Τρέχω για να προλάβω. Με τη σαδιστική τρόικα στο κεφάλι μας, ή έστω στα πόδια μας, το πλησίστιο εορταστικό δωδεκαήμερο απαιτεί κάπως να χαλαρώσουμε, αντιδρώντας σε πιθανή νευρική κρίση. Σ’ αυτό το κλίμα πέφτουν κάποιοι άμεσοι έπαινοι και έμμεσοι αυτοέπαινοι για τη λογοτεχνική σοδειά της απερχόμενης χρονιάς, εν όψει της επερχόμενης. Στην περίπτωσή μου προηγούνται ευθαρσώς δύο αυτοέπαινοι, απηχώντας τη φωνή της μάνας μου που έλεγε: αν δεν παινέσεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει. Προηγείται εκείνος, που ακούστηκε πρόσφατα στην παρουσίαση του βιβλίου μου «Επος και δράμα: από το χθες στο αύριο». Αντιγράφω:

«Οσοι διάβασαν, στα πεταχτά έστω, τον πρόλογο του βιβλίου, θα πρόσεξαν ίσως ότι προεξαγγέλλει ένα έλλειμμα και ένα περίσσευμα. Το έλλειμμα αφορά τη δραστική τη φορά αυτή μείωση της ρητής φιλολογικής υποστήριξης των περιεχόμενων κειμένων. Το περίσσευμα την προσαύξηση της μετάφρασης και της παράφρασης στο εσωτερικό τους. Αντιδρώντας σε ό,τι συμβαίνει συνήθως σε ανάλογες περιπτώσεις, όπου η φιλολογία διεκδικεί διαγνωστικό και ρυθμιστικό ρόλο, καθιστώντας τη λογοτεχνία αντικείμενό της.

Η υποκείμενη ωστόσο ένταση παραμένει στο ζεύγος “φιλολογία-λογοτεχνία” και όχι στη συζυγία “φιλολογία-μετάφραση”, όπως θα νόμιζε κάποιος παρεξηγώντας τα λόγια μου. Αντίθετα μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση η μετάφραση, με τη συνδρομή και της παράφρασης, παίζει ρόλο διαμεσολαβητικό, γεφυρώνοντας την απόσταση μεταξύ φιλολογίας και λογοτεχνίας. Μεσολαβώντας, ευνοεί την αμοιβαία έλξη και μετακίνηση φιλολογίας και λογοτεχνίας, δοκιμάζοντας την προσωρινή έστω, συμφιλίωσή τους. Αυτόν τον συμφιλιωτικό ρόλο μπορεί να φέρει σε πέρας η μετάφραση, συμμαχώντας με την παράφραση, όπου τα βρίσκει σκούρα.

Ασύστολα μάλλον αναφέρομαι στην προσωπική μου, φιλολογική και μεταφραστική, περιπέτεια. Η οποία ξεκίνησε στη δεκαετία του 60 με τον Ηρόδοτο, πέρασε, μετά τη δικτατορία, στον Ομηρο και στον Ησίοδο, ακούμπησε λίγο στη Σαπφώ και κατέληξε σε τρία δράματα του Σοφοκλή. Πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό φιλολογία και λογοτεχνία τα βρίσκουν καλύτερα μεταξύ τους. Ισως επειδή βολεύει όσους δεν είναι ούτε επαρκείς φιλόλογοι ούτε επαρκείς λογοτέχνες, όπως συμβαίνει στην περίπτωσή μου. Το προτιμώ όμως αυτό, προκειμένου να παραμείνω αναγνώστης γραφιάς».
Ο δεύτερος αυτοέπαινος εντοπίζεται στην πρόσφατα συντελεσμένη μετάφραση της σοφόκλειας «Αντιγόνης», που αισθάνομαι ότι βρήκε την καλύτερή της ώρα στο «Υπόρχημα», μεταξύ τέταρτου επεισοδίου και εξόδου, όπου εξαγγέλλονται τρεις διαδοχικές αυτοκτονίες: της μοναχικής Αντιγόνης, του επίδοξου νυμφίου Αίμονα και της σπαραγμένης μάνας του Ευρυδίκης, γυναίκας του Κρέοντα. Αντιγράφω σε μετάφραση το ποιητικό αυτό κατόρθωμα του Σοφοκλή, έπαινο και συνάμα επίκληση του Διόνυσου, για να περισώσει τη Θήβα, από μια αναπότρεπτη τελικώς κρίση.
«Ω πολυώνυμε, της Κάδμειας νύφης καύχημα, / βλαστάρι του κεραύνιου Δία, / της ένδοξης της Ιταλίας προστάτη, / εσύ εποπτεύεις κόλπους φιλόξενους / της Ελευσίνιας Δήμητρας. / Εσύ, ω Βάκχε, ενοικείς στη βακχική μητρόπολη, / τη Θήβα, πλάι στα νερά του Ισμηνού, με τη σπορά / του άγριου δράκοντα. //
Εσένα εκεί, στα βράχια δίκορφου βουνού, / όπου Κωρύκιες νύμφες προχωρούν βακχεύοντας, / σε βλέπουν να περνάς οι δάδες αναμμένες, / της Κασταλίας τα νάματα / και οι κυπαρισσόφιλες πλαγιές της Νύσσας, / με τα χλωρά, τα πολυστάφυλα αμπέλια τους. / Οπου οι Βάκχες σε προπέμπουν / με τα θεόπνευστα ευοί ευάν, όταν / στους πολυσύχναστους δρόμους της Θήβας / περιφέρεσαι. //
Στην πόλη αυτή που την τιμάς / όσο καμιά άλλη πόλη, / μαζί με την κεραυνωμένη μάνα σου, / στην πόλη που την βρήκε τώρα πάνδημη, / ακάθαρτη αρρώστια, έλα να φέρεις κάθαρση, / του Παρνασσού πηδώντας τα φαράγγια / ή τον πολύβοο πορθμό. //
Εσύ που σέρνεις τον χορό με τα πυρφόρα αστέρια, / όταν τη νύχτα, / παιδί του Δία, κανοναρχείς τα όργια, / στον θίασο με τις Θυιάδες φανερώσου, / που ολονύχτιες, μαινόμενες χορεύουν, / τον Ιακχο υμνώντας, φύλακα και προστάτη».
Μεσολαβούν οι δύο εξοδικές ρήσεις, που αφηγούνται επί σκηνής τις τρεις απελπισμένες αυτοκτονίες, προκαλώντας την όψιμη συντριβή του Κρέοντα, και το δράμα σφραγίζεται από τον Χορό, που γνωματεύει: «Τον πρώτο λόγο έχει η φρόνηση / στον δρόμο της ευδαιμονίας. / Ποτέ δεν πρέπει ν’ ασεβούμε / στους θεούς. / Πληρώνουν τα μεγάλα λόγια τους / οι αλαζόνες ακριβά, ωσότου αργά / να βάλουν γνώση / στα γεράματα».
Οι άμεσοι έπαινοι την άλλη Κυριακή, γειτονεύοντας με τα Χριστούγεννα, που εύχομαι να βγουν καλά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ