Την περασμένη Παρασκευή πραγματοποιήθηκε το ετήσιο μνημόσυνο του Κωνσταντίνου Καραμανλή ο οποίος πέρα από τη γενικότερη προσφορά του στον τόπο κατόρθωσε, παρά τις τότε σοβαρές αντιδράσεις, να εντάξει τη χώρα στην ΕΟΚ. Χάρη λοιπόν σε αυτόν μέσα σε 15 ημέρες από σήμερα ψηφίζουμε για την ανάδειξη των ελλήνων ευρωβουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην πιο κρίσιμη ίσως στιγμή της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Καθώς η πρωτοφανής οικονομική κρίση αντί να οδηγήσει στην αντιμετώπισή της μέσα από μια πολιτική αλληλεγγύης και σύγκλισης ανέδειξε, αντιθέτως, την ατελή αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, δίνοντας τροφή στις δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού και του λαϊκισμού που απειλούν τώρα να το τινάξουν στον αέρα. Λογικό λοιπόν θα ήταν κάτω από τις συνθήκες αυτές οι προεκλογικές αντιπαραθέσεις στη χώρα μας, όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες εκτός της δικής μας, να εστιασθούν στο ερώτημα για το πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί το σημερινό τεράστιο ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν συνέβαλε όμως μόνο στην ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας αλλά έμεινε στην Ιστορία και για την περίφημη φράση που σε μια στιγμή απελπισίας, κατά τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης του 1989, διετύπωσε καταγγέλλοντας ότι «η χώρα έχει μεταβληθεί σε ένα απέραντο φρενοκομείο». Διερωτάται λοιπόν κανείς τι θα έλεγε σήμερα αν έβλεπε τις πολιτικές ηγεσίες των κομμάτων να διαπληκτίζονται εν όψει των ευρωεκλογών επί παντός επιστητού, πλην των ευρωπαϊκών προβλημάτων. Ο αρχηγός του ΠαΣοΚ μάλιστα, ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο οποίος χαρακτήρισε το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών εκλογών ως δημοψήφισμα για την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία, είπε ότι θα αποσυρθεί το κόμμα του από την κυβέρνηση αν καταψηφισθεί. Με ποια λογική όμως, όταν για την επιλογή της κυβέρνησης ψηφίζουμε κάθε τέσσερα χρόνια στις βουλευτικές εκλογές ενώ στις ευρωεκλογές απλώς επιλέγουμε τους βουλευτές που θα μας εκπροσωπήσουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο; Και άρα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για την επιλογή μας άλλα κριτήρια πέρα από τις κομματικές μας προτιμήσεις. Οπως συμβαίνει άλλωστε και για τις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Δεν είναι λοιπόν παράλογο ένας κυβερνητικός εταίρος να θέτει θέμα κυβερνητικής σταθερότητας για μια εκλογή της οποίας ο στόχος είναι άλλος; Δεν αντιλαμβάνεται ότι έτσι αυτοϋπονομεύει την κυβέρνηση στην οποία ανήκει, παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι της αντιπολίτευσης; Οταν μάλιστα πρόκειται για μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να συνεννοηθεί ούτε για τους πάγκους στις λαϊκές αγορές. Κρέμεται δηλαδή από μια κλωστή, τη στιγμή που η κυβερνητική σταθερότητα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να βγει η χώρα επιτέλους από την οικονομική κρίση. Οπως δεν έχει νόημα και η ανακίνηση, κάτω από τις σημερινές συνθήκες πολιτικής έντασης και τεχνητής πόλωσης, της συνταγματικής μεταρρύθμισης η οποία απαιτεί μια γενικότερη συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων. Εκτός αν το όλο εγχείρημα αποτελεί απλώς ένα προεκλογικό πυροτέχνημα, χωρίς συνέχεια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ