Φτάσαμε αδιέξοδοι στον εξοδικό μήνα της χρονιάς, όπου «μήνις» και «έρις» κυκλοφορούν ακόμη ασυμπίεστες στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο μας, ως σήματα και της ανυποχώρητης κρίσης, που διαθέτει άφθονα ανεξέλεγκτα προσωπεία, αλλά ελάχιστα ελεγχόμενα πρόσωπα. Οπότε είμαι στο κλίμα των ημερών, συνεχίζοντας σήμερα τον διάλογο με την ομηρική εκδοχή των δύο επίμαχων όρων του τίτλου. Θυμίζω περί τίνος πρόκειται.
Ψάχνοντας για μια πιο ερεθιστική διδασκαλία των ομηρικών επών, που χρόνια τώρα συμπιέζονται και τελικώς αχρηστεύονται στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου, πρότεινα τις προάλλες τη συνδιδασκαλία τους στο Λύκειο. Υπό τον όρο ότι στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη του Γυμνασίου δάσκαλοι και μαθητές θα διαβάζουν και θα απολαμβάνουν διαδοχικά στο σπίτι τους ακέραια τα δύο έπη σε καλή μετάφραση, χωρίς σχόλια, όπως θα διάβαζαν ένα νεότερο, ή και σύγχρονο, συναρπαστικό μυθιστόρημα. Και θα ανταλλάσσουν μετά ελεύθερα τις εντυπώσεις τους μέσα στην τάξη, ένα δίωρο την εβδομάδα –φτάνει και περισσεύει.
Η συστηματική εξάλλου συνδιδασκαλία στις δύο πρώτες τάξεις του Λυκείου προτείνεται για κάποια κρίσιμα ομηρικά θέματα, που κατεβαίνουν παραλλαγμένα από την «Ιλιάδα» στην «Οδύσσεια».
Αυτό δοκίμασα να υποδείξω τις προάλλες, πιάνοντας το αξονικό θέμα του εκδικητικού θυμού του Αχιλλέα (με στόχο τον Αγαμέμνονα) στην «Ιλιάδα» και του Ποσειδώνα (με στόχο τον Οδυσσέα) στην «Οδύσσεια». Θέμα που προβάλλεται προγραμματικά στην αρχή του ενός και του άλλου έπους, και εξελίσσεται καθ’ οδόν. Δεν θα επαναλάβω όσα ήδη έγραψα, επιμένοντας σήμερα στο ζεύγος «μήνις-έρις», ως αγωγό του ιλιαδικού πολέμου, με οδηγό το απρόβλεπτο προοίμιο της «Ιλιάδας». Το αντιγράφω μεταφρασμένο:
«Τον άγριο θυμό, θεά, τραγούδησε του Αχιλλέα, γιου του Πηλέα, / ολέθριο θυμό, που τόσα πάθη φόρτωσε στους Αχαιούς, τόσες γενναίες ψυχές κατέβασε στον Αδη, / ηρώων ψυχές, κι άφησε λεία στα σκυλιά τα σώματά τους, / στα λαίμαργα όρνια, έτσι που συντελέστηκε η βουλή του Δία, / αφότου, διχογνωμώντας μεταξύ τους, χώρισαν / του Ατρέα ο γιος, ο πρώτος του στρατού, κι ο θείος Αχιλλέας».
Χαρακτήρισα απρόβλεπτο το επτάστιχο, μονοπερίοδο αυτό προοίμιο, επειδή από πολλές απόψεις παραβαίνει συμβατικούς επικούς κανόνες μορφής και περιεχομένου.
Σημειώνω κάποιες παραβάσεις με οριακή συντομία: η πρώτη εντοπίζεται στους πέντε πρώτους στίχους του, που συνιστούν απερίφραστο έλεγχο του διασημότερου ήρωα του τρωικού μύθου και του ιλιαδικού πολέμου. Ανατρέποντας τον επικό κανόνα, ο οποίος ευνοεί τον προοιμιακό έπαινο του κεντρικού ήρωα, όπως συμβαίνει, λόγου χάριν, και με τον Οδυσσέα στο προοίμιο της «Οδύσσειας».
Αντ’ αυτού η λέξη «μήνιν» (πρώτη του ιλιαδικού προοιμίου και της «Ιλιάδας» εδώ) και το επόμενο κατηγορούμενό της «ουλομένην» (στην αρχή του δεύτερου στίχου) σηματοδοτούν το ανυποχώρητο μένος του Αχιλλέα ως αιτία αφανισμού αμέτρητων Αχαιών, που τα σώματά τους έγιναν λεία σε λαίμαργα σκυλιά και όρνια.
Μήνις και έρις συμβάλλονται στο ανατρεπτικό αυτό προοίμιο άνισα. Η μήνις, καλύπτοντας τους πέντε πρώτους στίχους, χρεώνεται εξ ολοκλήρου στον Αχιλλέα. Η παρεπόμενη δίστιχη έρις μοιράζεται ισότιμα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα.
Αφού στο μεταξύ ακούγεται (παρένθετο μάλλον σχόλιο του ποιητή) η αινιγματική φράση «Διός δ’ ετελείετο βουλή», ως αρμός μεταξύ μήνιδος και έριδος. Θα περίμενε κανείς μάλλον αντίστροφη σειρά: να προηγείται η έρις και να έπεται η μήνις, ως παρεπόμενο της έριδος. Η ανάστροφη αυτή διάταξη δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη: η μήνις (στη σημασία περίπου του μένους) παραπέμπει εδώ γενικότερα στο εκρηκτικό φυσικό του ιλιαδικού Αχιλλέα. Εξάλλου η έρις, δηλωμένη στο κείμενο ως μετοχή («ερίσαντε»), που προσδιορίζει το ρήμα «διαστήτην», δραματοποιείται στο έπακρο στο πρώτο μέρος της πρώτης ραψωδίας, μετά όμως λουφάζει, παραχωρώντας τη θέση της στην έμμονη μήνιν.
Ως δαιμονική ωστόσο ύπαρξη (κεφαλαιογράμματη τη φορά αυτή: «Ερις»), εμφανίζεται στην πρώτη και πρότυπη μάχη της τέταρτης ιλιαδικής ραψωδίας (Δ 422- 544).
Παρέα εκεί με τους δαίμονες Δείμο και Φόβο, συστήνεται ως αδελφή και σύντροφος πιστή του Αρη, αλλάζοντας διαστάσεις:«μικρή και λίγη όσο οπλίζεται, ύστερα γιγαντώνει, / κι ενώ τα πόδια της πατούν στη γη, στηρίζει το κεφάλι της / στον ουρανό».
Αυτά για σήμερα. Τα υπόλοιπα άλλη φορά, αλλού κι αλλιώς. Γιατί καραδοκεί και ο Ησίοδος, ο οποίος στα «Εργα» του (12-10), διαφωνώντας με τον Ομηρο, ισχυρίζεται ότι η Ερις από γεννησιμιού της υπήρξε και παραμένει δισυπόστατη: καλόβουλη και κακόβουλη. Διαλέγετε και παίρνετε. Στην ανάγκη ρωτήστε και την τρόικα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



