Ο θεσσαλικός κάμπος αποτελεί για εκατοντάδες χρόνια τον σιτοβολώνα της ελληνικής επικράτειας και όχι μόνο, αφού η δραστηριότητα αυτή αναφέρεται από τους ομηρικούς χρόνους, ως και την περίοδο της τη Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αρχικά ως παραγωγός αλεύρων για το ψωμί και τις τελευταίες δεκαετίες έχοντας στραφεί στα σκληρά σιτηρά, ως βάση για τη βιομηχανία ζυμαρικών, τόσο την εγχώρια όσο και την ιταλική. Από την άποψη αυτή, η επιστροφή της προστιθέμενης αξίας των εξαιρετικής ποιότητας σκληρών σιτηρών της Θεσσαλίας στην εγχώρια αγορά αποτελεί στοίχημα.
Στο θεσσαλικό σιμιγδάλι επενδύει και εφέτος, για τρίτη συνεχή χρονιά, η βιομηχανία ζυμαρικών Μέλισσα – Κίκιζας μέσω της συμβολαιακής γεωργίας, δίνοντας έμφαση στην ποιότητα, αλλά και σε συγκεκριμένες ποικιλίες που περιέχουν υψηλά ποσοστά πρωτεΐνης… Η συνεργασία ξεκίνησε με βάση τον δραστήριο αγροτικό συνεταιρισμό Νίκαιας στη Λάρισα, όπου βρίσκεται και η έδρα του εργοστασίου ζυμαρικών, και επεκτάθηκε και σε άλλους παραγωγούς από την ευρύτερη περιοχή του κάμπου.
Η συμφωνία παραγωγών και βιομηχανίας, με ενδιάμεσο χρηματοδότη την Τράπεζα Πειραιώς, περιλαμβάνει την καλλιέργεια συγκεκριμένης ποικιλίας με ποιοτικά χαρακτηριστικά σε γλουτένη και πρωτεΐνη που δίνουν εξαιρετική ποιότητα και γεύση στα ζυμαρικά.
Εφέτος υπήρξε αύξηση της καλλιέργειας σιτηρών τόσο στην επικράτεια όσο και στον θεσσαλικό κάμπο, κατά τουλάχιστον 15%. Αιτία, αφενός οι εξαιρετικές τιμές της τελευταίας διετίας και αφετέρου η κάθετη πτώση των τιμών άλλων προϊόντων όπως το βαμβάκι, η βιομηχανική ντομάτα και το καλαμπόκι. Σε έναν βαθμό, στην αύξηση της καλλιέργειας συνέτεινε και το γεγονός της έλλειψης ρευστότητας στον αγροτικό κόσμο (οι εαρινές καλλιέργειες έχουν αυξημένο κόστος παραγωγής, εν αντιθέσει με τα χειμερινά σιτηρά), ενώ μέσω της συμβολαιακής γεωργίας στο σιτάρι πέτυχαν να μειώσουν τα καλλιεργητικά έξοδα, τουλάχιστον στον τομέα της προμήθειας του πολλαπλασιαστικού υλικού (σπόροι).
Υψηλές τιμές
Σε ό,τι αφορά τις τιμές που απολαμβάνουν οι παραγωγοί, είναι πάντα τουλάχιστον 10% παραπάνω από τα μεσοσταθμικά επίπεδα των ετήσιων τιμών, δίνοντας έτσι στους αγρότες την άνεση να σχεδιάσουν το «στήσιμο» των καλλιεργειών τους, απομακρύνοντας το ρίσκο από τις διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές. Το σιτάρι, όπως και άλλα αγροτικά προϊόντα, διαμορφώνει τιμή ανάλογα με τα διεθνή χρηματιστήρια (εν προκειμένω τιμή μπούσελ στο Χρηματιστήριο του Σικάγου για τα μαλακά σιτηρά) και ανάλογα με την ισοτιμία του δολαρίου έναντι του ευρώ.
Με σταθερές τιμές πάνω από τα 25 λεπτά την τελευταία διετία, το σκληρό σιτάρι κέρδισε τη μάχη της προτίμησης των παραγωγών, ενώ πέρυσι συγκυριακά η τιμή εκτοξεύθηκε ως και τα 40 λεπτά. Εφέτος, δύο μήνες μετά τον αλωνισμό, οι τρέχουσες τιμές πώλησης στον κάμπο φθάνουν ως και τα 30 λεπτά το κιλό.
Βέβαια, συγκυρίες όπως το ρωσικό εμπάργκο ή οι κακές καιρικές συνθήκες σε άλλες περιοχές του πλανήτη έχουν διαμορφώσει αυτά τα εξαιρετικά επίπεδα τιμών της τελευταίας διετίας. Για παράδειγμα, στη γειτονική Ιταλία εφέτος, χώρα που κάνει εισαγωγές κάθε χρόνο θεσσαλικού σκληρού σίτου, η παραγωγή έφτασε στα 2,3 εκατ. τόνους, έναντι 2,8 εκατ. πέρυσι.
Το μέλλον
Το σημαντικό ωστόσο στη συμβολαιακή γεωργία της Μέλισσας με τους θεσσαλούς παραγωγούς είναι ότι όλη η προστιθέμενη αξία από το παραγόμενο προϊόν παραμένει στη χώρα και έτσι βγαίνει πολλαπλά κερδισμένη και η εθνική οικονομία. Καθώς ένα μεγάλο μέρος των σκληρών σιτηρών της Ελλάδας (πάνω από 800.000 τόνοι ετησίως, έναντι συνολικής εγχώριας παραγωγής 1,3-1,5 εκατ. τόνων) εξάγεται, με το φρενάρισμα των εισαγωγών που αναμένεται τους προσεχείς μήνες, η εγχώρια βιομηχανία ζυμαρικών αποτελεί μια εναλλακτική λύση για την εθνική οικονομία.
Οι χώρες, λόγω της «κινεζικής γρίπης» στα χρηματιστήρια, υψώνουν τείχη προστατευτισμού στις εισαγωγές, το παγκόσμιο εμπόριο «φρενάρει» αυτή την περίοδο και μόνο χώρες που έχουν καθετοποιημένη την παραγωγή και απολαμβάνουν όλη την προστιθέμενη αξία από τα παραγόμενα προϊόντα τους μπορούν να επιβιώσουν.
Το δυστύχημα για τον θεσσαλικό κάμπο είναι ότι ένα μεγάλο μέρος από τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα εξάγεται χωρίς μεταποίηση και έτσι χάνει μεγάλο μέρος της προστιθέμενης αξίας. Το βαμβάκι, με μία πρωτογενή μεταποίηση ως εκκοκκισμένο στα τουρκικά κλωστήρια, επιστρέφει ως ένδυμα στην ελληνική αγορά, και το σιτάρι, ως πρώτη ύλη για τις ιταλικές βιομηχανίες ζυμαρικών, επιστρέφει ως μακαρόνι στον έλληνα καταναλωτή…

Ο Μάρκο Πόλο, το «λάγανον» και η «Φάμπρικα Μακαρονιών»

Η καταγωγή των μακαρονιών είναι γεμάτη μύθους και αντιφάσεις. Από τον ευρύτατα διαδεδομένο θρύλο ότι τα μακαρόνια τα έφερε στην Ιταλία στον 13ο αιώνα ο Μάρκο Πόλο από την Απω Ανατολή, ως την αναφορά για ύπαρξη ζυμαρικών στα 1000 π.Χ., στην αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με την τελευταία, η λέξη «λάγανον» περιέγραφε μια φαρδιά πλακωτή ζύμη από νερό και αλεύρι, την οποία οι Ελληνες έκοβαν σε λωρίδες. Αυτή η μέθοδος φαίνεται πως μεταφέρθηκε στην Ιταλία στον 8ο αιώνα π.X. και στα λατινικά έγινε «laganum». Εικάζεται ότι η λέξη «λαζάνια» έχει τη ρίζα της σε αυτή τη λέξη. Αυτή η ιστορία πιστοποιείται από λατίνους συγγραφείς όπως ο Κικέρων, ο Οράτιος και ο Απίκιος.

Η ιστορία των ελληνικών ζυμαρικών ξεκινά από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Εκεί λειτούργησε το 1824 η πρώτη «Φάμπρικα Μακαρονιών», όπως χαρακτηριστικά την αποκαλούσαν οι Ναυπλιώτες. Ως τότε τα μόνα ζυμαρικά που γνώριζαν οι Ελληνες ήταν αυτά που έφτιαχναν στα σπίτια τους, δηλαδή οι παραδοσιακές χυλοπίτες και ο τραχανάς.

Aπό το 1920, στο Ελαιοχώρι Αρκαδίας, με «εδώδιμα και αποικιακά»

Ο μεγαλύτερος αγοραστής σίτου στην Ελλάδα που ηγείται και του μεριδίου αγοράς (37,6%) της βιομηχανίας ζυμαρικών είναι η εταιρεία Μέλισσα – Κίκιζας.

Η οικογένεια του Γιώργου και της Κανέλλας Κίκιζα από το Ελαιοχώρι Αρκαδίας ξεκίνησε την εμπορική της δραστηριότητα το 1920, όταν οι δύο μεγαλύτεροι γιοι, από τα συνολικά δώδεκα παιδιά της οικογένειας, άνοιξαν το πρώτο κατάστημα στο χωριό με «εδώδιμα και αποικιακά». Πέντε χρόνια αργότερα, ο μεγαλύτερος γιος, Αθανάσιος, ανοίγει κατάστημα στη συμβολή των οδών Λένορμαν και Παλαμηδίου στην Αθήνα, το οποίο, σε σύντομο χρονικό διάστημα και αφού όλη η οικογένεια έχει πλέον εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα, εξελίσσεται σε υπερκατάστημα για τα δεδομένα της εποχής. Εισάγει προϊόντα και παράγει δικά του, διαθέτει 35 υπαλλήλους, δύο ταμεία και γενικότερα γίνεται σημείο αναφοράς, σε βαθμό που, λόγω της φήμης του, η γειτονιά στην οποία βρίσκεται αποκτά το όνομα «στου Κίκιζα». Μέσα σε όλες δραστηριότητές της, το 1935 αναθέτει στο μακαρονοποιείο «Δήμητρα» να φτιάξει ζυμαρικά με τη φίρμα τους. Τρία χρόνια αργότερα, οι δύο εταιρείες συνεταιρίζονται και ο Αλέξανδρος Κίκιζας, σε ηλικία μόλις 25 ετών, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του μακαρονοποιείου.

Σύμβολο της εργατικότητας
Το 1947 ο Αλέξανδρος Κίκιζας, μαζί με τον αδελφό του Γρηγόρη, έπειτα από πολύχρονη ενασχόλησή του με το αντικείμενο, αποφασίζει να δημιουργήσει μια μονάδα παραγωγής μακαρονιών στη λεωφόρο Κηφισού, με την επωνυμία ΒΕΖΑΚ. Ο 1954 αποχωρεί ο Γρηγόρης και η εταιρεία παίρνει τη σημερινή της επωνυμία, «Μέλισσα», εμπνεόμενη από το έντομο, σύμβολο της εργατικότητας. Σήμερα διοικείται από τους απογόνους του Αλ. Κίκιζα και συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες εταιρείες τροφίμων της χώρας, αφού έχει διανύσει μια αξιοπρόσεκτη πορεία επιτυχιών τόσο σε επίπεδο συνεργασιών όσο και σε επίπεδο εξαγορών, όπου ουσιαστικά έχει απορροφήσει σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της αγοράς ζυμαρικών, και όχι μόνο, της χώρας μας (Deveta το ’77, Πελαργός/Pummaro το ’80-’99, Στέλλα, Βλάχα, ΑΒΕΖ, Καζινό τη δεκαετία του 2000). Παράλληλα, έχει καταφέρει να εκσυγχρονίσει τον εξοπλισμό της και να αυξήσει εντυπωσιακά την παραγωγική της δύναμη, να επεκταθεί στο εξωτερικό, να ιδρύσει θυγατρική στην Πολωνία και να λανσάρει νέες φίρμες, όπως η Primo Gusto.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ