Η πινακίδα φιγουράρει φαρδιά-πλατιά στην είσοδο της οργανωμένης πλαζ, σε σημείο που και να μη θέλεις να τη δεις τη βλέπεις: «Απαγορεύονται τα παιχνίδια με ρακέτες». Λίγο πιο κάτω, καλλίπυγος νεαρά με λουλουδάτο μαγιό και νεαρός με κοιλιακούς-φέτες και τατουάζ με δράκους και (κάτι σαν) ντάλιες στην πλάτη τυραννούν ένα μπαλάκι χτυπώντας το αλύπητα με τις ρακέτες τους. Οπως τυραννούν και τα κεφάλια όλων εμάς που πληρώσαμε 5 ευρώ για να κάνουμε ήσυχα το μπάνιο μας.
Δεν είναι οι μόνοι. Δεκάδες χτυπήματα-σφυριές καρφώνονται στον εγκέφαλό μου από όλες τις πλευρές της παραλίας. Τέτοιο βασανιστήριο ούτε στο «Κουρδιστό πορτοκάλι», όπου τουλάχιστον ο πρωταγωνιστής μαρτυρούσε με υπόκρουση Μπετόβεν. Το καλύτερο; Μέσα στην ίδια παραλία όπου «Απαγορεύονται τα παιχνίδια με ρακέτες» ένα μικρό μαγαζάκι με είδη θαλάσσης πωλεί και ρακέτες! Τι δεν καταλάβατε; Οι υπεύθυνοι για τη λειτουργία του χώρου δηλώνουν ευθαρσώς: «Κάνε ό,τι γουστάρεις, οι απαγορεύσεις είναι για τα μάτια του κόσμου». Οχι μόνο στις πλαζ.
Παρατηρούσα τις προάλλες, σε πεζόδρομο από όπου διέρχονταν παρανόμως μηχανάκια και αυτοκίνητα, μια ομάδα αστυνομικών να έχει κάνει πηγαδάκι και να λένε χαλαρά τα δικά τους. Δεν είναι, θα πείτε, δουλειά τους να κόψουν κλήσεις. Κάποιοι, όμως, πρέπει να το κάνουν. Ο τροχονόμος, για παράδειγμα, δεν νομιμοποιείται να σταματάει όποιον γίνεται δημόσιος κίνδυνος; Αναρίθμητοι οι μηχανόβιοι οι οποίοι την ώρα που εκείνος διακόπτει τη ροή της κυκλοφορίας τον αγνοούν, παραβιάζουν το φανάρι και συνεχίζουν τον δρόμο τους με 200 χιλιόμετρα την ώρα! Πώς αντιδρά; Απαθής κοιτάζει αλλού, επιβεβαιώνοντας ότι στα πάτρια εδάφη το παρανομείν είναι τρόπος ζωής, αποδεκτός και από την Πολιτεία.
Μόνο αν φύγουν η ρακέτα ή το μπαλάκι από τα χέρια των απερίγραπτων και προσγειωθούν στο κεφάλι του κυρίου Τάκη ή της κυρίας Κούλας στέλνοντάς τους από την παραλία των ονείρων τους στα Επείγοντα του πιο κοντινού νοσοκομείου, θα θυμηθούμε ότι αυτού του είδους τα παιχνίδια απαγορεύονται. Μόνο αν κάποιος καμικάζι που (νομίζει ότι) οδηγεί πύραυλο στην Αττική οδό χάσει τον έλεγχο του οχήματός του παίρνοντας μαζί του και άλλους θα αρχίσουμε να προσέχουμε (για λίγο) τις ενδείξεις στο καντράν του αυτοκινήτου μας. Μόνο αν το ρέμα δίπλα στο σπίτι μας, εκείνο που έχουμε μετατρέψει σε σκουπιδότοπο, πλημμυρίσει και μας πνίξει θα αρχίσουμε να ρίχνουμε τα σκουπίδια μας στον κάδο.
Ελληνικό παράλογο, ιστορικώς επιβεβαιωμένο: κατόπιν εορτής θυμόμαστε και τον νόμο και την εφαρμογή του, μόνο τότε. Ως εκείνη τη στιγμή ο νόμος είναι εχθρός. Και αν η κοινωνία τον έχει ανάγκη για να λειτουργήσει; Και αν εμείς ως πολίτες έχουμε ανάγκη μια ευνομούμενη κοινωνία για να αισθανόμαστε ασφαλείς; Ψιλά γράμματα… Οπότε –για να ρίξω και εγώ μια ιδέα –ας αντιδράσει καθένας όπως νομίζει: την ώρα που παίζει ο Μιχάλης ο μάγκας ρακέτες πάνω από το κεφάλι μου, εγώ θα αρχίσω να ψαρεύω εκεί στα ρηχά αγκιστρώνοντας σαν τα μελανούρια τα παιδιά του που κάνουν μπάνιο, η διπλανή παρέα θα αρχίσει να τραγουδάει τον Εθνικό Υμνο γιατί πάνω απ’ όλα είμαστε Ελληνες, οι παραδιπλανοί θα βάλουν ένα αρνί στη σούβλα για να μας τσικνίσουν και να αποκτήσει το αντηλιακό με καρύδα νότες καμένου ξύλου και λίπους… Ολα καλά, όλα τρέλα, και να δούμε ποιος θα αντέξει περισσότερο.
Το ζητούμενο, όμως, είναι η εκτόνωση των πειραγμένων νεύρων μας; Είναι πώς θα αλληλοσκοτωθούμε ή πώς θα συμβιώσουμε; Ας μην κρυβόμαστε, οι Ελληνες ρέπουμε προς το «ας σκοτωθούμε». Γιατί; «Γιατί η Πολιτεία δεν σας επιβάλλεται» επιμένει βορειοευρωπαία φίλη η οποία όποτε έρχεται απορεί με την αδυναμία να εφαρμοστεί ο αντικαπνιστικός νόμος. «Στα δικά μας τα μέρη αν παρανομήσεις σου κόβουν τα πόδια» λέει: «Τα πρόστιμα είναι εξαιρετικά υψηλά, κινδυνεύεις να βρεθείς χωρίς άδεια οδήγησης για μήνες ή για πάντα, υποχρεώνεσαι να προσφέρεις κοινωνική εργασία. Μη νομίζεις ότι εδώ οι άνθρωποι έχουν τη νομιμοφροσύνη στα γονίδιά τους, υποχρεώνονται να σεβαστούν τον νόμο και αυτό γίνεται τρόπος ζωής». Αυτά έξω, μακριά από την «έξω καρδιά» πατρίδα μας όπου όλα επιτρέπονται. Εγώ τώρα μπορεί να χαρακτηριστώ γκρινιάρης και περίεργος που βλέπω ρακέτα και γυρίζουν τα μάτια μου. Πείτε με κι έτσι. Οταν, όμως, σηκωθώ, αρπάξω τη ρακέτα της καλλίπυγου και τη σπάσω στο κεφάλι της, τότε δεν θα είμαι απλώς γκρινιάρης και περίεργος. Θα είμαι τρελός, τραμπούκος, φασίστας. Και εκείνη θα είναι το ανυποψίαστο θύμα. Η καημενούλα…

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ