Ποικίλες ερμηνείες και πληθώρα ερωτημάτων έφερε στο πολιτικό προσκήνιο ο καταιγισμός των πολιτικών ερευνών που ενέσκηψε το τελευταίο διάστημα λόγω επελθόντος θέρους, αλλά και του στησίματος της κάλπης που προβάλλει στον κοντινό ορίζοντα.


Σε διάστημα δύο εβδομάδων είδαν το φως της δημοσιότητας επτά διαφορετικές δημοσκοπήσεις με λίγες «σταθερές» για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και πολλές «μεταβλητές» για τις προθέσεις του εκλογικού σώματος.


Ξεκινώντας από τις «σταθερές», διαπιστώνουμε τρία στοιχεία στα οποία συμπίπτουν


– στην πλειονότητά τους – οι αλλεπάλληλες αυτές έρευνες: Πρώτον, η ΝΔ και ο κ. Κ. Καραμανλής διατηρούν το εκλογικό προβάδισμα. Δεύτερον, το ΠαΣοΚ και ο κ. Γ. Παπανδρέου βελτιώνουν τη θέση τους. Και τρίτον, η κοινή γνώμη έχει μέχρι στιγμής την τάση να στείλει πέντε κόμματα στην επόμενη Βουλή.


Από εκεί και ύστερα όμως το… χάος, αφού βασικά ερωτήματα όπως επί παραδείγματι το ενδεχόμενο αυτοδύναμης κυβέρνησης και πολύ περισσότερο το εύρος μιας πιθανής αυτοδυναμίας παραμένουν ζητούμενα. Και αυτό διότι ακόμη και σε βασικά μεγέθη όπως η πρόθεση ψήφου ή η καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις.


Στις τέσσερις από τις επτά έρευνες η προσεχής εκλογική αναμέτρηση προδικάζεται ως «ντέρμπι», αφού το προβάδισμα της ΝΔ (από 0,2% ως 1%) θεωρείται μικρό και αναστρέψιμο. Σε άλλες δύο δημοσκοπήσεις εξάλλου, που είναι μεγαλύτερη η απόσταση (2,2% και 2,3%), οι ίδιες εταιρείες διαπιστώνουν «κλείσιμο της ψαλίδας» σε σχέση με δικές τους προηγούμενες έρευνες όπως και διπλάσια κέρδη του ΠαΣοΚ στις αμφίδρομες μετακινήσεις παλαιότερων ψηφοφόρων από και προς το κυβερνών κόμμα.


Αντιθέτως η VPRC η οποία ακολουθεί διαφορετική μεθοδολογία και παγίως δημοσιεύει εκτίμηση αποτελέσματος, διέγνωσε ανάκαμψη της ΝΔ και αύξηση (από 3,5% σε 4%) της διαφοράς από την αξιωματική αντιπολίτευση. Με την έπαρση ότι προέβλεψαν εγκύρως το αποτέλεσμα του 2004, οι ιθύνοντες της εν λόγω εταιρείας επιμένουν στην πρόβλεψη για άνετη επικράτηση της ΝΔ, δίνοντάς της ποσοστά μεγαλύτερα ακόμη και από αυτά που προέκυψαν από τις δικές τους αναλύσεις επί των πραγματικών αποτελεσμάτων των περυσινών νομαρχιακών εκλογών.


Ανάλογη είναι η εικόνα και ως προς την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία, όπου παρά τη γενική διαπίστωση περί της ενίσχυσης του ηγετικού προφίλ του κ. Παπανδρέου η διαφορά του με τον κ. Καραμανλή κυμαίνεται ανάμεσα στις 7 (MRB) και στις 23 (VPRC) εκατοστιαίες μονάδες.


Αξιοσημείωτες αποκλίσεις διαπιστώνονται και ως προς την προτίμηση των ψηφοφόρων προς τα μικρότερα κόμματα, αν και εδώ υπάρχει η δικαιολογία ότι στα μικρά μεγέθη είναι πολύ δύσκολη η ακρίβεια στη διάγνωση των τάσεων.


Ενδεικτικό των αντιφατικών ευρημάτων είναι τέλος και το εξής: Στην πρόσφατη δημοσκόπηση της Metron τo 47,7% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προτιμάει να προκύψει από τις επόμενες εκλογές αυτοδύναμη κυβέρνηση, ενώ το 47,3% επιθυμεί κυβέρνηση συνεργασίας. Την ίδια ώρα σύμφωνα με τη RASS, μόλις το 25,4% δηλώνει ότι «θα μπορούσαν η ΝΔ και το ΠαΣοΚ να συνυπάρξουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας», ενώ το 73,9% διατυπώνει αρνητική εκτίμηση, με τους ψηφοφόρους των δύο μεγαλύτερων κομμάτων να είναι πιο αρνητικοί από το σύνολο του δείγματος.


Αν λοιπόν υπάρχει τόσο αρνητική προδιάθεση για το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης των δύο κομμάτων εξουσίας, όπως τη βρήκε η RASS, τότε πώς μπορεί να εξηγηθεί η αυξημένη επιθυμία της κοινής γνώμης υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, όπως διαπίστωσε η Metron;


Είναι δυνατόν όλοι αυτοί να εγκρίνουν τη συγκυβέρνηση ενός μεγάλου με ένα μικρότερο κόμμα και να ενοχλούνται από τη συγκυβέρνηση μόνο των δύο «μεγάλων»; Δύσκολο, αν και όχι τόσο απίθανο διότι, όπως συνομολογεί η πλειονότητα των ειδικών, σε κάθε έρευνα της κοινής γνώμης – και κυρίως στα λεγόμενα «ποιοτικά στοιχεία» τους – πέραν της αξιοπιστίας της ίδιας της εταιρείας σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τόσο η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος όσο και η σαφήνεια στη διατύπωση των ερωτημάτων, από την οποία πρέπει να προκύπτει πότε ο ερωτώμενος εκφράζει πρόθεση και πότε εκτίμηση.