Στη χώρα μας οι κυβερνήσεις συνασπισμού θεωρούνται το αποτέλεσμα μιας αποτυχίας που σχετίζεται με τη μη επίτευξη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας από κάποιο κόμμα. Ο,τι όμως στην εγχώρια κομματική σκηνή εκλαμβάνεται ως αποτυχία αποτελεί τον κανόνα που διαμορφώνει το πλαίσιο της διακυβέρνησης σε πολλές χώρες: από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία ή την Ιρλανδία, όπου συγκυβερνούν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ως την πεντακομματική κυβέρνηση της Ιταλίας, την τετρακομματική του Βελγίου, την τρικομματική της Φινλανδίας και τη δικομματική της Πορτογαλίας, της Σουηδίας ή της Δανίας, κυβερνήσεις συνασπισμού εμφανίζονται συχνά σε χώρες της ΕΕ.
Υποστηρίζεται ότι οι κυβερνήσεις συνασπισμού ταιριάζουν σε μια ειδική κατηγορία χωρών όπου επικρατεί ο μη πολωμένος κομματικός ανταγωνισμός και μια αντίστοιχης ποιότητας πολιτική κουλτούρα που δεν είναι συγκρουσιακή αλλά συμφωνική και συμβιωτική. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι διαφορετική από τα επιχειρήματα που ανακυκλώνονται. Είναι προφανές ότι ο κομματικός κατακερματισμός και τα αναλογικά χαρακτηριστικά του εκλογικού συστήματος λειτουργούν ως ευκαιρίες για τη δημιουργία κυβερνήσεων συνασπισμού.
Ομως οι κυβερνήσεις συνασπισμού δεν αποτελούν απλή αντανάκλαση της πολιτικής μηχανικής. Ιστορικά προέκυψαν ως αποτέλεσμα σκληρών αντιθέσεων που η ύπαρξή τους προκαλούσε βαθιά πόλωση. Στην Ολλανδία, στην Αυστρία και στην Ελβετία ήταν οι ανυπέρβλητες κοινωνικές σχάσεις που οδήγησαν τις ελίτ στην υιοθέτηση συναινετικών πρακτικών, με αποτέλεσμα οι συγκρούσεις να γεφυρωθούν με συνεργασίες στο επίπεδο της διακυβέρνησης.
Η χώρα μας σήμερα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή.
Οι διαιρέσεις (Μνημόνιο – αντιμνημόνιο, ευρώ – δραχμή) και το πολωτικό κλίμα καθιστούν τη διακυβέρνηση ένα δύσκολο εγχείρημα. Λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία της πολιτικής μηχανικής, ούτε το «μπόνους» των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα ούτε η ρήτρα εισόδου στη Βουλή για τα μικρά κόμματα αλλάζουν το γεγονός ότι στο κομματικό σύστημα επικρατεί ένας ασθενής δικομματισμός. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ συγκεντρώνουν αθροιστικά 20 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερες από ό,τι συνέβαινε πριν από το 2012. Επιπλέον ο κομματικός κατακερματισμός οδηγεί στην ανάδειξη μιας επτακομματικής Βουλής, με προοπτική αύξησης του αριθμού των κομμάτων, παρότι ορισμένα έχουν χαρακτηριστικά «κομήτη» και σύντομο βίο.
Για να μην πηγαινοέρχεται η χώρα από μνημόνια σε αστάθεια και από (υπερ)πρόωρες σε επαναληπτικές εκλογές θα χρειαστεί να επανεξεταστεί η τοποθέτησή της στο θέμα των κυβερνητικών συμμαχιών. Προφανώς χρειάζονται διεργασίες πολιτικής ωρίμασης για να συνειδητοποιηθεί ότι οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν συνιστούν αποτυχία αλλά ένδειξη ωριμότητας μιας δημοκρατίας. Τα πρότυπα για τη συγκρότησή τους είναι δεδομένα:
-Κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού»: δεν αποτελούν έναν «παρά φύσιν» συνασπισμό, όπως διατείνεται (τακτικιστικά να υποθέσουμε) ο. κ. Τσίπρας, αλλά μια αξιόπιστη εναλλακτική διακυβέρνησης σε συνθήκες πόλωσης και κρίσης. Οταν η εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών για την υπέρβαση συνθηκών κρίσης είναι το ζητούμενο, γίνεται αποδεκτό από τους εκλογείς ο κυβερνητικός συνασπισμός να συγκροτείται από τα κυρίως κόμματα κάθε παράταξης. Οι κυβερνήσεις αυτές έχουν μειονεκτήματα, το κυριότερο από τα οποία είναι ότι αφήνουν χώρο στην έκφραση της πολιτικής διαμαρτυρίας που είναι εύκολο να απορροφήσουν ακραία κόμματα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει αυτόματα· ο κίνδυνος ελλοχεύει όταν ο «μεγάλος συνασπισμός» εξελιχθεί σε ένα «καρτέλ» εξουσίας και προκαλέσει de facto περιορισμό του κομματικού ανταγωνισμού.
-Κυβερνήσεις «μικρού συνασπισμού»: μετέχουν συνήθως κόμματα που γειτνιάζουν ιδεολογικά και συγκλίνουν προγραμματικά. Θεωρείται ευκολότερο να συσταθούν αλλά και να διαλυθούν. Ενας τέτοιος κίνδυνος πλησιάζει όταν το κόστος για το μικρότερο κόμμα από την παραμονή του στην κυβέρνηση αρχίζει να αντικατοπτρίζεται στα αισθήματα δυσαρέσκειας των εκλογέων από τον μετασχηματισμό του σε κόμμα διακυβέρνησης. Οταν μικρότερα κόμματα που μετέχουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας είναι περισσότερα του ενός, ο πειρασμός της εγκατάλειψής της αυξάνεται, με την προσδοκία όποιος εγκαταλείψει πρώτος τη συνεργασία να κερδίσει περισσότερο από τη δυσαρέσκεια.
Οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου και οι εμφανιζόμενοι δημοσκοπικά συσχετισμοί δυνάμεων θυμίζουν αρκετά τις γερμανικές εκλογές της 18ης Σεπτεμβρίου 2005: τότε το μικρό προβάδισμα των Χριστιανοδημοκρατών έναντι των Σοσιαλδημοκρατών, η έλλειψη πλειοψηφίας για τη δημιουργία μιας κυβέρνησης μικρού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων, όπως και το ρίσκο να προστεθεί στο σχήμα και ένα ακόμη κόμμα (Πράσινοι) οδήγησαν εν τέλει σε μια κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού». Οσες επιφυλάξεις κι αν υπήρξαν για το κυβερνητικό σχήμα και ό,τι κόστος κι αν είχε το SPD από τη συμμετοχή του στην τότε κυβέρνηση, εκείνη η «μαυρο-κόκκινη» συνεργασία ήταν η αφετηρία για την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος «Ατζέντα 2010» που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, καθώς και η αρχή για την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας. Οι πρωταγωνιστές των ελληνικών εκλογών θα είχαν να διδαχθούν αρκετά από την εκλογική αναμέτρηση για το Bundestag πριν από δέκα χρόνια.
*Η κυρία Βασιλική Γωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ