Κάθε βιβλίο που, έστω και για τους λάθος λόγους, συγκεντρώνει την κοινή προσοχή και, ως εκ τούτου, πολλές και λεπτομερείς παρατηρήσεις και σχόλια μπορεί να θεωρείται τυχερό. Με την έννοια αυτή, αν οι συγγραφείς του λάβουν υπόψη τους – όπως νομίζω ότι έγινε στην περίπτωση της Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού – τις πιο χρήσιμες από αυτές, θα καταλήξει να είναι ένα ακόμη καλύτερο βιβλίο. Μιλάμε πάντοτε για παρατηρήσεις που έχουν σχέση με την επιστήμη της ιστορίας και όχι με το δημοφιλέστερο σπορ της πατριδοκαπηλίας.


Από όλες τις άλλες απόψεις, όμως, τόσο το βιβλίο όσο και η συγγραφική ομάδα ατύχησαν. Πρώτον, διότι εν μέσω των ανοησιών περί «Κρυφού Σχολείου» και Αγίας Λαύρας, δεν συζητήθηκαν, παρά ελάχιστα, οι νέες (για την Ελλάδα) αντιλήψεις που εισάγονται στη διδακτική του μαθήματος: η μείωση της ύλης της πολιτικής ιστορίας προς όφελος της κοινωνικής, η λειτουργικότητα του εικονογραφικού μέρους, η διαθεματικότητα, ο προγραμματικός αποκλεισμός της απομνημόνευσης, και τόσα άλλα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός νηφάλιου, γόνιμου, και απολύτως απαραίτητου διαλόγου. Το δεύτερο, για να περιοριστούμε σε αυτά τα δύο, είναι οι προσωπικές επιθέσεις και δημόσιες απειλές που δέχθηκε η Μαρία Ρεπούση. Επιθέσεις μίσους αλλά και χυδαιότητας ενίοτε (το είδαμε και στην περίπτωση της Εύας Στεφανή), τόσο από τους παραδοσιακούς επαγγελματίες πατριώτες της Δεξιάς και την Εκκλησία, όσο και από τους νέας (σχετικώς) εσοδείας αριστεροδεξιούς εθνικόφρονες.


Ο κ. Γιάννης Γιαννουλόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.