Margaret MacMillanThe War That Ended Peace: The Road to 1914
Εκδόσεις Random House, 2013,
σελ. 784, τιμή 25 ευρώ
Το περιστατικό συνέβη στο Βερολίνο τον Μάιο του 1913, στο περιθώριο μιας βασιλικής γαμήλιας τελετής, και είναι κάπως κωμικοτραγικό. Πρωταγωνιστούν τρεις αυτοκράτορες, τρεις γαλαζοαίματοι εξάδελφοι. Ο βασιλιάς Γεώργιος Ε’ του Ηνωμένου Βασιλείου προσπαθεί να μιλήσει ιδιαιτέρως με τον τσάρο Νικόλαο Β’ της Ρωσίας αλλά ο κάιζερ Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας έχει στήσει αφτί και τους κατασκοπεύει!
Ο τελευταίος δεν αντέχει για πολύ και αργότερα αρχίζει να κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο στον Γεώργιο, να τον επικρίνει για τη συνεργασία του «με το ξεπεσμένο έθνος των Γάλλων και μια μισοβάρβαρη χώρα όπως η Ρωσία». Ο Γουλιέλμος πίστευε ότι τα λόγια του έπιαναν τόπο, ότι οι οργίλες επισημάνσεις του μπορούσαν ενδεχομένως να επηρεάσουν τον Γεώργιο αλλά έκανε λάθος.
Ως και το 1907 βεβαίως Βρετανοί και Ρώσοι, όπως αναφέρει ένας διπλωματικός ακόλουθος της εποχής, «θεωρούσαν οι μεν τους δε ψεύτες και κλέφτες». Η ατμόσφαιρα πάντως είναι ενδεικτική αυτής της παράξενης περιόδου: συμμαχίες αμυντικού χαρακτήρα επί της ουσίας, αμοιβαία καχυποψία, παρακινδυνευμένη επιθετικότητα, αστόχαστη απρονοησία.
Το επόμενο έτος η δολοφονία του αρχιδούκα και διαδόχου του θρόνου των Αψβούργων Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο πυροδοτεί τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918). «Μία από τις ελάσσονες τραγωδίες του καλοκαιριού του 1914 ήταν ότι σκοτώνοντάς τον οι σέρβοι εθνικιστές έβγαλαν από τη μέση τον μοναδικό ίσως άνδρα που θα μπορούσε να αποτρέψει την είσοδο της Αυστροουγγαρίας στον πόλεμο» γράφει στο νέο της εντυπωσιακό βιβλίο η 70χρονη ιστορικός Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και δισεγγονή του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ.
Μετά το «Paris 1919: Six Months That Changed the World» («Παρίσι 1919: Οι έξι μήνες που άλλαξαν τον κόσμο») για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και τις συνέπειες του «Μεγάλου Πολέμου», το οποίο εκδόθηκε το 2003, διερευνά τώρα τις απαρχές του στο «The War That Ended Peace: The Road to 1914» («Ο πόλεμος που τερμάτισε την ειρήνη: Ο δρόμος προς το 1914») με αφορμή τη συμπλήρωση το 2014 ενός αιώνα από την έναρξή του.
Το «μεγάλο σφαγείο»
Η συμφωνία των επιστημόνων ως προς το μέγεθος της καταστροφής που επέφερε το «μεγάλο σφαγείο του εικοστού αιώνα» είναι προφανώς ευρύτατη. Τούτη την εβδομάδα μάλιστα ο Αντουάν Προστ, με άρθρο του που δημοσιεύθηκε στο τελευταίο τεύχος του «Complete Cambridge History of the First World War», αναθεώρησε προς τα επάνω –κατά 1 εκατομμύριο συγκεκριμένα –τον αριθμό των στρατιωτών που έχασαν τη ζωή τους κατά την επίμαχη περίοδο. Δεν περιορίστηκε μονάχα στα χαρακώματα και στις συρράξεις. Οι επίσημες ως σήμερα καταγραφές, υποστηρίζει ο γάλλος ιστορικός, δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν τους στρατιώτες που πέθαναν από αρρώστιες ή κατέληξαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων.
Με μια πιο εξελιγμένη μέθοδο συνεκτίμησης επομένως οι ανθρώπινες απώλειες συνολικά προσεγγίζουν τα 10 εκατομμύρια ψυχές, όπως συμπεραίνει ο ίδιος.
Οι ιστορικοί ανέκαθεν διαφωνούσαν και πιθανότατα θα εξακολουθήσουν να το κάνουν, όπως διαβλέπει η Μακ Μίλαν, αναφορικά με τις αιτίες που έσυραν την Ευρώπη στο φοβερό αυτό αιματοκύλισμα που στοιχειώνει ακόμη την ιστορία και τα χώματά της –στο γραφικό Πέιο της Βόρειας Ιταλίας, επί παραδείγματι, κάθε φορά που λιώνουν οι αλπικοί παγετώνες όλο και κάποια μουμιοποιημένα κουφάρια στρατιωτών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανακαλύπτονται και ύστερα κηδεύονται κανονικά από τους κατοίκους της περιοχής.
Ως και το 1960 στην ιστοριογραφία δεν ήταν τόσο στερεά η αντίληψη ότι η Γερμανία έφερε ακέραια την ευθύνη για το μακελειό ή ότι εκείνη βαρυνόταν αποκλειστικά με την «ενοχή» αυτού του πολέμου. Το 1961 όμως ο γερμανός ιστορικός Φραντς Φίσερ εξέδωσε το έργο «Griff nach der Weltmacht» (στην αγγλική γλώσσα κυκλοφόρησε το 1967 υπό τον τίτλο «Germany’s Aims in the First World War») και άλλαξε τα δεδομένα. Υποστήριξε, αναδιφώντας επίσημα αρχεία και πολεμικά σχέδια, ότι η Γερμανία προκάλεσε σκόπιμα τη σύγκρουση επειδή προσέβλεπε στην εδαφική της επέκταση (ζωτικός χώρος) και επειδή πρωταρχικός στόχος της ήταν η οικονομική ηγεμονία (τουλάχιστον) στη Γηραιά Ηπειρο –επιπλέον το γερμανικό κατεστημένο έψαχνε και μια καλή ευκαιρία να αποτελειώσει τους εγχώριους σοσιαλιστές.
Πολυφωνία για τα αίτια
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η προσέγγιση του Φίσερ κατέστη η αγαπημένη, όπως γίνεται ευκόλως κατανοητό, μεταξύ των ιστορικών κυρίως στον αγγλοσαξονικό κόσμο. Σήμερα παρατηρείται μια πολυφωνία ως προς τα αίτια του Μεγάλου Πολέμου μεταξύ των ερευνητών, ακόμη και στην πλέον πρόσφατη βιβλιογραφία: ο Μαξ Χάστινγκς συμφωνεί απολύτως με τον Φίσερ και ρίχνει το ανάθεμα στη Γερμανία, ο Σον Μακ Μίκιν υποστηρίζει ότι η Ρωσία έφταιγε περισσότερο, ο Νάιαλ Φέργκιουσον υποδεικνύει με ένταση τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ο Κρίστοφερ Κλαρκ δείχνει πώς η Ευρώπη «υπνοβάτησε» επί της ουσίας προς τον πόλεμο, επιμερίζοντας με προσοχή τις ευθύνες.
Οι περισσότεροι πάντως συμφωνούν, της ΜακΜίλαν συμπεριλαμβανομένης, ότι η «θέση Φίσερ» είναι μάλλον υπερβολική, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζεται ο ρόλος της Γερμανίας. Οπως γράφει η ίδια, είναι πιο πειστική μια εξήγηση που συμπεριλαμβάνει «την παρανοϊκή αποφασιστικότητα της Αυστροουγγαρίας να αφανίσει ολοσχερώς τη Σερβία το 1914, την απόφαση της Γερμανίας να στηρίξει αυτή την επιλογή της συμμάχου της μέχρις εσχάτων και την ανυπομονησία της Ρωσίας να κινητοποιηθεί, να επέμβει».
Γιατί απέτυχε η ειρήνη
Η Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, σε πρόσφατη συνέντευξή της στους «New York Times», δήλωσε ότι η εργασία της κομίζει στην όλη προβληματική κάτι άλλο. «Σε ό,τι αφορά τη δική μου συμβολή σε αυτή τη διαμάχη, λέω μονάχα πως θέτω ένα διαφορετικό ερώτημα: Γιατί απέτυχε η ειρήνη; Η Ευρώπη είχε βιώσει μια πρωτόφαντη περίοδο γενικευμένης ειρήνης μεταξύ του 1815 και του 1914, και υπήρχαν μάλιστα ισχυρές δυνάμεις που ήθελαν τη διατήρησή της. Επιπλέον δρούσε τότε ένα σημαντικότατο διεθνές κίνημα υπέρ της ειρήνης και οι κυβερνήσεις προοδευτικά εξοικειώνονταν με την προοπτική να διευθετήσουν τις αντιδικίες με αυτόν ακριβώς τον τρόπο».
Το 1900, μας υπενθυμίζει η συγγραφέας μεταφέροντάς μας στην ανέμελη επικράτεια της Διεθνούς Εκθέσεως των Παρισίων, οι Ευρωπαίοι είχαν κάθε λόγο να νιώθουν ικανοποιημένοι με το πρόσφατο παρελθόν και να βλέπουν με αισιοδοξία το μέλλον. Η τριακονταετία που είχε μεσολαβήσει από το 1870 –και τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο –είχε εκτινάξει την παραγωγή και είχε αυξήσει τον πλούτο, είχε μεταμορφώσει την κοινωνία και είχε αλλάξει προς το καλύτερο την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Τα τρόφιμα ήταν καλύτερης ποιότητας και φθηνότερα. Είχαν επιτευχθεί μεγάλες βελτιώσεις στον τομέα της υγιεινής και της ιατρικής. Οι επικοινωνίες ήταν γρηγορότερες.
Το ερώτημα της Μακ Μίλαν αναδύεται από τη γλαφυρότατη αφήγησή της κάπως επιτακτικά: Γιατί θέλησε η Ευρώπη να πετάξει τόση πρόοδο στα αζήτητα της Ιστορίας; Χωρίς να παραβλέπει μεταξύ άλλων τη διπλωματική αναδιάταξη της Ευρώπης (Αντάντ – Κεντρικές Δυνάμεις), τις κούρσες των εξοπλισμών και άτεγκτα πολεμικά σχέδια, τον οικονομικό και εμπορικό ανταγωνισμό, τον ιμπεριαλισμό και την αποικιοκρατία, τους εθνικισμούς αλλά και τις εσωτερικές διαιρέσεις σε κάθε χώρα, η απάντηση που δίδει η Μακ Μίλαν στο ερώτημα είναι ότι η εξέλιξη της ανοιχτής σύγκρουσης, που οξύνθηκε πάνω-κάτω στη διάρκεια ενός μήνα, ήταν εν πολλοίς αποτέλεσμα επιλογών, λανθασμένων μάλιστα επιλογών, μιας εντυπωσιακά μικρής ομάδας ανθρώπων που έσπρωξαν την Ευρώπη στον γκρεμό –ως τότε λειτουργούσε αποτρεπτικά η λεγόμενη «ακροσφαλής πολιτική».
Η στάση των ηγεσιών
Τα πορτρέτα των εστεμμένων και των πολιτικών, των διπλωματών και των ανώτατων αξιωματικών του στρατού που μας παραδίδει η ιστορικός είναι ολοζώντανα, δίνουν σάρκα και οστά στις ίδιες τους τις χώρες πάνω σε αυτή την αιματοβαμμένη και φλεγόμενη σκακιέρα. Πάντως «είναι εύκολο να σηκώσει κανείς τα χέρια ψηλά και να πει ότι ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν αναπόφευκτος» υπογραμμίζει η ίδια στη συνέντευξή της, «πλην όμως μια τέτοια αντίληψη είναι επικίνδυνη, ειδικότερα σε μια εποχή όπως η δική μας, η οποία, τηρουμένων ορισμένων και όχι όλων των αναλογιών, μοιάζει με εκείνα τα χαμένα χρόνια πριν από το 1914».
Αποφαίνεται, αναλογιζόμενη τις κατώτερες των περιστάσεων ηγεσίες, ότι «ελάχιστα πράγματα στην Ιστορία είναι αναπόφευκτα». Μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι «πάντοτε υπάρχουν επιλογές» και επιπλέον παράγοντες που διαμορφώνουν υπογείως τις καταστάσεις, όπως η ενδεδυμένη από άκρατο μιλιταρισμό έννοια της «τιμής» (ή της «περηφάνιας») που ασκούσε εκπληκτική επιρροή στην κατά τόπους αναδυόμενη τότε «κοινή γνώμη».
Σε κάθε περίπτωση, συνέχισε η Μάργκαρετ ΜακΜίλαν, «δεν μπορείς να καταλάβεις τους ηγέτες χωρίς να έχεις κατανοήσει προηγουμένως τον περίγυρο και τις ιδέες τους, τις αξίες και τις προκαταλήψεις τους. Ο κοινωνικός δαρβινισμός, επί παραδείγματι, προέκυψε –λανθασμένα, όπως γνωρίζουμε σήμερα –από την εξελικτική βιολογία, προέτρεπε τους Ευρωπαίους να θεωρούν ότι τα έθνη ήταν διακριτά είδη, όπως ακριβώς στον φυσικό κόσμο, δεσμευμένα σε μια ατέρμονη μάχη επιβίωσης». Υπό μια τέτοια έννοια ο πόλεμος, είπε η ίδια, ήταν πέρα από αναπόφευκτος και λυτρωτικός, καθαρτικός.
Από την άλλη μεριά, οι ηγέτες που έπρεπε να λάβουν τις μεγάλες αποφάσεις ήταν ανθρώπινα όντα με τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και αισθήματα. Το καλοκαίρι του 1914 ο γερμανός καγκελάριος Τέομπαλντ φον Μπέτμαν-Χόλβεγκ είχε μόλις χάσει την πολυαγαπημένη του σύζυγο. «Μήπως αυτό τον έκανε περισσότερο απαισιόδοξο και λιγότερο ανθεκτικό στα καλέσματα του πολέμου;» διερωτήθηκε.
Συμπερασματικά τα άτομα, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η ΜακΜίλαν έχει χαρακτηριστεί από κάποιους ακόμη και «παλιομοδίτισσα» ιστορικός. Στην πραγματικότητα η συζήτηση αυτή είναι παραπλανητική. Η ΜακΜίλαν μετατρέπει την Ιστορία σε κάτι ελκυστικό και συναρπαστικό, πράγμα διόλου συνηθισμένο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



