Από τα ασφάλτινα γήπεδα της Νίκαιας στα ευρωπαϊκά παρκέ με τη φανέλα του Αρη και από το ταπεινό συνεργείο για μηχανάκια και ποδήλατα του πατέρα του στην κορυφή της Ευρώπης, το 1987 και το 2005, και του κόσμου ελπίζουμε σήμερα. Η καριέρα του Παναγιώτη Γιαννάκη ή, σωστότερα, η πορεία του σε τούτη τη ζωή μοιάζει με παραμύθι, που μάλιστα έχει και… δράκο, έναν ρόλο τον οποίο ερμηνεύει με ιδιαίτερη επιτυχία την τελευταία τριακονταετία ο ίδιος.
Ο «Δράκος» του ελληνικού μπάσκετ θυμίζει με την καριέρα του τη ρήση του Τζέσε Οουενς. «Κάθε άνθρωπος οφείλει να έχει ένα όνειρο και να προσπαθεί πάντα να το ακολουθεί» είχε πει ο αμερικανός τετράκις χρυσός ολυμπιονίκης το 1936 στο Βερολίνο. Και ο κ. Γιαννάκης κάνει πράξη τα λόγια του Οουενς, με τη μόνη διαφορά ότι αφού πρώτα καταφέρει να πραγματοποιήσει το ένα όνειρο, στη συνέχεια βάζει πλώρη για το επόμενο. Και ποτέ δεν σταματά…
Γεννημένος την Πρωτοχρονιά του 1959, ο προπονητής της εθνικής ομάδας μπάσκετ ευτύχησε να γνωρίσει τη ζωή με την ορθή σειρά: από τα χαμηλά στα ψηλά. Το πέμπτο αγόρι του Δημήτρη και της Καλλιόπης, του μηχανικού μοτοσικλετών και της υφάντριας από τη Νίκαια, άφησε νωρίς το ποδόσφαιρο στις αλάνες για να ασχοληθεί με την πορτοκαλί μπάλα, με προτροπή του τότε προπονητή της παιδικής ομάδας του Ιωνικού Νικαίας, Βύρωνα Κρίθαρη, το 1971. Ενα εικοσάρικο για να βγάλει φωτογραφίες για το δελτίο του ήταν η πρώτη «αμοιβή» του.
Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε η πρόσκληση στην Εθνική ανδρών από τον αμερικανό τότε ομοσπονδιακό τεχνικό Ρίτσαρντ Ντουκσάιρ και άλλα τόσα αργότερα η πρώτη μεγάλη παράσταση των «Διόσκουρων» που σημάδεψαν με την παρουσία τους το ελληνικό μπάσκετ. Τον Ιανουάριο του 1981 το υποτυπώδες ταμπλό γράφει Ιωνικός Νικαίας – Αρης 113-114 και η στατιστική: Γιαννάκης 73 πόντοι, Γκάλης 62. «Εμείς θέλαμε απλώς να αποδείξουμε ότι υπάρχουμε κόντρα στην ομάδα που είχε στις τάξεις της την ατραξιόν του ελληνικού μπάσκετ» θα θυμηθεί αργότερα ο «Δράκος» για εκείνο το ματς.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς έρχεται το ταξίδι στις ΗΠΑ. Ο Γιαννάκης συγκρούεται με τον Ιωνικό που δεν θέλει να του δώσει μεταγραφή και ταξιδεύει με την προτροπή του Ντουκσάιρ στη Βοστώνη για να δοκιμαστεί από τους Σέλτικς. Εκεί παθαίνει ολική ρήξη πρόσθιου χιαστού, χειρουργείται και ο γιατρός της ομάδας της Βοστώνης τού δηλώνει ότι δεν πρόκειται να παίξει ξανά μπάσκετ. Ο μαχητής γεννιέται εκείνη τη στιγμή και η αυταπάρνηση του Γιαννάκη, μαζί με την ατέλειωτη δουλειά στο γυμναστήριο, δυναμώνει τους υπόλοιπους μυς, σε σημείο ο «Δράκος» να αγωνίζεται σε υψηλότατο επίπεδο για 15 χρόνια δίχως πρόσθιο χιαστό!
Ακολουθεί η μεταγραφή στον Αρη, η συνύπαρξη με τον Γκάλη – «σκότωσα το “εγώ” μου ως παίκτης για να συνυπάρχουμε αρμονικά με τον Νικ» θα εξομολογηθεί αργότερα -, οι βραδιές της Πέμπτης με τις ευρωπαϊκές μάχες και το θαύμα του 1987 με το χρυσό της Ελλάδας στο Ευρωμπάσκετ. Ο πολεμιστής Γιαννάκης αφήνει το δικό του στίγμα στο ελληνικό μπάσκετ: τρώει κατακέφαλα την αγκωνιά του θηριώδους σοβιετικού σέντερ Βλαντιμίρ Τκατσένκο, αλλά σηκώνεται και συνεχίζει, βουτάει στο παρκέ να σώσει μια χαμένη μπάλα, σηκώνει τα χέρια ψηλά για να ξεσηκώσει τον κόσμο, σημειώνει το νικητήριο τρίποντο για τον Αρη και φωνάζει στους οπαδούς του ΠΑΟΚ «με λένε Παναγιώτη Γιαννάκη», κλαίει όταν η ομάδα του χάνει ή μόλις νιώσει ότι αδικείται.
Το κεφάλαιο Αρης κλείνει μέσα στην ανυποληψία, ακολουθεί το πέρασμα από τον Πανιώνιο, δίπλα στον Φάνη Χριστοδούλου – «το μεγαλύτερο αυθεντικό ταλέντο του ελληνικού μπάσκετ», όπως έχει σχολιάσει για τον «Μπέμπη» – και ο Παναθηναϊκός με το Πρωτάθλημα Ευρώπης το 1996 στο Παρίσι – το μοναδικό τρόπαιο που έλειπε από τη συλλογή του.
Το ίδιο καλοκαίρι, στις 2 Αυγούστου 1996, μετά τον αγώνα με τη Βραζιλία για το ολυμπιακό τουρνουά της Ατλάντας, «πεθαίνει» ο παίκτης και «γεννιέται» ο προπονητής της Εθνικής – έστω και αν η επίσημη ανακοίνωση ήρθε δύο μήνες αργότερα (15 Οκτωβρίου 1996) στο γραφείο των επιχειρήσεων του ισχυρού άνδρα της ΕΟΚ Γιώργου Βασιλακόπουλου. Τρία χρόνια αργότερα, στο ίδιο γραφείο, έπειτα από δύο τέταρτες θέσεις ης Εθνικής (Ευρωμπάσκετ 1997, Μουντομπάσκετ 1998), ο κ. Γιαννάκης υποβάλλει την παραίτησή του, με τη στάμπα του «αποτυχημένου» να τον ακολουθεί. Δεν απαντά, πεισμώνει και συνεχίζει. Αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία του Πανιωνίου (2001-2002) και στη συνέχεια του Αμαρουσίου (2002 ως εφέτος), το οποίο οδηγεί στο κλαμπ των μεγάλων ομάδων του ελληνικού μπάσκετ.
Το 2004 έρχεται η ώρα για την… εκδίκηση του «Δράκου». Ο κ. Γιαννάκης επιστρέφει στην εθνική ομάδα, την οδηγεί στην 5η θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και από εκεί στην εκτόξευση: στην κορυφή της Ευρώπης στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου το 2005 και εφέτος στην κορυφή του κόσμου στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας. Τα χρόνια που μεγαλουργούσε στα παρκέ ως παίκτης, οι αντίπαλοι οπαδοί τού φώναζαν ρυθμικά «κλάψε, κλάψε» λόγω του πάθους με το οποίο ζούσε το παιχνίδι. Σήμερα, ως ομοσπονδιακός τεχνικός πια, ο κ. Γιαννάκης μάς έχει αναγκάσει όλους να κλαίμε. Από συγκίνηση για τα κατορθώματα των «παιδιών» του…
* Οι τίτλοι του ως παίκτη
* 1 Κύπελλο Πρωταθλητριών (Παναθηναϊκός, 1996)
* 1 Κύπελλο Κυπελλούχων (Αρης, 1993)
* 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος (Αρης, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991)
* 7 Κύπελλα Ελλάδος (Αρης, 1985, 1987, 1988, 1989, 1990, 1992 – Παναθηναϊκός, 1996)
* 1 Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Εφήβων (Ιωνικός Νικαίας, 1977)
* Συμμετοχή σε πέντε φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών (Αρης, 1988, 1989, 1990 – Παναθηναϊκός, 1995, 1996) και σε έναν ημιτελικό του Κυπέλλου Κόρατς (Αρης, 1985).
* Η διαδρομή του με το εθνόσημο
Ντεμπούτο: 12 Σεπτεμβρίου 1976, Θεσσαλονίκη, τουρνουά «Δημήτρια», Ελλάδα – Τσεχοσλοβακία 82-71 (0 πόντοι)
Φινάλε: 2 Αυγούστου 1996, Ατλάντα, Ολυμπιακοί Αγώνες, Ελλάδα – Βραζιλία 91-72 (3 πόντοι)
Συμμετοχές: 351 (ρεκόρ Ευρώπης)
Πόντοι: 5.282 (ρεκόρ Ελλάδας)
Ατομικό ρεκόρ πόντων: 38 (Ελλάδα – Βραζιλία 94-97, 19 Αυγούστου 1990, Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, Μπουένος Αϊρες).
* Στο τιμόνι της Εθνικής
1997: 4η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Βαρκελώνης
1998: 4η θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας
2004: 5η θέση στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας
2005: 1η θέση στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Βελιγραδίου
2006: Τελικός στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ιαπωνίας
Η προπονητική φιλοσοφία του
«Είμαι ένας απλός στρατιώτης της Εθνικής».
«Μία πάσα κάνει δύο ευτυχισμένους».
«Τα μεγάλα έργα επιτυγχάνονται όχι μόνο με τη δύναμη, αλλά και με την επιμονή».
«Μόνο όταν είσαι πρόθυμος να περάσεις τα όρια μπορείς να γίνεις νικητής».
«Δεν έχει τόση σημασία να κερδίζεις το πρωτάθλημα, αλλά σε ποιο πρωτάθλημα παίζεις».
«Η μόνη διέξοδος της ομάδας είναι να είμαστε αυτό που είμαστε και να γίνουμε αυτό που μπορούμε να γίνουμε».
«Οι παίκτες είναι σαν τους ηθοποιούς. Για παράδειγμα, η πρόκληση για τον Μπραντ Πιτ είναι να παίξει τον άσχημο».
«Το ταξίδι μόλις ξεκίνησε, με οδηγό αυτό το Ευρωπαϊκό» (2005).



