Υστερα από 65 χρόνια στο «ταμπλό» της Σοφοκλέους, η Ελαΐς ΑΕ -μία από τις παλαιότερες και τις πιο δυναμικές βιομηχανίες στην Ελλάδα -άρχισε την αντίστροφη πορεία για την απομάκρυνση των μετοχών της από το ελληνικό χρηματιστήριο. Τα τελευταία 22 χρόνια η ελαιουργία ανήκει στον πολυεθνικό αγγλο-ολλανδικών συμφερόντων όμιλο Unilever και η προαναφερόμενη απόφαση υπαγορεύεται από τη διεθνή στρατηγική του ομίλου. Η Unilever, η μητρική εταιρεία του ομίλου, είναι εισηγμένη σε δύο διεθνή χρηματιστήρια και όπως ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα, δεν θεωρεί σκόπιμο οι θυγατρικές της να είναι επίσης εισηγμένες. Εξάλλου η μετοχή της Ελαΐδος είναι από εκείνες που έχουν εξαιρετικά χαμηλή εμπορευσιμότητα και τα στελέχη της εταιρείας έχουν «ξεχάσει» πότε χρησιμοποιήθηκε το ΧΑ για άντληση κεφαλαίων. Ανήκει σε έναν όμιλο που δεν του λείπουν κεφάλαια. Μάλιστα για την απόκτηση των μετοχών της διασποράς πρόκειται να διαθέσει περίπου 100 εκατ. ευρώ.


Η Ελαΐς ΑΕ, μία από τις κορυφαίες εταιρείες του κλάδου των τροφίμων, άρχισε την ιστορία της στις 5 Ιανουαρίου 1920, όταν έξι επιχειρηματίες της εποχής (Μελ. Γκιόκας, Χαρ. Μαυρειδόπουλος, Γ. Ευγενειάδης, Αρ. Μακρής, Πολ. Γεωργόπουλος και Στ. Σταυρής), εκ των οποίων οι δύο επαγγέλλονταν «βιομήχανοι», ο ένας ήταν φαρμακοποιός και οι δύο μηχανικοί, ίδρυσαν την ετερόρρυθμο εταιρεία Αριστοτέλης Μακρής και Σία Ελληνική Βιομηχανική Εταιρεία Ελαιουργικών Επιχειρήσεων, έχοντας ως διακριτικό τίτλο την επωνυμία «Ελαΐς» και με εταιρικό κεφάλαιο 225.000 δραχμές. Τρεις μήνες αργότερα στους μετόχους εντάχθηκε ο εφοπλιστής Π. Κωνσταντινίδης και στο τέλος του χρόνου συμμετείχε και ο επίσης εφοπλιστής Π. Σβολάκης. Τον ίδιο χρόνο δημιουργήθηκαν στην περιοχή Καραϊσκάκη του Δήμου Πειραιώς οι εγκαταστάσεις, καθώς και σπορελαιουργείο δυναμικότητας 200 τόνων ελαιοσπόρων μηνιαίως, με 17 εργαζομένους. Οι δύσκολες συνθήκες του ελληνικού Μεσοπολέμου γρήγορα οδήγησαν την εταιρεία, εν μέρει τουλάχιστον, σε «άλλα χέρια». Το 1932 η Τράπεζα Χίου έγινε ο δεύτερος μεγαλομέτοχος.


* Η περίοδος της Κατοχής


Στις 26 Φεβρουαρίου 1941, λίγους μήνες προτού καταλάβουν οι Γερμανοί την Ελλάδα, οι μετοχές της εταιρείας εισήχθησαν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, με αρχική αξία 1.025 δραχμές ανά μετοχή. Την επένδυση για την παραγωγή υδρογόνου (που εκείνη την περίοδο είχε αποκτήσει η επιχείρηση) η διοίκηση της εταιρείας πήρε την απόφαση να την αχρηστεύσει, επειδή ενδιέφερε άμεσα τις δυνάμεις Κατοχής.


Η νέα μεταπολεμική πορεία της Ελαΐδος άρχισε ουσιαστικά στις 27 Μαΐου 1946, οπότε έγινε η πρώτη γενική συνέλευση της εταιρείας μετά την απελευθέρωση. Το 1947 ήταν ίσως η πιο σημαδιακή χρονιά στην ιστορία της. Τότε έκανε την εμφάνισή του στην αγορά το γνωστό «Βιτάμ», που από τις πρώτες ημέρες σημείωσε εντυπωσιακή επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο δύο από τους μετόχους, οι Αρ. Μακρής και Χαρ. Μαυρειδόπουλος, απεβίωσαν. Η εταιρεία σε ολόκληρη τη διάρκεια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης ακολούθησε ανάλογη πορεία. Αναδιοργανώθηκε, εκσυγχρονίστηκε, διεύρυνε την γκάμα των προϊόντων που παρήγε και από το 1950 ως και το 1960 όλες οι οικονομικές της χρήσεις ήταν κερδοφόρες.


Το φθινόπωρο του 1961 ο πρόεδρος της εταιρείας Β. Μελάς ανακοίνωσε στο προσωπικό ότι εν όψει του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας αποφάσισε να συνεργαστεί με την πολυεθνική εταιρεία Unilever Ν.V. Πράγματι τον επόμενο χρόνο υπεγράφη η σύμβαση μεταξύ Unilever και Ελαΐδος και με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εκχωρήθηκε στον νέο εταίρο το 20% του μετοχικού της κεφαλαίου, με τίμημα 25.380.000 δραχμές.


* Η άνοδος του πληθωρισμού


Το 1970, συμπληρώνοντας 50 χρόνια λειτουργίας, η εταιρεία παρουσίασε τα υψηλότερα κέρδη στην ιστορία της, ενώ η συμμετοχή της Unilever από 20% αυξήθηκε σε 45%. Η νέα όμως οικονομική κρίση που «εγκαινιάστηκε» με την αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου και συνακόλουθα με την άνοδο του πληθωρισμού δεν άφησε ανεπηρέαστη την εξέλιξη της επιχείρησης. Τούτο συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η νέα «περιπέτεια» άρχισε ουσιαστικά το 1979, με την εφαρμογή συγκεκριμένων αντιπληθωριστικών μέτρων και η αύξηση των τιμών ήταν μικρότερη από την αύξηση του κόστους παραγωγής. Ετσι το 1982 η Unilever απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας Ελαΐς ΑΕ, ενώ από το 1984 άρχισε να δραστηριοποιείται και στον εισαγωγικό τομέα, φέρνοντας στην ελληνική αγορά προϊόντα του μητρικού ομίλου.


Το 1986 πρόεδρος της επιχείρησης ανέλαβε ο Κ. Πινότσης και αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο Λ. Μελάς. Το 1990 ο Λ. Μελάς απεβίωσε και στη θέση του ανέλαβε ο Γ. Καραγιώργος (ο οποίος απεβίωσε το 1996). Από το 1997 πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε ο κ. Σπ. Δεσύλλας και στη συνέχεια ο κ. Γρ. Αντωνιάδης.


Το 1991 η εταιρεία προχώρησε σε μια επένδυση που αυτοχρηματοδοτούνταν και δημιούργησε μονάδα φυσικού εξευγενισμού, βελτιώνοντας την ποιότητα των προϊόντων της και μειώνοντας παράλληλα το κόστος παραγωγής τους. Στα τέλη του 1998 απέκτησε από την εταιρεία Κίκιζας ΑΒΕΕ τα προϊόντα ντομάτας με την επωνυμία Pumaro και Πελαργός, καθώς και το εργοστάσιο παραγωγής τους στη Γαστούνη του Νομού Ηλείας έναντι 11,8 δισ. δραχμών. Λίγο αργότερα εξαγόρασε και τα προϊόντα ντομάτας της βιομηχανίας ζυμαρικών Στέλλα ΑΕ αντί 398 εκατ. δραχμών.