Αποτελεί κοινό τόπο της κριτικής το αξίωμα ότι οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι ξαναγράφουν διαρκώς το ίδιο μυθιστόρημα και οι μεγάλοι σκηνοθέτες ξαναγυρίζουν την ίδια ταινία. Σχηματική, όπως όλες οι καθολικού χαρακτήρα αποφάνσεις, η παραπάνω θέση περισσότερο δηλώνει την επιμονή στη διακόσμηση μιας συγκεκριμένης θεματικής παρά τη διαπίστωση ότι ένα συνολικό έργο συντίθεται μόνο και μόνο από παραλλαγές της ίδιας πλοκής. Η περίπτωση του Πατρίκ Μοντιανό, για παράδειγμα, η οποία άπτεται του παραπάνω εμπειρικού κανόνα, μοιάζει κομμένη και ραμμένη στα μέτρα εκείνου που θα θελήσει να ελέγξει την ισχύ του.Αν διαθέτει κανείς τη συγγραφική δεινότητα, την απέριττη λιτότητα και την ικανότητα να μεταφέρει τον αναγνώστη σε οικείες επικράτειες του συναισθήματος, γνωρίσματα όλα της γραφής του Μοντιανό, πιθανόν και να μπορεί να το κάνει στο διηνεκές. Με τέτοια μέτρα και σταθμά ζυγίζει κανείς ένα κείμενο που φαινομενικά υιοθετεί ως αφετηρία του τον τρόπο του νουάρ, τις επιπλοκές της ανεύρεσης μιας χαμένης ατζέντας, προκειμένου να εξελιχθεί στη συγκινητική ιστορία μιας παιδικής εγκατάλειψης στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μιας νεαρής πόρνης ως υποκατάστατου μητέρας, των μικροκακοποιών και προστατών του κύκλου της που γίνονται πατρικές και φιλικές φιγούρες, τριών χωριστών εποχών ανάμνησης και ψηλάφησης των μνημονικών θραυσμάτων. Ο αποσυρμένος από την κοινωνική ζωή, μοναχικός συγγραφέας, ήρωας του Μοντιανό είναι συμβιβασμένος με τα όσα έγιναν και αν παλιότερα αναζήτησε τα ίχνη τους, δεν το κάνει πια, εξήντα χρόνια μετά. Του αρκεί η επιστροφή της αίσθησης αυτού που συνέβη, η θύμηση ότι κάποτε περιπλανιόταν στο Παρίσι με μόνη ασφάλεια στην τσέπη του ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα με μια διεύθυνση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τη σημείωση, με γυναικεία γράμματα, «ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιουνίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



