Μια νέα διεθνής μελέτης συνδέει έναν διαλύτη που χρησιμοποιείται στη βιομηχανία με εμφάνιση της νόσου του Πάρκινσον. Ο λόγος για το τριχλωροαιθυλένιο (TCE) το οποίο επί μακρόν αποτελούσε «συστατικό» σε πλήθος προϊόντων όπως τα χρώματα, οι κόλλες, τα καθαριστικά χαλιών, τα διαλύματα που χρησιμοποιούνται στο στεγνό καθάρισμα κ.ά. Από τη δεκαετία του 1970 οι περισσότερες χρήσεις του TCE απαγορεύθηκαν ανά τον κόσμο καθώς το χημικό συνδέθηκε με τοξικότητα. Ωστόσο το χημικό συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως απολιπαντικό.
Η καινούργια μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό «Annals of Neurology» βασίστηκε σε ανάλυση 99 ζευγών διδύμων που επελέγησαν από αμερικανικά αρχεία δεδομένων. Στα ζεύγη αυτά ο ένας δίδυμος είχε εμφανίσει Πάρκινσον ενώ ο δεύτερος όχι.
Ελεγχος σε έξι διαλύτες
Οι ερευνητές από ινστιτούτα στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Γερμανία και στην Αργεντινή θέλησαν να εξετάσουν την επίδραση έξι διαφορετικών διαλυτών, συμπεριλαμβανομένου του TCE, στην υγεία του ανθρώπινου νευρικού συστήματος.
Επέλεξαν διδύμους καθώς μοιράζονται πολλά κοινά γενετικά χαρακτηριστικά. Ετσι, σύμφωνα με τους ειδικούς αποτελούν μια καλύτερη και ασφαλέστερη ομάδα ελέγχου.
Στους διδύμους ζητήθηκε να αναφέρουν το ιστορικό τους σε ό,τι αφορούσε την εργασία τους καθώς και τα χόμπι τους. Οι επιστήμονες προσπάθησαν μέσα από αυτές τις ερωτήσεις να υπολογίσουν την πιθανή έκθεση των εθελοντών σε βιομηχανικούς διαλύτες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, εμφανίστηκε εξαπλάσια αύξηση του κινδύνου εμφάνισης νόσου του Πάρκινσον στους εθελοντές που είχαν εκτεθεί στον χώρο εργασίας τους σε TCE σε σύγκριση με τους υπολοίπους.
Τα ευρήματα αυτά αποτελούν, σύμφωνα με τους ερευνητές, τα πρώτα που δείχνουν «σημαντική σύνδεση» μεταξύ της έκθεσης σε TCE και της νόσου του Πάρκινσον.
Αλλοι δύο «ένοχοι»
Αλλοι δύο από τους συνολικά έξι διαλύτες που μελετήθηκαν – περχλωροαιθυλένιο (PERC) και τετραχλωριούχος άνθρακας (CCI4)- φάνηκε να ενοχοποιούνται για την εμφάνιση Πάρκινσον. Αντιθέτως δεν προέκυψε στατιστικά σημαντική σύνδεση μεταξύ των υπολοίπων τριών διαλυτών που μπήκαν στο «μικροσκόπιο» – τολουένιο, ξυλένιο και n-εξάνιο και της εκφυλιστικής νόσου.
«Η μελέτη μας επιβεβαιώνει ότι κοινοί περιβαλλοντικοί ρυπαντές μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης νόσου του Πάρκινσον, γεγονός που έχει σοβαρές συνέπειες για τη δημόσια υγεία» ανέφερε ο δρ Σάμιουελ Γκόλντμαν από το Ινστιτούτο για το Πάρκινσον στο Σάνιβεϊλ της Καλιφόρνιας που ήταν εκ των επικεφαλής της μελέτης και προσέθεσε: «Τα νέα ευρήματα, όπως και προηγούμενες μεμονωμένες αναφορές σχετικά με περιπτώσεις ασθενών, μαρτυρούν ότι υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο χρόνου της τάξεως έως και των 40 ετών μεταξύ της έκθεσης σε TCE και της εμφάνισης συμπτωμάτων Πάρκινσον. Το μεγάλο αυτό διάστημα παρέχει την ευκαιρία να επιβραδύνουμε τη νόσο προτού παρουσιαστούν συμπτώματα».
Εκτεταμένη ρύπανση των υπόγειων υδάτων
Σημειώνεται ότι στις ΗΠΑ η ρύπανση των υπόγειων υδάτων με TCE είναι πολύ μεγάλη – μελέτες εκτιμούν ότι ποσοστό της τάξεως του 30% του πόσιμου νερού στη χώρα είναι επιμολυσμένο με το χημικό. Το 1997 οι αρμόδιες αμερικανικές υπηρεσίες απαγόρευσαν τη χρήση του TCE ως αναισθητικού, απολυμαντικού του δέρματος αλλά και ως παράγοντα για τη δημιουργία του καφέ χωρίς καφεΐνη. Ωστόσο το χημικό χρησιμοποιείται ακόμη ως απολιπαντικό σε μεταλλικά μέρη αντικειμένων (κυρίως για απομάκρυνση του γράσου).
Στην Ευρώπη το 2001 το TCE κατηγοριοποιήθηκε ως καρκινογόνο «κατηγορίας 2» (στην κατηγορία ανήκουν τα πιθανά καρκινογόνα για τον άνθρωπο καθώς πλήθος στοιχείων σε ζώα έχει δείξει την καρκινογόνο δράση τους). Ωστόσο το χημικό συνεχίζει να χρησιμοποιείται σε κάποιες βιομηχανικές εφαρμογές.
Το PERC, όπως και το TCE, χρησιμοποιείται ως παράγοντας για το στεγνό καθάρισμα αλλά και ως απολιπαντικό. Τέλος το CCI4 χρησιμοποιείτο επί έτη ως καθαριστικό υγρό στη βιομηχανία και σε στεγνοκαθαριστήρια αλλά και ως καθαριστικό των λεκέδων στα σπίτια. Χρησιμοποιείτο επίσης σε πυροσβεστήρες αλλά και εναντίον των εντόμων. Οι περισσότερες χρήσεις του απαγορεύθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 αλλά μέχρι πιο πρόσφατα το χημικό χρησιμοποιείτο ως φυτοφάρμακο.



