Η οικοδόμηση της ακτής στην Αττική είναι μεγάλη ήττα της εποχής των μνημονίων. Θα τη βρούμε μπροστά μας, όταν όλες οι ακρογιαλιές θα έχουν γίνει deck αποθεώνοντας την αισθητική του φραπόγαλου και τα πολυόροφα κτήρια θα παραπέμπουν σε Ντουμπάι. Με αυτήν την προοπτική αξίζει να αναδείξουμε μια προσπάθεια που πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων, δηλαδή απασχόλησε μόνον τα μέσα ενημέρωσης των «τριών βήτα», όπως χαϊδευτικά ονομάζονται οι δήμοι Βουλιαγμένης, Βάρης, Βάρκιζας.
Στο Καβούρι λοιπόν διασώθηκε η παράκτια περιοχή και αναπλάστηκε από τον Σπύρο Πανά, ο οποίος ανέλαβε χρέη δημάρχου όταν αποχώρησε από τα καθήκοντά του ο Γρηγόρης Κασιδόκωστας. Ο Πανάς δεν είναι κομματικός, είναι απλά ταγμένος στην περιοχή του. Εμπλέκεται στην τοπική αυτοδιοίκηση εδώ και μια εικοσαετία χωρίς να έχει τη στήριξη μηχανισμών. Πέρα από τα προφανή έργα (του τύπου «έχω ένα οικόπεδο, θα χτίσω σχολείο») προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάπτυξη και τη προστασία του περιβάλλοντος.
Η ανάπλαση στο Καβούρι έγινε παράλληλα με την αρχαιολογική έρευνα και αποκάλυψη του μεγαλύτερου σωζόμενου αρχαίου αμαξιτού δρόμου. Ο αρχαίος δρόμος εξυπηρετούσε από τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο. Οι μεγάλες πέτρες ήταν το βασικό δομικό υλικό και υπήρχαν σε αφθονία στην περιοχή. Ο δρόμος οδηγούσε σε περιοχή της ακτής όπου στην αρχαιότητα, κατά την εκτίμηση του εμπειρογνώμονα σε θέματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Δήμου Χρήστου Διονυσόπουλου, υπήρχε λιμάνι και μάλιστα διπλό, όπως δείχνει η σωζόμενη στη θάλασσα απόληξη του αρχαίου προβλήτα, του οποίου ένα μέρος μόνον προβάλλει σήμερα ως νησίδα, λόγω της ανόδου της στάθμης της θαλάσσης.
Η διάσωση του αρχαίου δρόμου και η ανάπλαση δεν δείχνουν από μόνα τους τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται ο Σπύρος Πανάς. Για την ανάπλαση έλαβε χρηματοδότηση ΕΣΠΑ, για να φυτέψει δέντρα, να βάλει παγκάκια, να φωτίσει την περιοχή και τα λοιπά και τα λοιπά. Για τον αρχαίο αμαξιτό δρόμο και την ανασκαφή προβλέφθηκαν 30.000 ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό ενώ το όλο πακέτο ανασκαφής και αποκατάστασης ανέρχεται στις 100.000 . Ο δήμαρχος λοιπόν αναζήτησε ιδιώτη για να ολοκληρωθεί το έργο. Ο εφοπλιστής Θανάσης Μαρτίνος ανέλαβε εν τέλει το κόστος και το έργο προχώρησε.
Αυτό που καταλαβαίνουμε λοιπόν είναι ότι ο Σπύρος Πανάς προσαρμόστηκε στα δεδομένα του δήμου 3Β. Ξέρει ότι κάτοικοι της περιοχής μπορούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη για το δημόσιο όφελος και τους το ζητεί. Ξέρει επίσης ότι περιττεύουν εκεί κάποια προγράμματα που θα ήταν ευπρόσδεκτα σε γειτονιές χαμηλών εισοδημάτων (δεν αναλώθηκε σε παροχές δωρεάν άθλησης ή κοινωνικής πρόνοιας). Ο Σπύρος Πανάς λοιπόν πολιτεύεται με τον δικό του τρόπο και όπως απαιτούν οι περιστάσεις. Ευτυχώς έχει την πρόθεση να διαφυλάξει αυτό το όμορφο κομμάτι του αττικού τοπίου.



