κι όλοι εθελοντές και μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων βγαίνουν κάθε πρωί για να καθοδηγήσουν και στη συνέχεια να υποδεχθούν τα σκάφη που καταφθάνουν το ένα πίσω από το άλλο.
Τους κάνουν σινιάλα με φωσφορίζοντα σωσίβια για να τους δείξουν πού έχει υφάλους για να τους αποφύγουν, και τους βοηθούν να αποβιβαστούν. Οι πρόσφυγες φωνάζουν, άλλοι τρομαγμένοι από τον κίνδυνο να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή και άλλοι ζαλισμένοι από τη ναυτία.
Πέφτουν ημιλιπόθυμοι στην παραλία, τα παιδιά κλαίνε και οι εγκυμονούσες εκλιπαρούν για λίγο νερό.
Βρεγμένοι και βρώμικοι κατευθύνονται σε ένα υποτυπώδες κέντρο φιλοξενίας που έχει στήσει ο δήμος και αναμένουν τα λεωφορεία που έχει μισθώσει η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, για να μην περπατήσουν 60 χιλιόμετρα ως τη Μυτιλήνη.
Ποια Ευρωπαϊκή Ενωση; Ποια Ευρωπαϊκή Αλληλεγγύη; Ποια βοήθεια;
Οποιος βρεθεί στη Λέσβο αυτές τις μέρες διαπιστώνει ότι η Ελλάδα έχει μείνει μόνη, με την Ευρώπη να της έχει γυρίσει την πλάτη. Τριάντα λιμενικοί, πενήντα αστυνομικοί, παλεύουν νύχτα-μέρα με τα κύματα κάθε είδους. Με τα κύματα της θάλασσας, με τα κύματα της προσφυγιάς, με τα κύματα της ανήμπορης Πολιτείας να διαχειριστεί τέτοια κατάσταση.
Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα που βρίσκονται εκεί από την πρώτη στιγμή προειδοποιούν ότι δεν θα αργήσουν να φανούν και τα πρώτα κρούσματα ηπατίτιδας και χολέρας. Αν δεν έχουν ήδη φανεί και τα κρύβουν για να μην προκληθεί πανικός…
Στο περίφημο hotspot της Μόριας που εγκαινίασαν περήφανα επίτροποι και ευρωπαίοι ηγέτες, δεν μπορείς πια να πλησιάσεις από τη βρώμα και τη δυσωδία. Μόνο ταξιτζήδες πλησιάζουν για να πάρουν καμιά κούρσα με τσιμπημένο κόμιστρο, αλλά και οι Αφγανοί που περιμένουν τη σειρά τους μετά τους Σύρους, προτού επιβιβαστούν στα βαπόρια, επίσης με τσιμπημένο κόμιστρο.
Το πρωί τα κέντρα φιλοξενίας γεμίζουν. Το μεσημέρι που φθάνουν τα πλοία από Πειραιά αδειάζουν. Αστυνομικοί και λιμενικοί δεν μπορούν να φανταστούν τι θα γίνει στο νησί αν δεν πιάσουν στη Μυτιλήνη βαπόρια για δύο ημέρες, μετά τη 48ωρη απεργία που προκήρυξε η ΠΝΟ από αύριο…
Εξι χιλιάδες φθάνουν στο νησί κάθε μέρα, έξι χιλιάδες επιβιβάζονται για Πειραιά κάθε μέρα και άλλοι τόσοι σταθερά κυκλοφορούν στη Λέσβο, κατασκηνώνοντας πρόχειρα όπου μπορούν να σταθούν και τους επιτρέπεται.
Και όλοι αναρωτιούνται τι θα γίνει τώρα που χειμωνιάζει και η θάλασσα θα παγώσει. Πόσο θα αυξηθούν οι νεκροί, όταν κάποτε ανατριχιάζαμε για ένα νεκρό παιδί και τώρα συνηθίσαμε τα είκοσι. Οι δουλέμποροι αδιαφορούν. Η Ευρώπη κοιτάζει αλλού. Οι Μυτιληνιοί μονολογούν: Τι Λέσβος, τι Λαμπεντούζα…
Και τα δύο από λάμδα αρχίζουν. Και όταν τα λέγαμε, κάποιοι γελούσαν. Ή λιάζονταν στην πολυθρόνα τους…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ