«Όσο ήμουν ακόμη στο Πακιστάν, φοβόμουν. Αλλά όταν έφθασα στην Ελλάδα, πήρα πολλή αγάπη. Είναι λίγοι αυτοί που Είναι φασίστες. Θέλω να σας παρακαλέσω, για το καλύτερο όνομα της Ελλάδας, να τους σβήσετε. Να τους τελειώσετε. Και να ζήσουν εν ειρήνη όσοι μετανάστες βρίσκονται εδώ».
Ο Καντίμ Χουσεΐν, πατέρας του δολοφονημένου Σαχζάτ Λουκμάν, ταξίδεψε από το Πακιστάν μαζί με τη σύζυγό του για να καταθέσει (με τη συνδρομή διερμηνέα) τελικά σήμερα, Τετάρτη, ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας, με κατηγορουμένους -για ανθρωποκτονία από πρόθεση- τον Χρήστο Στεργιόπουλο και τον Δημήτρη Λιακόπουλο.
Με δάκρυα, τόσο ο ίδιος όσο και η γυναίκα του, σκιαγράφησαν το -ήπιο και φιλήσυχο- προφίλ του γιου τους, περιγράφοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Σαχζάτ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του.
«Για να μπορέσει να φύγει πήραμε δάνειο 650.000 ρουπίες (σ.σ. 6.000-6.500 ευρώ, όταν το μεροκάματο με 12 ώρες δουλειάς αγγίζει τα 80 ευρώ), δανειστήκαμε και από συγγενείς, και φίλους. Δούλευε στην αρχή ηλεκτροσυγκολλητής, μετά πουλούσε πορτοκάλια στη λαϊκή, για να μας βοηθάει οικονομικά, για τις καθημερινές ανάγκες μας και την αποπληρωμή του δανείου. Σηκωνόταν χαράματα, στις 3.00 το πρωί, και δούλευε ως τις 4.00 το απόγευμα. Συγκατοικούσε με τον ξάδελφό του και άλλους έξι-επτά σε σπίτι στο Περιστέρι. Δεν μπλεκόταν σε καβγάδες, ήταν φοβητσιάρης. Πιστεύω απόλυτα ότι τον σκότωσαν γιατί ήταν μετανάστης. Σίγουρα βγήκαν έξω με μαχαίρι για να σκοτώσουν…».
«Δεν ήξερα την Ελλάδα μέχρι να έλθει εδώ το παιδί μου. Την ημέρα του φόνου φορούσε ένα φυλαχτό· του το είχε δώσει ένας δερβίσης για να ‘ναι καλότυχος, να ‘χει τύχη στη δουλειά» είπε χαρακτηριστικά σε ένα άλλο σημείο της κατάθεσής του.
Μικροεπεισόδιο και νομικό μπρα-ντε-φερ
Στην κατάμεστη αίθουσα του Δικαστηρίου, παρουσία ισχυρής αστυνομικής δύναμης, σε κλίμα φόρτισης (και με μικροεπεισόδιο), η μητέρα του άτυχου Πακιστανού άρχισε την κατάθεσή της με τη φράση «μου κόψανε κομμάτια την καρδιά μου. Να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι βάσει του νόμου, όσο πιο σκληρά γίνεται. Μου είχε πει το παιδί μου ότι τα πράγματα στην Ελλάδα δεν πάνε καλά, φοβόταν τις επιθέσεις σε ξένους, αλλά δεν ήθελε να γυρίσει πίσω έως ότου ξοφλήσει το δάνειο και παντρέψει τις αδελφές του».
Εκτός από τους τραγικούς γονείς, στη δίκη κατέθεσαν αστυνομικοί καθώς και η αρραβωνιαστικιά του Διονύση Λιακόπουλου, αλβανικής καταγωγής, η οποία ουδέποτε -όπως είπε- διαπίστωσε ρατσιστική συμπεριφορά από πλευράς του.
Η κατάθεσή της ήλθε να επισφραγίσει άλλωστε το μπρα-ντε-φερ που διεξάγεται ανάμεσα στην υπεράσπιση των κατηγορουμένων και τους συνηγόρους πολιτικής αγωγής ως προς την ύπαρξη ρατσιστικού κινήτρου στην επίθεση –το οποίο εν τούτοις μπορεί να αναδειχθεί μόνον κατά την ακροαματική διαδικασία όπως τόνισε ο κ. Δημήτρης Ζώτος, εις εκ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής.
Σε σχετική δήλωση, δια των συνηγόρων του κκ. Εμμανουήλ-Μηνά Σταύρου και Αντώνιου Φούσα, προέβη ο Χρ. Στεργιόπουλος επαναλαμβάνοντας: «Δεν είχα και δεν έχω καμία απολύτως σχέση με οποιαδήποτε εγκληματική οργάνωση, ούτε και με το κόμμα της Χρυσής Αυγής, με τις αρχές και τις ενέργειες, και ιδίως με την πολιτική πρακτική της οποίας διαφωνώ πλήρως. […] Εξάλλου, το αδίκημα για το οποίο δικαζόμαστε, όπως από την πρώτη στιγμή υποστηρίζουμε, ήταν της στιγμής και όχι προσχεδιασμένο».



