Το σημερινό μονοτονικό είναι συνάμα ελαφρώς αναχρονιστικό και σχιζοφρενικό. Αναχρονιστικό στον βαθμό που παραδόθηκε για δημοσίευση την περασμένη Κυριακή, παραμονή της κρίσιμης Δευτέρας. Σχιζοφρενικό, γιατί συντάσσει δύο διαφορετικά θέματα. Το πρώτο υποδηλώνεται με την επιγραφή του μονοτονικού, καπελώνοντας το δεύτερο, που αναπληρώνει μια εκκρεμότητα για τη «Ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη –προδρομικό μυθιστόρημα της μεσοπολεμικής πεζογραφίας, επικεντρωμένο στη φρίκη και στον παραλογισμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τρεις είναι οι κρίσιμες (οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής σημασίας) λέξεις που χαρακτηρίζονται εδώ φαντάσματα. Κατά σειρά προτεραιότητας: το μνημόνιο, η λιτότητα και η τρόικα. Πρόσφατα ωστόσο ακούστηκε στο κοινοβούλιο και η λέξη «αριστεία», που ο νέος υπουργός Παιδείας απείλησε να την αποκεφαλίσει. Αν εξαιρέσουμε πάντως την «τρόικα» που ρωσοφέρνει, οι άλλες τρεις λέξεις ελέγχονται ελληνικές-αρχαιοελληνικές για την ακρίβεια, οι δύο μάλιστα ομηρικής καταγωγής και χρήσης. Από την άποψη αυτή κρίνονται καταρχήν αθώες, ως προς τα επίκαιρα υπονοούμενα, που τις κατέστησαν στις μέρες μας επάρατες. Συγκεκριμένα:
Το «μνημόνιο» ετυμολογικά απορρέει από την ιλιαδική «μνημοσύνη», η οποία εν συνεχεία αναβαθμίστηκε σε κεφαλαιογράμματη μητέρα των εννέα Μουσών, φύλακα και πομπό της ποιητικής μνήμης. Αθώα προκύπτει εξάλλου και η διαβλητή στα καθ’ ημάς λιτότητα, αφού «λιτότης» και «λιτός» στην αρχαία ελληνική γλώσσα παραπέμπουν σταθερά στην απέριττη απλότητα. Συνειδητή ελληνική επιλογή στα χρόνια των περσικών πολέμων, σε αντίθεση προς τον επιδειξιακό πλούτο και τη χλιδή των Ασιατών, που καταγγέλλονται από τον ιδρυτικό Κύρο ως αίτια της ήττας των Περσών στη σφραγίδα της ηροδότειας ιστορίας.
Απομένει η «αριστεία», δείκτης προπάντων ανυποχώρητης γενναιότητας στο πεδίο της μάχης, μέχρι αυτοθυσίας. Πασίγνωστος εξάλλου είναι και ευρύτατα κυκλοφορεί (ενίοτε πολεμοκάπηλος) ο ιλιαδικός γνωμικός στίχος, με τον οποίο απωθεί, σε βαθμό ύβρεως, ο Εκτωρ στη δωδέκατη ραψωδία (Μ 243) την πρόταση του Πολυδάμαντα για φρόνιμη υπαναχώρηση: «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης». Ομόθεμος εξάλλου και ομότροπος ακούγεται και ο προηγούμενος γνωμικός στίχος στην ενδέκατη ραψωδία (Λ 784), ως παραίνεση του Πηλέα στον γιο του, που την αναμεταδίδει ο Νέστωρ: «αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων». Υπό τον όρο να τον συγκρατεί, όταν και όπου πρέπει, ο επιστήθιος εταίρος του Πάτροκλος, στα χρόνια λίγο μεγαλύτερος.
Πού το πάω; Εκεί που με πάει. Φαντάζομαι ότι οι καίριες αυτές λέξεις, με γενναίο γλωσσικό παρελθόν, αντιστέκονται πεισματικά στη σκόπιμη κατάχρησή τους. Εκδικούνται την παραποίησή τους, αλλάζοντας την όψη τους σε αλλόγλωσσα φαντάσματα. Εκτός και αν προκύψει ενδιαμέσως κάποιος συμβιβασμός. Περί αυτού πρόκειται.
Απότομη τώρα στροφή στο δεύτερο θέμα που έμεινε για μια βδομάδα κρεμασμένο. Ο λόγος για τις τύχες της «Ζωής εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, ενενήντα τόσα χρόνια μετά την πρώτη σπασμωδική εμφάνισή της. Την επανέφερε στο αναγνωστικό προσκήνιο το κυριακάτικο «Βήμα» τον περασμένο Γενάρη, με επιμέλεια της Ελένης Κεχαγιόγλου και με Επίμετρο του Γιώργου Τσακνιά. Οπου συντάσσονται το Εργοβιογραφικό του συγγραφέα με μία επί τροχάδην ελληνική αναδρομή «Στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Μ’ αυτή την απρόσμενη ευκαιρία ξαναδιάβασα το αποκαλυπτικό αυτό μυθιστόρημα, που (για να το πω χοντρά) στο μεταξύ το είχα σχεδόν ξεχάσει. Προηγήθηκε η πρώιμη ανάγνωσή του στα εφηβικά μου χρόνια, παρέα με το «Νούμερο» του Βενέζη, τις «Τρεις Γυναίκες» του Κοσμά Πολίτη και το «Δίχως θεό» του Αγγελου Τερζάκη, που φαίνεται πως επεσκίασαν τότε τη «Ζωή εν τάφω». Πιάνοντας όμως τώρα στα χέρια μου την κυριακάτικη προσφορά του «Βήματος» ενθουσιάστηκα. Μιλώντας δίχως περιστροφές, αισθάνομαι πως έχουμε να κάνουμε ίσως με το σημαντικότερο έργο της μεσοπολεμικής πεζογραφίας μας, που το συναγωνίστηκε αργότερα ο Κοσμάς Πολίτης με το ώριμο μυθιστόρημά του «Στου Χατζηφράγκου» (1963).
Γιατί και πώς εξηγείται η όψιμη αυτή προσωπική αναγνώριση της «Ζωής εν τάφω», θα φανεί ελπίζω την άλλη Κυριακή. Προς το παρόν θυμίζω την εκδοτική της περιπέτεια. Ο σπόρος της έπεσε στα δύο τελευταία χρόνια του μεγάλου πολέμου μέσα στα χαρακώματα του βαλκανικού μετώπου. Η δοκιμαστική, πρώτη της αποτύπωση πραγματοποιήθηκε τη διετία 1923-24 στην εφημερίδα «Καμπάνα» της Μυτιλήνης σε μορφή διαδοχικών επιφυλλίδων. Κανονική ωστόσο και αυθεντική δημοσίευση προέκυψε το 1930-31. Ακολούθησαν αλλεπάλληλες ανατυπώσεις, ενίοτε με κάποιες προσθαφαιρέσεις για λόγους ιδεολογικής μεταστροφής του Μυριβήλη στα χρόνια του εμφυλίου. Αυτά προς το παρόν, ελπίζοντας σε καλύτερες «καιρικές» συνθήκες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



