Στο Στρασβούργο, προμαχώνα σήμερα της ενότητας της Ευρώπης, οι ισχυροί μιας άλλης εποχής είχαν ορκιστεί τον διαμελισμό της. Οι συσχετισμοί αυτού του είδους δεν έρχονται πρόθυμα στον νου όταν ταξιδεύει κανείς με το βιαστικό αεροπλάνο. Υπάρχει όμως ένας άλλος δρόμος, πιο αργός, όπου οι ιστορικές μνήμες ξεπηδούν ακάλεστες στη σκέψη του ταξιδιώτη. Είναι ο δρόμος του Ρήνου. Ενα κομψό, λευκό και ασυνήθιστα μακρουλό πλεούμενο σαλπάρει Σάββατο απόγευμα από τη Βασιλεία για να διανύσει κάπου 800 χιλιόμετρα και να φτάσει, μία εβδομάδα αργότερα, στο Αμστερνταμ έχοντας καταπλεύσει τον ποταμό των θρύλων και της ιστορίας, όπως τον λένε, τον πιο ευρωπαϊκό από τους ποταμούς.


Σ’ αυτόν λοιπόν τον πρώτο σταθμό του ταξιδιού στον Ρήνο, το έτος 842, δύο φράγκοι βασιλιάδες, αδελφοί, όμοσαν τον περιβόητο Ορκο του Στρασβούργου, ο οποίος, εκτός από τις κοσμογονικές πολιτικές συνέπειές του, άφησε και στους ειδικούς αφορμή για να ερίζουν κατά πόσο η διπλή εκδοχή του κειμένου του αντιπροσωπεύει την πρώτη ένδειξη για τη διαφοροποίηση της φραγκικής γλώσσας σε γαλλική και γερμανική.


Η ενωμένη Ευρώπη του Καρλομάγνου, πάππου των δύο βασιλιάδων, είχε ήδη κατακερματιστεί από τις μοιρασιές και τους πολέμους ανάμεσα στους απογόνους του. Τώρα οι δύο βασιλιάδες ορκίστηκαν να την ξαναμοιράσουν όπως ήθελαν συμμαχώντας εναντίον του αδελφού τους του αυτοκράτορα. Εναν χρόνο αργότερα του επέβαλαν τις θελήσεις τους και μία γενιά αργότερα μοιράστηκαν μεταξύ τους και το μερτικό του.


Αποτελεί ένα από τα μελαγχολικότερα ιστορικά παραδείγματα για το πόσο μακριά φτάνουν κάποτε οι συμφωνίες των ισχυρών το γεγονός ότι οι δύο δυνάμεις που αναδύθηκαν αργά, περίπλοκα και επώδυνα από τη μοιρασιά μάχονταν μεταξύ τους για ένα κομμάτι αυτού του μερτικού – και για τα θραύσματά του – επί χίλια και πλέον χρόνια, ως το 1945: για τη Λοθαριγγία, τη Λωρραίνη.


Σήμερα το πλοίο «πιάνει» στο γερμανικό Κελ και οι ταξιδιώτες διαβαίνουν με το πούλμαν τη Γέφυρα της Ευρώπης πάνω από τον Ρήνο για να περάσουν απέναντι στο γαλλικό Στρασβούργο. Από τα παράθυρα του πούλμαν περιεργάζονται εν τάχει τα αξιοθέατα, μεταξύ των οποίων και τα καθιδρύματα που θεραπεύουν την ευρωπαϊκή ιδέα, για να καταλήξουν στον καθεδρικό ναό, όπου η ξεναγός εξηγεί τα καθέκαστα και δείχνει, εκεί ψηλά, στο αριστερό παράθυρο, τον Κάρολο Μαρτέλο.


Αργότερα, έχοντας περατώσει τα επαγγελματικά της καθήκοντα, η ευγενική κυρία, υποψηφία διδάκτωρ της ιστορίας της τέχνης, δέχεται την πρόσκληση της μικρής ελληνικής ομάδας μεταξύ των ταξιδιωτών για έναν εσπρέσο κατάντικρυ στην ουρανομήκη πρόσοψη του ναού. Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω στις ιστορικές τύχες της περιοχής, στη διττή παράδοσή της (η ξεναγός αναφέρεται στη δική της γερμανική καταγωγή) και στη σημερινή ευρωπαϊκή της σύμπνοια. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ερωτάται η ξεναγός, ο καθεδρικός λειτούργησε ως καθολικός ή προτεσταντικός; Δεν θυμόταν και δικαιολογήθηκε. «Ξέρετε» είπε «το Στρασβούργο άλλαξε χέρια επτά φορές». «Πότε ήταν καλύτερα;» Η ξεναγός απάντησε με ευγενικό χαμόγελο στην πειρακτική ερώτηση.


Μολονότι από το Στρασβούργο και κάτω το ποτάμι γίνεται αποκλειστικά γερμανικό, στιγματισμένο άλλοτε με τη βαριά εθνικιστική σφραγίδα του Vater Rhein και της «φρουράς στον Ρήνο», είναι από πολλά χρόνια ένας από τους σημαντικότερους διεθνείς υδάτινους δρόμους του κόσμου, ενώ η ευρωπαϊκή σημασία του είναι κατακυρωμένη από την ιστορία πολλών αιώνων, αφότου τα βαρβαρικά φύλα το διάβηκαν τον 5ο αιώνα για να αντικαταστήσουν με τα βασίλειά τους τη γερασμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να θέσουν τα θεμέλια της Ευρώπης όπως τη γνωρίζουμε σήμερα. Στις όχθες του, καθώς και στων παραποτάμων του, οι αποφάσεις των ισχυρών έφεραν γεγονότα που σήμαναν για την Ευρώπη σπαραγμούς και προσεγγίσεις και που άλλαξαν τη μορφή της κάμποσες φορές. Κελτικές ρίζες και ρωμαϊκά θεμέλια, μεσαιωνικά κάστρα, παλάτια και καθεδρικοί ναοί συνδέουν μεταξύ τους τις πόλεις του Ρήνου, όπως τις συνδέουν και πολλές συρράξεις, και πάνω απ’ όλες η τρομερότερη που γνώρισε ποτέ η Ευρώπη, ο β´ παγκόσμιος πόλεμος, με την καταστροφή που επέφερε, κάποτε σχεδόν ολοσχερή, όπως της Κολονίας. Σήμερα όλα αυτά, μνημεία και ουλές, φαντάζουν σαν τυφλές και ανύποπτες παλινδρομήσεις προς την κατεύθυνση που έμελλε να πάρει κάποτε η Ευρώπη.


Η Χαϊδελβέργη, δεύτερος σταθμός του ταξιδιού, γλίτωσε από τις συνέπειες της τελευταίας παγκόσμιας σύρραξης χάρη στον ρομαντικό φωτοστέφανό της, όπως βεβαίωσε η νέα ξεναγός, η οποία εξιστόρησε διά μακρών αυτή την πτυχή της πόλης και την τόνισε εκτελώντας a cappella το παλιό σουξέ, όπως το είπε, «Ich habe meine Herz in Heidelberg verloren».


Στη Χαϊδελβέργη οι ταξιδιώτες έφτασαν πάλι με το πούλμαν ξεκινώντας από το Σπάιερ, στην όχθη του Ρήνου. Προσπερνώντας το Σπάιερ πρόφτασαν να ρίξουν μια φευγαλέα ματιά σε ένα τεράστιο Boeing 747 προσγειωμένο μονίμως στο γήπεδο του Τεχνικού Μουσείου της πόλης και ένα από τα πολλά εκθέματά του, μεταξύ των οποίων και το βαγκόν-λι του Ρίμπεντροπ, που αργότερα στέγασε και τον Βίλι Μπραντ, αλλά και ένα Antonov ΑΝ-22. Το εσωτερικό των μεγάλων εκθεμάτων, περιλαμβανομένου και του υποβρυχίου, είναι επισκέψιμο, με εισιτήριο.


Το Σπάιερ, που φιλοξενεί αυτό το τέμενος της πολυεθνικής τεχνολογίας, συνδέεται σημαδιακά με μία από τις βαθύτερες διαιρέσεις που έζησε η Ευρώπη. Το 1529 ο αυτοκράτορας Κάρολος Ε´ ανακάλεσε από εκεί προγενέστερα ανεξίθρησκα μέτρα και κήρυξε παράνομη κάθε αλλαγή στα θρησκευτικά πράγματα. Εναντίον αυτής της ανάκλησης οι ηγεμόνες και οι πόλεις που είχαν προσχωρήσει στη Μεταρρύθμιση υπέγραψαν μια Protestatio, διαμαρτυρία, και έτσι ο προτεσταντισμός απέκτησε όνομα.


Στον Μέσο Ρήνο το γαλήνιο και καθησυχαστικό τοπίο, με τις χαμηλές δασωμένες όχθες, το διαδέχεται μείγμα απειλής και ειδυλλίου. Το πρωινό είναι κρυστάλλινα λαγαρό και το ποτάμι στενεύει κυλώντας φιδογυριστό ανάμεσα στις απότομες και κατάφυτες με αμπέλια πλαγιές των βουνών τις σπαρμένες με κάστρα. Την κατάλληλη στιγμή, στο ωραιότερο τμήμα του ποταμού, ακούγεται απαλό το τραγούδι της Λορελάι καθώς το πλοίο σκίζει τα πράσινα νερά κάτω από τον βράχο της.


Το Κάστρο του Μάρκσμπουργκ, όπου έφερε τους ταξιδιώτες σύντομη αλλά κοπιαστική ανάβαση, σώζεται ανέπαφο, καθ’ ότι ουδέποτε εκπορθήθηκε, και κατά τούτο είναι πραγματικό αξιοθέατο. Κατά την παράδοση, στο παρεκκλήσιο του Αγίου Μάρκου που έδωσε στο κάστρο το όνομά του κατέφυγε διωκόμενος από τον γιο του ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ´ την εποχή όπου η διαμάχη του με τον πάπα, η λεγόμενη Εριδα της Περιβολής, είχε διχάσει την Ευρώπη. Το πλοίο ωστόσο είχε αφήσει πίσω του, χωρίς να σταματήσει, τη Βορμς, με τα «θυμητάρια» της από τους Νιμπελούνγκεν και με την πλούσια ιστορική πορεία της, όπου ο διώκτης γιος, αυτοκράτορας Ερρίκος Ε´ πλέον, υπέγραψε με τον πάπα το περίφημο συμβιβαστικό κονκορδάτο για να επανέλθει η ενότητα στην ταραγμένη επικράτειά του και όπου αργότερα ο Λούθηρος κλήθηκε ενώπιον της αυτοκρατορικής Δίαιτας και αρνήθηκε να ανακαλέσει τις επαναστατικές ιδέες του που έμελλε να διχάσουν την Ευρώπη.


Ο ιστορικός ρεμβασμός δεν φαίνεται να ήταν το πρωτεύον κριτήριο των διοργανωτών του ταξιδιού στην επιλογή των σταθμών του. Πρυτάνευσαν μάλλον ο καταναλωτισμός, όπως στην επιλογή του κομψού Ντύσελντορφ, και πριν από αυτό η προώθηση των γερμανικών κρασιών, με την επίσκεψη σε οινοπαραγωγικά κέντρα όπως το Κόχεμ στον Μοζέλα, όπου οι ταξιδιώτες έφτασαν με το πούλμαν ακολουθώντας την όχθη του μεγαλύτερου παραπόταμου του Ρήνου και έχοντας ξεκινήσει από το Κόμπλεντς, σημείο συνάντησης των δύο ποταμών.


Η επίσκεψη στον Μοζέλα δεν περιέλαβε το Τριρ, νοτιότερα, μία ακόμη πόλη με σημασία για την ιστορία της Ευρώπης, την Augusta Treverorum των Ρωμαίων, τους Τρεβήρους, από όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος κυβέρνησε το μερτικό του της κομματιασμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προτού την ενώσει υπό το σκήπτρο του και όπου αργότερα εξόρισε τον Μέγα Αθανάσιο, τον φλογερό πολέμιο του αρειανισμού, κατά «την πρώτην μεγάλην εμφύλιον του χριστιανισμού έριν» όπως τη λέει ο Παπαρρηγόπουλος. Στους νεότερους χρόνους εκεί γεννήθηκε – κυριολεκτικά – ένα ακόμη κακορρίζικο σχέδιο ενότητας και αδελφοσύνης, όχι μόνο ευρωπαϊκής αυτό αλλά παγκόσμιας: το Τριρ υπήρξε η γενέτειρα του Καρόλου Μαρξ.


Ο ξεναγός, ασφαλώς πατριώτης και προφανώς πότης, αφιέρωσε τη διαδρομή προς το Κόχεμ, δύο ώρες πηγαινέλα, αποκλειστικά σχεδόν στην εξύμνηση των κρασιών του Μοζέλα, με πλήθος βαρετές πληροφορίες και συχνές αναφορές στις ανταγωνίστριες οινοπαραγωγούς χώρες όλου του κόσμου. Η πρώτη αναφορά που ενδιέφερε την ελληνική ομάδα δεν ήταν ιδιαίτερα κομψή. Για τον αμπελουργό που θέλει να αντικαταστήσει τα φυτά του ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγεί από τα παλιά είναι, λέει, να αγοράσει κατσίκες από την Ελλάδα. Θυμηδία στο πούλμαν. Η δεύτερη αναφορά όμως, λίγο αργότερα, ήταν αυτόχρημα προσβλητική. «Οσο για τα ελληνικά κρασιά, δεν λογαριάζονται». Το εθνικό φιλότιμο – αλλά και η απλή αλήθεια – δεν μπορούσε να το ανεχθεί αυτό. Του έγινε η σχετική παρατήρηση. Ο άνθρωπος, ανύποπτος για την παρουσία Ελλήνων, ταράχτηκε και προσπάθησε να δικαιολογηθεί: δεν εννοούσε την ποιότητα αλλά τις μικρές ποσότητες, τις περιορισμένες εξαγωγές και τα τοιαύτα. Αν είναι έτσι, του υποδείχτηκε, άλλη φορά να το διευκρινίζει και να προσθέτει ότι τα ελληνικά κρασιά, παρά τις μικρές τους ποσότητες, είναι τα νοστιμότερα του κόσμου. Υπερβολική ίσως στον πατριωτισμό της η υπόδειξη, ήταν ωστόσο εδραιωμένη τουλάχιστον σε σχέση με τα ντόπια κρασιά όσα δοκίμασαν οι ταξιδιώτες εκείνη την εβδομάδα.


Σε ένα οργανωμένο και ομαδικό ταξίδι στον Ρήνο ο ταξιδιώτης ο επιρρεπής στις ιστορικές λεπτομέρειες και στον συναισθηματικό τους αντίκτυπο δεν μπορεί να μη βασανίζεται από ανεκπλήρωτες επιθυμίες καθώς διαπιστώνει επανειλημμένα πόσο διαφέρουν τα κριτήριά του από των διοργανωτών. Οταν λόγου χάρη το πλοίο αφήνει πίσω του τη Βόννη χωρίς να σταματήσει, ο ταξιδιώτης αυτός μπορεί να εκλάβει ως σοβαρή παράλειψη το ότι του στέρησαν την ευκαιρία για έναν σύντομο έστω περίπατο στην πόλη. Οχι μόνο για την αρχαία ιστορική σημασία της και για τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισε επί μισόν αιώνα ως πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας και νευραλγικό κέντρο του λεγόμενου γερμανικού θαύματος μετά τον β´ παγκόσμιο πόλεμο αλλά και επειδή εκεί βρίσκεται το σπίτι του Μπετόβεν. Το μικρό αυτό μουσείο με τα χαμηλοτάβανα δωμάτια, που ανακαλούν στη σκέψη το μικρό ανάστημα του συνθέτη, είναι μάλλον φτωχό σε προσωπικά αναμνηστικά του. Ανάμεσά τους όμως υπάρχει ένα πραγματικά συγκλονιστικό: το ακουστικό κέρας με το οποίο ο Μπετόβεν πάσχιζε να πολεμήσει την κώφωσή του. Δεν είναι μάλιστα ένα αλλά ολόκληρη σειρά, από μικρούτσικα ως πολύ μεγάλα: το μέγεθός τους αυξανόταν μαζί με την πάθηση. Τα θλιβερά αυτά σύνεργα, δεν μπορεί να μην το σκεφτεί κανείς, συνέβαλαν στη δημιουργία μερικών από τα σπουδαιότερα μνημεία στην ιστορία της μουσικής.


Η ζωντάνια της Κολονίας, επόμενου σταθμού, αμιλλάται την έλλειψη χάρης, για την οποία ωστόσο ευθύνεται ο β´ παγκόσμιος πόλεμος. Η Colonia Agrippinensis των Ρωμαίων, η αρχαιότερη βάση τους στον Ρήνο και αργότερα η σημαντικότερη πόλη της Γερμανίας, είναι σήμερα μια σύγχρονη πόλη. Από τις καταστροφές που έφερε ο πόλεμος γλίτωσε ουσιαστικά μόνο ο υπερμεγέθης καθεδρικός ναός της, που χτιζόταν επί 600 και πλέον χρόνια, με σοβαρές ζημιές και αυτός, που απαίτησαν μακροχρόνιες επισκευές για να ξαναβρεί την αρχική μορφή του το μνημείο, το μεγαλύτερο γοτθικό οικοδόμημα δυτικά των Αλπεων.


Η ασχήμια που ακολουθεί, τεράστια εργοστάσια παραταγμένα στην όχθη, ξεπερνιέται ίσως εύκολα από αισθητική άποψη καθώς αποτελεί μικρή λεπτομέρεια που γρήγορα καταπνίγεται μέσα στη γενικότερη πολλήν ομορφιά του τοπίου. Αλλά οι μονάδες αυτές, από τις μεγαλύτερες και οικονομικά ευρωστότερες του κόσμου, έχουν δημιουργήσει οξύ πρόβλημα ρύπανσης σε αυτό το σημείο του ποταμού.


Οταν ο Ρήνος μπαίνει στο ολλανδικό έδαφος, για να διακλαδωθεί πιο κάτω και να αλλάξει ακόμη και όνομα, ο πρώτος σταθμός είναι το συμπαθητικό Αρνεμ. Δύσκολα πιστεύει κανείς ότι αυτή η ειρηνική πόλη υπήρξε θέατρο πολυαίμακτης σύγκρουσης κατά τον β´ παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι Σύμμαχοι επιχείρησαν – χωρίς επιτυχία – να καταλάβουν τη γέφυρά της ώστε να μην προλάβουν να την ανατινάξουν τα γερμανικά στρατεύματα. Το Αρνεμ στα περίχωρά του έχει να επιδείξει το περικαλλές Het Loo (σημαίνει «το ξέφωτο» ή κάτι τέτοιο), κυνηγετικό περίπτερο αρχικά και κατόπιν θερινή κατοικία των βασιλέων του Οίκου της Οράγγης.


Η πεδιάδα που διασχίζει ο Ρήνος μετά το συναρπαστικό μεσαίο κομμάτι του είναι επίσης γαλήνια, αν και μονότονη για μεγάλο διάστημα, και οδηγεί στο Αμστερνταμ, τελικό προορισμό του ταξιδιού, το τόσο αξιαγάπητο μέσα στην ασυναρτησία του. Το πρώτο που μαθαίνει κανείς ανοίγοντας τον οδηγό της πόλης – και ακούγεται σχεδόν σαν καυχησιά ύστερα από τέτοια διαδρομή – είναι ότι το Αμστερνταμ δεν διαθέτει ούτε ένα ρωμαϊκό ερείπιο ούτε ίχνος από Καρλομάγνο ούτε καν μία ρωμανική εκκλησία ή καθεδρικό ναό: είναι τόσο νεαρό, μόλις 700 χρόνων και κάτι. Εχει όμως τα δικά του μνημεία και τη δική του ζωή, και αυτά τα δύο συνδυασμένα το προικίζουν με τον ξεχωριστό, πικάντικο χαρακτήρα του. Στο μελίρρυτο όργανο της απέριττης και επιβλητικής Oude Kerk, της παλιάς εκκλησίας, της αρχαιότερης και μεγαλύτερης του Αμστερνταμ, αμερικανός μουσικός παίζει υπέροχα μια partita του Μπαχ και άλλα. Παίρνει να σουρουπώνει όταν τελειώνει το ρεσιτάλ και ο γοητευμένος ταξιδιώτης-ακροατής βγαίνει στο φως που λιγοστεύει και ανακαλύπτει εμβρόντητος ότι ο σεπτός ναός είναι ασφυκτικά ζωσμένος από τη συνοικία των κόκκινων φαναριών, με τα κορίτσια ένα γύρω να εκθέτουν το εμπόρευμά τους και τους υποψήφιους πελάτες να κάνουν τα παζάρια τους. Αυτά τα παζάρια φέρνουν στον νου μιαν άλλη καυχησιά του Αμστερνταμ, ότι δεν το ίδρυσαν βασιλιάδες ούτε ευγενείς αλλά έμποροι, οι ίδιοι προφανώς που αργότερα το έμπασαν στη Χανσεατική Ενωση, τον πρόγονο της ΕΟΚ.