Από το 1862, όταν μετά την έξωση του Οθωνα οι Ελληνες επέλεξαν περίπου με 99% ως επόμενο μονάρχη τον πρίγκιπα Αλφρέδο της Μ. Βρετανίας, που δεν ήρθε όμως ποτέ, οι διαδικασίες που αποκαλούμε «δημοψηφίσματα» είναι σχεδόν καθολικά «προβληματικές» (για να το πούμε κάπως ήπια). Εκτός από τα δύο χουντικά «δημοψηφίσματα» (1968 και 1973) και αυτά του 1920 και 1935 που κρίθηκαν με «σοβιετικού τύπου» ποσοστά, αμφισβήτηση της «κανονικότητας» μπορεί να γίνει και για το δημοψήφισμα του 1924 που εξεδίωξε τον Γεώργιο Β’ όσο και για αυτό του 1946 που τον επανέφερε. Ουσιαστικά μόνο η εκδοχή του 1974 που κατήργησε με σαφήνεια τη βασιλεία μπορεί να θεωρηθεί «κανονική», με άξιο παρατήρησης πάντως ότι και οι τρεις τελευταίες περιπτώσεις κρίθηκαν με τα ίδια πάντα ποσοστά: περίπου 69% για την πρόταση που επικράτησε έναντι σχεδόν 31% που συγκέντρωσαν οι αντίθετες προτάσεις.
Με τη βαριά αυτή παράδοση η εκδοχή που εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 2015 πάνω στο νεότερο ζήτημα των σχέσεων της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ενωση φαίνεται να προσφέρει επίσης περισσότερα επιχειρήματα στην άποψη της «μη κανονικότητας» παρά το αντίθετο. Δεν είναι μόνο ο ελάχιστος χρόνος που προσφέρθηκε στους πολίτες για να κρίνουν σε συνθήκες παντελούς έλλειψης νηφαλιότητας. Το ίδιο το ερώτημα που ετέθη εκ των πραγμάτων δεν ήταν αντικειμενικό, πέραν του ότι παραβιαζόταν μάλλον με σαφήνεια το πνεύμα του Συντάγματος που (σωστά) απαγορεύει τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων για δημοσιονομικά θέματα. Οσο και αν δεν αναφέρεται ρητά στην περίπτωση των «κρίσιμων εθνικών θεμάτων», μένει να θεωρήσει κανείς κατά πόσο μια άτυπη πρόταση των δανειστών (μεσούσης της διαπραγμάτευσης για δημοσιονομικά μέτρα), που είχε άλλωστε ήδη αποσυρθεί, αποτελεί πράγματι «κρίσιμο εθνικό θέμα».
Χωρίς αμφιβολία, το πρόσφατο δημοψήφισμα δεν αποσκοπούσε να αποδώσει ένα «καθαρό» «Ναι» ή «Οχι» σε ένα σαφές και συγκεκριμένο ερώτημα που θα καθόριζε μια στάση της χώρας σύμφωνα με τη θέληση των πολιτών. Για άλλη μία φορά διακρίνει κανείς τη σκοπιμότητα που επιβάλλει ο συγκυριακά πολιτικά κυρίαρχος της εποχής. Γι’ αυτό και ο Πρωθυπουργός έσπευσε άμεσα να «ερμηνεύσει» την ετυμηγορία των πολιτών σε μια λογική που θα έλεγε κανείς περιέγραφε την αντίθετη άποψη από αυτήν που ο ίδιος υποστήριξε και τελικά επικράτησε. Ομολογουμένως, όταν οι ανάγκες πολιτικής διαχείρισης φτάνουν στο σημείο να εμπλέκουν δημοψηφίσματα στήνονται παγίδες. Αλλά όταν στηθούν παγίδες κανείς δεν είναι σίγουρος ποιος τελικά θα πιαστεί. Την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές δεν είναι ακόμη γνωστά όσα θα έχουν συμβεί ως την Κυριακή. Μια Κυριακή του Ιουλίου στον 15ο χρόνο του 21ου αιώνα που θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα παγιδεύσει τον ελληνικό λαό στην έξοδο από την πορεία του στον σύγχρονο κόσμο και τις σημασίες που δίνουν αξία στην πορεία αυτή: τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το κοινό της νόμισμα. Αυτό είναι το πραγματικό «τελεσίγραφο» που εν τέλει αντιμετωπίζεται και η θετική έκβαση θα προστατέψει πρώτα απ’ όλα την κυριολεκτικά «ανθρωπιστική κρίση» των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.
Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, αν κάτι ανέδειξε το συγκεκριμένο δημοψήφισμα ήταν ο πρωτοφανής κοινωνικός διαχωρισμός. Πέρα από τον σημαντικό επίσης ηλικιακό διαχωρισμό, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε δει να εκδηλώνεται τόσο έντονα η κοινωνική διαφοροποίηση. Το «Ναι» στο δημοψήφισμα δεν μπόρεσε, όπως είναι γνωστό, να καταγράψει ούτε μια πλειοψηφία σε επίπεδο εκλογικών περιφερειών. Το «χρώμα του χάρτη» ήταν πρώτη φορά στη νεότερη εκλογική μας ιστορία καθολικά παντού ίδιο. Στο επίπεδο των δήμων και μόνο μπορεί να διακρίνει κανείς ορισμένες σκόρπιες περιπτώσεις υπεροχής του «Ναι» στην επαρχία, κυρίως σε πολύ ισχυρές περιοχές της ΝΔ, αλλά ο καθοριστικός τόνος δίνεται στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, όπου στα περισσότερα βόρεια προάστια και σε ορισμένους «πλούσιους» δήμους της παραλιακής ζώνης υπερέχει σημαντικά (π.χ., Φιλοθέη 81,6%, Ψυχικό 78%, Παπάγου 68,1%, Βουλιαγμένη 66,7%, Βούλα 63,9%). Από κοντά και το Πανόραμα Θεσσαλονίκης (62,7%), χωρίς να παραγνωρίζεται γενικότερα ότι οι δύο μεγαλύτεροι αστικοί δήμοι της χώρας, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, έδωσαν επίσης στο «Ναι» οκτώ περίπου μονάδες μεγαλύτερο ποσοστό από το πανελλήνιο (46,8% και 46,4% αντίστοιχα). Στον αντίποδα, οι μεγαλύτερες μαζικές πλειοψηφίες του «Οχι» με ποσοστά πάνω από 70% μπορούν να συναντηθούν στη δυτική ζώνη της Αττικής (π.χ., Ασπρόπυργος 79,2%, Φυλή 77,2%, Πέραμα 76,6%, Δραπετσώνα 75%, Αγ. Ιωάννης Ρέντης 73,1%, το πολυπληθές Περιστέρι 70,3% κ.τ.λ.).
Αν πράγματι τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα υφίστανται κυρίως τις συνέπειες των αναγκών προσαρμογής της χώρας σε μια σύγχρονη πολιτική ανάπτυξης, αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι τα στρώματα αυτά θα υποστούν λιγότερες συνέπειες στην περίπτωση μιας άτακτης υποχώρησης της χώρας από τα σημερινά της κεκτημένα. Σε τελευταία ανάλυση, η ουσιαστική προστασία των αδυνάμων είναι καθήκον της πολιτικής διαχείρισης που επιτέλους θα πρέπει να ασκείται με αλήθειες, χωρίς λαϊκισμούς. Η μακρά εποχή των λαϊκισμών είδαμε πού ακριβώς μας έφερε. Ας ελπίσουμε ότι το δημοψήφισμα-«παγίδα» του Ιουλίου 2015 ήταν η τελευταία της πράξη.
Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι δόκτωρ Πολιτικών Επιστημών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ