Κάποιες λέξεις μάς έρχονται, δεν τις φέρνουμε. Μια από αυτές και το «υπόλοιπο». Σ΄ αυτή πάντως την υπόλοιπη επίσκεψη, το φαινομενικώς αθώο τετρασύλλαβο αποκαλύπτεται πονηρό, παίζοντας ανάμεσα στην υποθετική ελπίδα και στην πραγματική απελπισία μας. Κυρίως, επειδή δεν ξέρεις κάθε φορά αν το υπόλοιπο σηματοδοτεί αυτό που λιγοστεύει ή αυτό που περισσεύει, ή μήπως και τα δύο- αναλόγως. Οπότε ο τελικός, παρένθετος στίχος από τη νεανική «Ρίμα» του Γιώργου Σεφέρη, γραμμένη προτού ακόμη ο ποιητής πατήσει τα τριάντα, ακούγεται μάλλον ειρωνικός, ύστερα μάλιστα από την αισθησιακή δεύτερη στροφή. Αντιγράφω:
Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι/ κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις; / Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι/ και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…// (Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).
Αργότερα πάντως το νεανικό παίγνιο σοβαρεύει, κρίνοντας και από τους ώριμους στίχους στο τελευταίο μέρος της Κίχλης: Καθώς περνούν τα χρόνια/ πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν/ καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες φωνές. Οπου το τελικό υπόλοιπο δείχνει πως αυτό που περισσεύει συνάμα λιγοστεύει. Οπως ακριβώς στην πράξη της αφαίρεσης (της μόνης από τις τέσσερις της σχολικής Αριθμητικής, όπου αρμόζει κανονικά η λέξη υπόλοιπο) το ποσό που κάθε φορά περισσεύει συγχρόνως υπολείπεται. Υπάρχει βέβαια και εκείνη η τελεσίδικη ώρα, όπου το υπόλοιπο μηδενίζεται, οπότε έλλειμμα και περίσσευμα συμπίπτουν δια παντός.
Μ΄ αυτούς τους όρους συμμαζεύω σήμερα κάποια υπολειπόμενα της ποίησης του Σικελιανού, «Η κραυγή της Κύπρου» του οποίου αντήχησε στα τρία μονοτονικά του Αυγούστου. Υπόλοιπο ωστόσο παρέμεινε το ποίημα εκείνο του Σικελιανού, που η πρώτη φράση του συνεπήρε, και δικαίως, τόσο τον Νάσο Βαγενά, ώστε την πρόβαλε ως αδιαφιλονίκητη εγγύηση ποιητικής αθανασίας. Πρόκειται για την «Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα»: δίστροφο ποίημα, που ανήκει στα Ορφικά, όπου και η εμβληματική «Ιερά οδός» (περιέχεται στον Τόμο Ε΄ του Λυρικού Βίου σ. 40, στην πολύτιμη πάντα έκδοση του Γιώργου Σαββίδη). Το αντιγράφω ολόκληρο, ομολογώντας πως ήταν εξαρχής και παραμένει ανεπανάληπτο:
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι/ ο Ατζεσιβάνο. Κ΄ ήτανε η ψυχή του/ την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι. / Κι όπως κυλά, από τ΄ άδυτα του αδύτου/ των ουρανών, μες στη νυχτιά ένα αστέρι, / ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι, / έτσι απ΄ τα στήθη πέταξε η πνοή του.
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε. / Γιατί μονάχα εκείνοι π΄ αγαπάνε/ τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία, / μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι/ της ύπαρξης τους το μεγάλο αστάχυ, / που γέρνει πια με θεία αταραξία.
Τρία ακόμη «μικρότερα» υπόλοιπα της ποίησης και του βίου του Αγγελου Σικελιανού, για τα οποία έγινε λειψός υπαινιγμός στο μονοτονικό της περασμένης Κυριακής. Το ένα: με αφορμή την «Κραυγή της Κύπρου» έγραφα τις προάλλες πως αξίζει να γίνει συστηματική και δίκαιη επανεκτίμηση της εθνικής και πολιτικής εγρήγορσης του ποιητή σε δύσκολες μάλιστα και απαιτητικές εποχές, γιατί υπάρχουν πολλαπλά σήματα ζωής και ποίησης που την επιβεβαιώνουν. Ειδικότερα οι Επίνικοι Β΄ της περιόδου 1940-1946 (δεκαοκτώ τον αριθμό), όπου εξέχουν ο ιδρυτικός «Ελληνικός Νεκρόδειπνος», το αποκαλυπτικό «Αγραφον» και η κατοχική «Αντίσταση», ως ανταπόδοση στο γνωστό τετράστιχο του Παλαμά για τους ήρωες της Αλβανίας. Αντιγράφω επακριβώς:
Τα χελιδόνια του θανάτου,Σου μηνάν μιαν άνοιξη/ καινούρια,Ελλάδα, κι απ΄ τον τάφο Σου γιγάντια γέννα. / Μάταια βιγλίζει των Ρωμαίων η κουστωδία τριγύρα Σου. / Ακόμα λίγο κι ανασταίνεσαι σε νέο Εικοσιένα! Ωφέλιμη εξάλλου θα ήταν μια συγκριτική μελέτη γενικότερα για τους Επινίκους στη νεοελληνική ποίηση. Στο τόξο της εκείνο, όπου εύκολα αναγνωρίζονται αρχικά ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Βαλαωρίτης, κάπου στη μέση ο Παλαμάς, και στην οξύτερη αιχμή του ο Σικελιανός κι ο Ρίτσος.
Απόμεινε το τρίτο υπόλοιπο, που ενισχύει την ποιητική προσήλωση του Νάσου Βαγενά στην ποίηση του Αγγελου Σικελιανού. Μαρτυρημένη εξάλλου και στην τελευταία συλλογή του, υπό τον τίτλο ΣτηΝήσο των Μακάρων . Οπου οι λοξές μνημόσυνες εισφορές δικών μας και ξένων ποιητών, φαντάζουν αναφορές σε ομόλογα ποιήματα του Σικελιανού, αφιερωμένα ονομαστικά: στη Μαρία Πολυδούρη, στον Ιωάννη Συκουτρή, στον Παπαδιαμάντη, στον Μακρυγιάννη, στον Μαλακάση, στον Παλαμά, στον Βλαχογιάννη, και στον Κάλβο.
Στο μεταξύ λιγόστεψε για τα καλά κι ο φετινός ο Αύγουστος, με και χωρίς υπόλοιπο.



