Ο Κόλιν Φερθ είναι μια από τις πιο ευγενικές και καλλιεργημένες διασημότητες με τις οποίες είχα την τύχη να διασταυρωθώ και να συνομιλήσω όλα αυτά τα χρόνια. Σε πέντε συναντήσεις, ποτέ δεν με απογοήτευσε, είχε πάντα κάτι καινούργιο να δώσει. Οπως άλλωστε συμβαίνει και με τους ρόλους του, μια ενδιαφέρουσα ποικιλία ηρώων που διαρκώς ανανεώνεται. Αρκεί να ρίξεις μια ματιά στις δύο ταινίες που βρίσκονται στον κοντινό προγραμματισμό για διανομή στις αίθουσες. Εχουν αισθητές διαφορές, με μόνο κοινό σημείο ότι βασίζονται σε αληθινά γεγονότα.
Με το «Devil’s Knot» ο Ατόμ Εγκογιάν επιστρέφει σε μια υπόθεση δολοφονιών και σατανισμού που είχε συγκλονίσει την αμερικανική κοινή γνώμη στη δεκαετία του 1990, όταν οι έφηβοι Τζέσι Μισκέλι Τζούνιορ, Ντέμιεν Εκολς και Τζέισον Μπόλντουιν καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση για τη δολοφονία παιδιών. Δίπλα στη Ρις Γουίδερσπουν, η οποία υποδύεται τη μητέρα ενός εκ των θυμάτων, ο Φερθ κρατά τον ρόλο του ιδιωτικού ντετέκτιβ Ρον Λαξ που προσπάθησε να ρίξει φως σε μια υπόθεση πολύ πιο σκοτεινή απ’ όσο έδειχνε να είναι.
Αληθινή, όμως, είναι και η ιστορία πίσω από τον «Κύκλο των αναμνήσεων» («The Railway Man») του Τζόναθαν Τεπλίτσκι, όπου δίπλα στη Νικόλ Κίντμαν, που παίζει την σύζυγό του, ο Φερθ υποδύεται έναν βετεράνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο οποίος καταδιώκεται από εφιάλτες προερχόμενους από τις μαρτυρικές εμπειρίες του σε ιαπωνικό στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Σιγκαπούρη.
Οπως ο Ρον Λαξ, ο οποίος ως ιδιωτικός ερευνητής μπαίνει στην υπόθεση που ερευνά ως παρατηρητής των καταστάσεων, έτσι και ο Κόλιν Φερθ δεν είναι ένας άνθρωπος στον οποίο αρέσει να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Ψηλότερος απ’ όσο νομίζει κανείς βλέποντάς τον στην οθόνη (κοντά στα 1,90), αδύνατος, πάντα με ένα χαμόγελο ντροπαλοσύνης που του ταιριάζει γάντι ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, σου δίνει την εντύπωση ότι προτιμά την ησυχία του. Σίγουρα τα ενδιαφέροντά του είναι εκλεπτυσμένα – κάτι το οποίο μπορεί να διακρίνει κανείς και στο πλούσιο λεξιλόγιο που πάντα χρησιμοποιεί. Είναι άνθρωπος της ανάγνωσης και της ηρεμίας. Ωστόσο, δεν έχει πρόβλημα να μιλήσει και για προσωπικά του θέματα, κάτι που οι περισσότεροι αστέρες του μεγέθους του αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι.
Θυμάμαι ότι την τελευταία φορά που τον είχα δει από κοντά, στη Βενετία για την ταινία «Και ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι», η κουβέντα ήρθε κάποια στιγμή στην κινητή τηλεφωνία. Από το πουθενά, ο Φερθ άρχισε να μιλά για τη σχέση ενός από τα δυο παιδιά του με το κινητό. Ηταν πολύ εξομολογητικός, πολύ ειλικρινής. Τον προβλημάτιζε το «ακαταλαβίστικο λεξιλόγιο» ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιούν τα παιδιά, μια αργκό που ανήκει μόνο στη νέα γενιά. Παιδί ακαδημαϊκών (ο πατέρας του ήταν λέκτορας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Γουίντσεστερ και η μητέρα του καθηγήτρια Θρησκευμάτων στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), ο Φερθ είναι ένας βαθιά σπουδαγμένος ηθοποιός, με δυο χρόνια θητείας στη Δραματική Σχολή του Τσοκ Φαρμ, όπου τον ανακάλυψαν ενώ έπαιζε «Αμλετ». Δύσκολο για έναν άνθρωπο τόσο καλλιεργημένο να δεχτεί μια αργκό που και νόημα δεν βγάζει και τη γλώσσα του παραποιεί. Ωσπου ένα δημοσίευμα που διάβασε στον «Guardian» τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Ηταν ένα κείμενο της Κάρολιν Ντάφι, στο οποίο η βρετανίδα ποιήτρια υποστήριζε ότι τα μηνύματα που στέλνονται με το κινητό είναι και αυτά μια μορφή ποίησης και θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν μέθοδο διδαχής στα σχολεία. «Βρήκα υπέροχη αυτή τη σκέψη», είπε ο Φερθ, «γιατί συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει λόγος να είμαστε τόσο αυστηροί και άκαμπτοι μπροστά στους καινούργιους τρόπους επικοινωνίας, πόσω μάλλον όταν η τεχνολογία μπορεί να κάνει τα πράγματα πολύ πιο εύκολα. Ακόμη και τα μηνύματα στα κινητά είναι ένα παιχνίδι με τη γλώσσα, γιατί τελικά την επαναπροσδιορίζουν». Και παρότι ο ίδιος ήταν λάτρης του έντυπου βιβλίου, ήρθε η στιγμή που δεν έβρισκε πια λόγο να αντισταθεί στην ψηφιακή ανάγνωση, αφού μπορεί να είναι πολύ βοηθητική, πολύ γρήγορη, με μεγάλη πρόσβαση σε όλα και, κυρίως, με αυτούσιο το υλικό, που είναι το κείμενο.
Η ανάγνωση δεν είναι απλώς χόμπι, αλλά πάθος του Κόλιν Φερθ. Λειτουργεί σαν σφουγγάρι όταν συλλέγει πληροφορίες και εκνευρίζεται όταν έχει χάσει κάτι ενδιαφέρον. Αυτό συνέβη στην περίπτωση του «Devil’s Knot», μια υπόθεση για την οποία ο ηθοποιός δεν είχε ακούσει το παραμικρό ως τη στιγμή που ο Ατόμ Εγκογιάν τον πλησίασε με το σενάριο. «Θα έκανα ό,τι μου ζητούσε ο Ατόμ» είπε για τον καναδοαρμένιο σκηνοθέτη στον οποίο οφείλει πολλά γιατί ήταν ο πρώτος που «έπιασε» μια σκοτεινή πλευρά στην προσωπικότητά του και την καλλιέργησε στην ταινία «Εκεί που βρίσκεται η αλήθεια»: ο ντελικάτος τραγουδιστής με τα απότομα ξεσπάσματα βίας έπιασε στον ύπνο το κοινό που ως τότε είχε στο μυαλό του τη ρομαντική πλευρά του βρετανού ηθοποιού. Γιατί, πράγματι, ο Κόλιν Φερθ άρχισε να γίνεται μεγάλο όνομα το 1995, όταν βγήκε στον αέρα η τηλεοπτική σειρά του BBC «Περηφάνια και προκατάληψη», η καλύτερη ενδεχομένως οπτικοακουστική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος της Τζέιν Οστεν. Ο ευγενικός Ντάρσι – ρόλος τον οποίο αρχικώς ο Φερθ δεν ήθελε – τον μετέτρεψε σε ερωτική φαντασίωση εκατομμυρίων γυναικών. Συγχρόνως, όμως, έγινε σκιά του. Οταν τον Σεπτέμβριο του 2007 τον συνάντησα στη Σκόπελο, όπου γύριζε τη «Mamma Mia!», δεν έκρυψε την απέχθειά του προς την τυποποίηση, η οποία ένιωθε ότι εμμέσως είχε τις ρίζες της στον ήρωα της Οστεν. «Μου ζητούσαν διαρκώς να παίξω βρετανούς τζέντλεμαν και το πράγμα έχει καταντήσει γελοίο». Ο Φερθ τσαλάκωσε αυτή την εικόνα με το «Εκεί που βρίσκεται η αλήθεια».
Κρίσιμη καμπή στην καριέρα του ήταν ο ομοφυλόφιλος καθηγητής Τζορτζ που έπαιξε στην ταινία «Ενας άντρας μόνος» (2009), σκηνοθετικό ντεμπούτο του σχεδιαστή μόδας Τομ Φορντ. Χάρισε στον ηθοποιό την πρώτη υποψηφιότητά του για Οσκαρ (α’ ανδρικού ρόλου), αλλά και το βραβείο Volpi στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Ο ίδιος μου είχε πει στο Λονδίνο ότι εκείνο που θεώρησε πέρα από καθετί υπέροχο σχετικά με αυτή την ταινία ήταν ότι, πέραν της προβολής της στη Βενετία, δεν είχε γίνει καμία οργανωμένη προσπάθεια εμπορικής προώθησής της. «Καμία καμπάνια, δεν υπήρξαν ψίθυροι από πριν, δεν είχαμε τρελές προσδοκίες, κανένας δεν την είχε δει, κανείς δεν είχε γράψει λέξη για αυτήν, δεν υπήρχαν ενδιαφερόμενοι διανομείς και δεν υπήρχαν πωλητές. Ηταν ένα μικρό ανεξάρτητο φιλμ που παίχθηκε προς το τέλος της διοργάνωσης και… κέρδισε. Αυτό για μένα σημαίνει επιτυχία».
Στην πράξη, βέβαια, και με τους κανόνες του ανταγωνισμού, επιτυχία σημαίνει επίσης πρωτιά και ο Φερθ ήρθε πρώτος το 2010, κερδίζοντας τελικά το Οσκαρ για τον ρόλο του τραυλού βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου στον «Λόγο του βασιλιά». Αλλαξε, όμως, το Οσκαρ τη ζωή του; «Είναι δύσκολο να συνοψίσεις τις αλλαγές που έχουν επέλθει στη ζωή σου, γιατί σημείο αναφοράς σου δεν πρέπει είναι το τι είχε γίνει ώσπου να κερδίσεις το βραβείο, αλλά τι θα είχε γίνει αν δεν το είχες κερδίσει. Και κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να το μάθεις». Ο Φερθ δεν αρνείται ότι μετά το Οσκαρ στο γραφείο του έρχονται πλέον και σενάρια που αξίζουν τον κόπο. «Αν πρόκειται, όμως, να μιλήσουμε για ποσοστά, η πικρή αλήθεια είναι ότι τα πέντε κακά σενάρια που δεχόμουν μέχρι σήμερα έχουν γίνει 500 φρικτά σενάρια. Η στιγμιαία καλοτυχία μου στα Οσκαρ δεν παρήγαγε αυτομάτως 500 καλούς σεναριογράφους».
Τα «Devil’s Knot» και «The Railway Man» αναμένονται στις ελληνικές αίθουσες στις 5 Ιουνίου και 10 Ιουλίου αντίστοιχα.
*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Ιουνίου 2014



