Τα βουρκωμένα μάτια του Βασίλη Σπανούλη, ο οποίος μετά την κατάληψη της πέμπτης θέσης, «του μίνιμουμ στόχου», όπως τον χαρακτήρισε, στο 39ο Ευρωμπάσκετ, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την Εθνική Ανδρών, σηματοδοτεί το τέλος εποχής μιας ομάδας που σε αρκετές διοργανώσεις έκανε υπερήφανους τους Ελληνες. Μετά τον Θοδωρή Παπαλουκά, ο οποίος αγωνίστηκε για τελευταία φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου το 2008 και τον Δημήτρη Διαμαντίδη, που αποχώρησε πρόωρα, μετά το Μουντομπάσκετ 2010 της Τουρκίας, ο «Kill Bill» γίνεται ο τρίτος σπουδαίος στη σύγχρονη ιστορία του αθλήματος που αποφασίζει να μην ξαναφορέσει τη γαλανόλευκη φανέλα και πλέον η Εθνική είναι υποχρεωμένη να ανακαλύψει, να δημιουργήσει και να στηριχτεί στους επόμενους ηγέτες, αρχής γενομένης στο προολυμπιακό τουρνουά, που θα κρίνει την πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο ντε Τζανέιρο το 2016.

«Με βαριά καρδιά»

«Το είχα πάρει απόφαση από πριν. Με βαριά καρδιά, αλλά πρέπει να καταλαβαίνεις πότε θα σταματήσεις. Αγάπησα αυτή την ομάδα από τα δεκαεπτά μου. Προσέφερα αρκετά, είχα μια καριέρα με το εθνόσημο γεμάτη χαρές, διακρίσεις, λύπες, αποτυχίες. Καταφέραμε με τα υπόλοιπα παιδιά όλα αυτά τα χρόνια να φέρουμε στην Ελλάδα τρία μετάλλια. Είμαι υπερήφανος για όσα πετύχαμε. Πιστεύω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να σταματήσω και να παίξουν τα άλλα παιδιά. Υπάρχει ταλέντο και θα είμαστε μαζί τους. Εδειξα προσήλωση στην Εθνική και κρατάω όλες τις στιγμές, τις καλές και τις άσχημες»
, ήταν οι λέξεις που βγήκαν από την καρδιά του μετά την τελευταία του εμφάνιση, την 145η με τη φανέλα της Ανδρών, στην τελευταία υποχρέωση της Εθνικής στο επιβλητικό Πιέρ Μορουά της Λιλ, όπου απόψε θα πραγματοποιηθούν οι μάχες για την κατάκτηση των μεταλλίων. Ασφαλώς, ο 33χρονος σταρ, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε με την Ανδρών στη φιλική αναμέτρηση με τη Σερβία – Μαυροβούνιο στις 6 Ιουλίου 2004 σημειώνοντας έκτοτε 1.470 πόντους (μ.ό. 10,2), θα είχε ονειρευτεί διαφορετικό τέλος για την εντυπωσιακή διαδρομή του, που περιλαμβάνει ένα χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 2005, ένα ασημένιο στο Μουντομπάσκετ 2006 και ένα χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 2009.

Στο ίδιο έργο θεατές
Στον γαλλικό Βορρά, όμως, παίχτηκε ακριβώς το ίδιο έργο που είχαμε παρακολουθήσει και πριν από έναν χρόνο στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας, όπου η ελληνική ομάδα δεν είχε χάσει ούτε ένα ματς στην πρώτη φάση, αλλά στον πρώτο νοκ άουτ αγώνα της υπέστη βαριά ήττα (90-72) από τη Σερβία και αποχαιρέτησε πρόωρα τη διοργάνωση χωρίς καν να μπει στην οκτάδα. Εφέτος η Εθνική ταξίδεψε αήττητη (5 νίκες – 0 ήττες) από το Ζάγκρεμπ στη Λιλ γεννώντας εκ νέου προσδοκίες, αλλά μετά την άνετη επικράτηση (75-54) επί του «αναιμικού» Βελγίου στη φάση των 16, προσέκρουσε στον τοίχο της Ισπανίας και αποκλείστηκε (71-73) από την τετράδα επιτυγχάνοντας τουλάχιστον τον δεύτερο στόχο της, την κατάληψη της πέμπτης θέσης, που εξασφαλίζει συμμετοχή στο επόμενο προολυμπιακό τουρνουά. Το δυσάρεστο είναι ότι για πρώτη φορά η Εθνική στεκόταν όχι ως αουτσάιντερ, αλλά τουλάχιστον ως ισότιμη απέναντι στη ναυαρχίδα του ευρωπαϊκού μπάσκετ Ισπανία, κάτοχο δέκα μεταλλίων από το 1999 και εντεύθεν. Η Φούρια Ρόχα ήταν αποδεκατισμένη (Ναβάρο, Μαρκ Γκασόλ, Ρούμπιο, Καλντερόν), βασικοί παίκτες της αγωνίζονταν με ενοχλήσεις (Φερνάντεθ, Ριντρίγκεθ), ενώ το ροτέισον που χρησιμοποίησε ο Σέρτζιο Σκαριόλο ήταν το πιο συρρικνωμένο όλων των εποχών.

Παθητική και διστακτική
Και όμως, η Εθνική όχι απλώς «σεβάστηκε» περισσότερο από το πρέπον την ομάδα του σπουδαίου Πάου Γκασόλ, αλλά τη φοβήθηκε, με αποτέλεσμα αντί να επιδιώξει παιχνίδι επαφών, να αξιοποιήσει όλα τα όπλα της, να διευρύνει το ροτέισον για να κουράσει και να φθείρει τους αντιπάλους της, εμφανίστηκε παθητική στην άμυνα και διστακτική στην επίθεση. Και όταν πλέον απέκτησε την επιθετικότητα που της έλειπε και στα δύο μισά του γηπέδου, το τρένο της τετράδας είχε πλέον χαθεί και τα φαντάσματα του παρελθόντος επέστρεφαν αυξάνοντας σε έξι τα χρόνια της απόλυτης ξηρασίας για την Εθνική Ανδρών, η οποία έχει να πάρει μετάλλιο από το Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας το 2009 και πιθανώς θα χρειαστεί να περιμένει κάμποσα χρόνια ακόμη ώσπου να επιστρέψει στο βάθρο. «Ηρθαμε με μεγάλες προσδοκίες, αλλά ταπεινοί. Δεν τα καταφέραμε. Ευχαριστώ όλους τους παίκτες για την προσπάθειά τους. Δεν τα καταφέραμε και αναλαμβάνω την ευθύνη για την ήττα από την Ισπανία. Ομως το ελληνικό μπάσκετ θα συνεχίσει» υποστήριξε μεταξύ άλλων ο ομοσπονδιακός τεχνικός Φώτης Κατσικάρης για να συμπληρώσει: «Κάποιες φορές έχουμε τόσες απαιτήσεις από τον εαυτό μας, χωρίς να σκεφτόμαστε καν αν έχουμε αντίπαλο. Ολοι πιστεύαμε. Ξέραμε πως θα ήταν δύσκολα και πως βάσει συστήματος θα είχαμε έναν δύσκολο αντίπαλο στην προημιτελική φάση, όπως η Ισπανία. Υπεύθυνος είμαι εγώ, γιατί ο προπονητής πάντα είναι υπεύθυνος. Η αλήθεια είναι πως για έμένα είναι πολύ δύσκολο το γεγονός ότι έχουμε χάσει στα δύο κρίσιμα νοκ άουτ, πέρυσι από τη Σερβία και εφέτος από την Ισπανία».

Το μέλλον – Εκρηκτικό ή σκεπτόμενο μπάσκετ;

Ουσιαστικά, ο Κατσικάρης, ο οποίος πολύ δύσκολα θα συνεχίσει στον πάγκο της Εθνικής, χρεώνεται την επιλογή δώδεκα πρωτοκλασάτων παικτών που δεν κατάφεραν ποτέ εκτός από καλοί παίκτες να γίνουν και καλή ομάδα. Εμπιστεύθηκε μόνο τους βασικούς παίκτες του παραμερίζοντας άλλους, που είναι καθοριστικοί στους συλλόγους τους, όπως οι Περπέρογλου, Μάντζαρης και Καϊμακόγλου, δεν βρήκε ποτέ ρόλο στον Παπανικολάου και πνίγηκε από το άγχος του στον κρισιμότερο αγώνα της σύγχρονης ιστορίας.

Το βασικότερο όμως πρόβλημα που θα κληθεί να λύσει ο διάδοχός του είναι η στρατηγική, που θα χαράξει έχοντας να επιλέξει μεταξύ της ταχύτητας και της έκρηξης (το υποστηρίζουν ο «πυραυλοκίνητος» Αντετοκούνμπο και ο Καλάθης) ή του λεγόμενου σκεπτόμενου μπάσκετ, που συνηθίζεται στην Ευρώπη και βασίζεται στο διάβασμα του παιχνιδιού και στην άμυνα.

Το βέβαιον είναι ότι η Εθνική θα εμφανιστεί εντελώς μεταλλαγμένη στην επόμενη διοργάνωση, καθώς εκτός από τον Σπανούλη, το σκέφτονται πολύ σοβαρά και οι άλλες τέσσερις «παλιοσειρές» Ζήσης, Μπουρούσης, Καϊμακόγλου και Περπέρογλου, που μέχρι το βράδυ της Πέμπτης δεν είχαν πει κάτι επισήμως. Ερχεται η ώρα, λοιπόν, να πάρει τα ηνία το νέο αίμα του ελληνικού μπάσκετ, που έχει το ταλέντο και τις ικανότητες, ώστε να οδηγήσει την Εθνική σε καινούργια μονοπάτια επιτυχιών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ