Επρεπε να περάσουν σχεδόν οκτώ χρόνια από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου για να τερματίσει την πορεία του ένα χαρακτηριστικό δημιούργημά του: ο δικτάτορας του Ζαΐρ Μομπούτου. Κυβέρνησε τυραννικά τη χώρα τα τελευταία 32 χρόνια παίζοντας το παιχνίδι των μεγάλων δυνάμεων και εκμεταλλευόμενος τον απέραντο φυσικό πλούτο του Ζαΐρ για να δημιουργήσει μια τεράστια προσωπική περιουσία, την ίδια στιγμή όπου ο λαός του ζούσε μέσα στην εξαθλίωση. Ο πανέξυπνος αξιωματικός του ζαϊρινού στρατού εκμεταλλεύθηκε τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης στην Κεντρική Αφρική, στηρίχθηκε στον φόβο της Ουάσιγκτον για επέλαση των «Κόκκινων» στη Μαύρη Ηπειρο και, με συμπαραστάτη τους Γάλλους πρώην αποικιοκράτες, έστησε μια τεραστίων διαστάσεων οικογενειακή επιχείρηση, μεταβάλλοντας το κράτος σε προσωπικό τσιφλίκι του.


Η άνοδος του Μομπούτου στην εξουσία συμπίπτει με την ανεξαρτησία του Ζαΐρ το 1960. Ως τότε η χώρα ήταν βελγική αποικία. Το 1882, ύστερα από την ανακάλυψή της από τον Στάνλεϊ, ο βασιλιάς Λεοπόλδος ο Β’ ίδρυσε τη «Διεθνή Ενωση του Κονγκό» και τρία χρόνια αργότερα, το 1885, το Συνέδριο του Βερολίνου αναγνώρισε την ύπαρξη του «Ελεύθερου Κράτους του Κονγκό», το οποίο μόνο «ελεύθερο» δεν ήταν: ανήκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του βέλγου μονάρχη. Το 1908 η χώρα έγινε επίσημα αποικία του Βελγίου με το όνομα «Βελγικό Κονγκό» και πρωτεύουσα τη Λεοπολντβίλ (Πόλη του Λεοπόλδου). Με τον αέρα της ανεξαρτησίας που άρχισε να φυσάει στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το Κονγκό ήταν από τις πρώτες χώρες που ζήτησαν την κατάργηση της αποικιοκρατίας. Στις 30 Ιουνίου του 1960 η χώρα κηρύχθηκε ανεξάρτητη και την εξουσία ανέλαβε ο πρόεδρος Ζοζέφ Καζαβούμπου με πρωθυπουργό τον Πατρίς Λουμούμπα.


Οι Βέλγοι έφυγαν αφήνοντας πίσω τους ένα χάος και μια χώρα χωρίς καμία ουσιαστική υποδομή, πράγμα αρκετά συνηθισμένο για γαλλικές και βελγικές αποικίες. Σε αντίθεση με τους Βρετανούς, που φρόντιζαν να εφαρμόσουν στις αποικίες τους το δικό τους άψογο διοικητικό σύστημα, οι Γάλλοι, όπως και οι Βέλγοι, δεν ασχολήθηκαν με τέτοιες λεπτομέρειες και είναι χαρακτηριστικό ότι το 1960 υπήρχαν ελάχιστοι Κονγκολέζοι με ανώτερη μόρφωση. Τέτοιο «έργο» άφησαν οι Βέλγοι στο Κονγκό. Η ανεξαρτησία βρήκε τον νεαρό αξιωματικό του στρατού Ζοζέφ – Ντεζιρέ Μομπούτου να παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στο Ινστιτούτο Τύπου των Βρυξελλών. Ηδη είχε δημοσιεύσει κομμάτια του στην εφημερίδα «L’ Avenir» («Το Μέλλον») της Λεοπολντβίλ, που εθεωρείτο όργανο των αποικιοκρατών. Αυτό βέβαια δεν τον εμπόδισε να ενταχθεί στο Εθνικό Κίνημα του Κονγκό, την οργάνωση για την ανεξαρτησία που είχε ιδρύσει ο Λουμούμπα.


Με βάση στοιχεία που έγιναν αργότερα γνωστά, ο Μομπούτου έπαιζε διπλό παιχνίδι: δούλευε για λογαριασμό των μυστικών υπηρεσιών του Βελγίου και τους έδινε πληροφορίες για τη δράση των κονγκολέζων φοιτητών στο Βέλγιο. Αμέσως μετά την ανεξαρτησία ο Μομπούτου βρέθηκε στο πλευρό του Λουμούμπα, ο οποίος τον προήγαγε σε συνταγματάρχη και αργότερα του εμπιστεύθηκε την αρχηγία του στρατού. Ο «αριστερός» Λουμούμπα με τις βλέψεις προς τη Μόσχα ήταν τότε «κόκκινο πανί» για τους Αμερικανούς. Η σύγκρουσή του με τον πρόεδρο Καζαβούμπου και οι ταραχές που συγκλόνιζαν τότε το Κονγκό εξαιτίας των αποσχιστικών τάσεων των επαρχιών Κίβου και Κατάνγκα αποτέλεσαν την κατάλληλη ευκαιρία για να εισέλθει στο προσκήνιο ο Μομπούτου.


Τον Σεπτέμβριο του 1960, μόλις τρεις μήνες μετά την ανεξαρτησία, ο Μομπούτου έκανε το πρώτο του πραξικόπημα με τις ευλογίες της CIA. Οι Αμερικανοί ήθελαν οπωσδήποτε έναν «δικό» τους άνθρωπο στο Κονγκό για να ελέγχουν τον απέραντο ορυκτό πλούτο της χώρας. Ο Μομπούτου ήταν αυτός που έδωσε την εντολή να συλληφθεί ο Λουμούμπα. Μάλιστα στην επιχείρηση για τη σύλληψή του χρησιμοποιήθηκε το ελικόπτερο του αμερικανού πρεσβευτή στη Λεοπολντβίλ. Ο Λουμούμπα εκτελέστηκε το 1961 και, παρ’ όλο που δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο ίδιος ο Μομπούτου έδωσε την εντολή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκτέλεση έγινε εν γνώσει του και με την παρότρυνση των Αμερικανών.


Ο Μομπούτου έγινε λοιπόν ο εκλεκτός της Ουάσιγκτον και άλλων δυτικών πρωτευουσών. Σε τιμητική διάκριση που του απένειμαν οι Αμερικανοί το 1963 (επί προεδρίας Κένεντι) ανέφεραν χαρακτηριστικά: «Καθαρίζοντας τη χώρα από τα ξένα κομμουνιστικά στοιχεία, απέδειξε ότι είναι φύλακας της ελευθερίας και φίλος των ελεύθερων κρατών του κόσμου». Με τέτοια εύσημα λοιπόν, ο δρόμος για τον Μομπούτου ήταν ανοιχτός. Μπορεί από το 1962 ως το 1965 την εξουσία να την ξαναπήραν στα χέρια τους οι πολιτικοί, αλλά το 1965 με ένα νέο στρατιωτικό πραξικόπημα ο Μομπούτου ανήλθε και πάλι στην εξουσία, στην οποία παρέμεινε επί 32 ολόκληρα χρόνια.


Στηριζόμενος στις πλάτες των ισχυρών προστατών του, ο Μομπούτου ίδρυσε ένα μονοκομματικό καθεστώς με τον ίδιο επικεφαλής όλων των εξουσιών και την οικογένειά του να νέμεται τον πλούτο της χώρας. Κάθε έννοια δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταλύθηκε και το Κονγκό μετατράπηκε σε προσωπικό φέουδο του απόλυτου μονάρχη. Οπως ακριβώς και επί Λεοπόλδου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Μομπούτου επένδυσε πολλά στην ιδέα της αφρικανοποίησης της χώρας του και της επιστροφής στις παραδοσιακές αξίες. Αλλαξε το όνομά της σε Ζαΐρ, κατήργησε όλα τα ξένα ονόματα που θύμιζαν την αποικιοκρατία, άλλαξε και το δικό του σε Μομπούτου Σέσε Σέκο Κούκου Νγκεμπέντου Βα Ζα Μπάνγκα (ευτυχώς χρησιμοποιούσε μόνο τα τρία πρώτα), αποκήρυξε τις δυτικές ενδυμασίες και υιοθέτησε τα α λα Νεχρού σακάκια και το χαρακτηριστικό καπελάκι από λεοπάρδαλη.


Ο «μομπουτισμός» άρχισε σιγά σιγά να μετατρέπεται σε κυρίαρχη ιδεολογία του κράτους και με το Σύνταγμα, που ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, οι εξουσίες του προέδρου ήταν απεριόριστες. Τα έσοδα από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας κατέληγαν στο θησαυροφυλάκιό του ή εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του στενού κύκλου της άρχουσας τάξης, όσων δηλαδή είχαν την ευμένειά του. Ας μην ξεχνάμε ότι στο Ζαΐρ βρίσκεται το 80% των παγκοσμίων αποθεμάτων κοβαλτίου και το 20% των αποθεμάτων χαλκού. Η προσωπική περιουσία του Μομπούτου άρχισε να χτίζεται στη δεκαετία του ’70 και δέκα χρόνια αργότερα υπολογιζόταν σε τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια. Κατόπιν βέβαια χρειάστηκε να ρευστοποιήσει ένα μέρος της και ίσως σήμερα να έχει πέσει στο μισό. Ο Μομπούτου είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα ακίνητα και φρόντισε να αποκτήσει βίλες και διαμερίσματα στα πιο ακριβά σημεία του πλανήτη μας, εκτός βεβαίως από τα κακόγουστα ανάκτορα που είχε φτιάξει στο Ζαΐρ. Πέρα όμως από την ακίνητη περιουσία και τις καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού, υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο Μομπούτου διατηρεί μεγάλα συμφέροντα σε επενδύσεις και χαρτοφυλάκιο μέσω εταιρειών – φαντασμάτων και, όπως εκτιμάται, θα είναι πολύ δύσκολο ή σχεδόν αδύνατο να εντοπιστεί ολόκληρο το πλέγμα των οικονομικών συμφερόντων του Μομπούτου και των περί αυτόν.


Η αμφισβήτηση στο καθεστώς βεβαίως δεν έλειψε, κυρίως από την πλευρά των αυτονομιστών της επαρχίας Κατάνγκα, αλλά πάντα στο τέλος ο Μομπούτου έβγαινε νικητής. Οσο ήταν χρήσιμος στους ισχυρούς προστάτες του δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Τα δάνεια από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ποτέ δεν του έλειψαν και τα περισσότερα κατέληγαν στις τσέπες του.


Μόνο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 η ζαϊρινή οικονομία άρχισε να έχει προβλήματα με την πτώση των τιμών του χαλκού, που περιόρισε τα έσοδα του κράτους. Οι εθνικοποιήσεις των εταιρειών και η ανάθεση της διαχείρισής τους σε ντόπιους, που δεν είχαν τη σχετική τεχνογνωσία, ήταν ένα ακόμη λάθος του Μομπούτου. Οι ξένες τράπεζες άρχισαν να είναι διστακτικές για νέους δανεισμούς και πολλά από τα «μεγάλα έργα» που είχε οραματιστεί (κυρίως έργα εντυπωσιασμού και όχι υποδομής) έμειναν στη μέση. Για καλή του τύχη ο εμφύλιος πόλεμος στην Ανγκόλα ανανέωσε το ενδιαφέρον των Αμερικανών για την περιοχή, καθώς το Ζαΐρ χρησίμευσε ως βάση εφόδου των ανταρτών της UNITA, που είχαν την υποστήριξη των ΗΠΑ. Οι ξένοι πάντως τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις μεγάλες εξεγέρσεις στην επαρχία Σάμπα (πρώην Κατάνγκα) το 1977 και το 1978.


Ο τερματισμός του Ψυχρού Πολέμου βρήκε τον Μομπούτου έτοιμο για ανοίγματα. Το 1990 είχε ανακοινώσει το τέλος του μονοκομματικού κράτους και από το 1991 πήρε σειρά πρωτοβουλιών για τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Ηταν όμως αργά. Οι ταραχές και οι συγκρούσεις διαδέχονταν η μία την άλλη, ο λαός ξεσηκωνόταν, οι φυλετικές αντιπαλότητες ξαναήρθαν στην επιφάνεια και, το κυριότερο, οι ξένοι, με εξαίρεση τους Γάλλους, άρχισαν να κάνουν πίσω. Ο Μομπούτου πήρε μιαν ανάσα με τα δραματικά γεγονότα στη γειτονική Ρουάντα, το 1994, όταν οι Τούτσι εξεδίωξαν τους Χούτου, πολλοί από τους οποίους βρήκαν καταφύγιο στις ανατολικές περιοχές του Ζαΐρ. Η λύση αυτή βόλευε για λίγο όλες τις πλευρές, αλλά δύο χρόνια αργότερα σήμανε την αρχή του τέλους του καθεστώτος Μομπούτου. Οι επαναστατικές αδυναμίες του Καμπίλα


Ο Λοράν – Ντεζιρέ Καμπίλα, ο άνθρωπος που ανέτρεψε τον Μομπούτου και είναι από την περασμένη εβδομάδα ο νέος πρόεδρος του Ζαΐρ ή καλύτερα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, αφού η χώρα ξαναπήρε το παλαιό της όνομα, επανέρχεται στο προσκήνιο. Ο Καμπίλα είχε κυνηγήσει τον Μομπούτου μετά την εκτέλεση του Λουμούμπα, χωρίς όμως επιτυχία. Το αντάρτικο που είχε φτιάξει στην αφρικανική ζούγκλα είχε προκαλέσει το διεθνές ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο είχε οργανωθεί και είχε θεωρηθεί «υπόδειγμα» λαϊκού κινήματος. Ο ίδιος ο Τσε Γκεβάρα μάλιστα διέσχισε τον Ατλαντικό το 1965 για να γνωρίσει από κοντά τον Καμπίλα και το κίνημά του. Εμεινε στη ζούγκλα αρκετό καιρό κοντά του, παραδέχθηκε τις «ξεκάθαρες και συμπαγείς ιδέες» του Καμπίλα, αλλά δεν μπόρεσε να συμφωνήσει με τον τρόπο ζωής του και τις αρχές που ακολουθούσε στην προσωπική του ζωή. Ο ασκητικός επαναστάτης δεν ήταν ποτέ δυνατόν να ταιριάξει με τον πληθωρικό Καμπίλα, που ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη του για τα ακριβά αυτοκίνητα και τις ωραίες γυναίκες και που προτιμούσε τα μπαρ του Νταρ Ες Σαλάμ από τα στρατόπεδα της ζούγκλας. Οπως έγραψε αργότερα ο Τσε στο ημερολόγιό του, ο στρατός του Καμπίλα ήταν «παρασιτικός» και ο ίδιος είχε πολλές «αδυναμίες» στον χαρακτήρα του.


Ο Καμπίλα όμως με τις πολλές αδυναμίες έμελλε να γίνει η Νέμεσις του Μομπούτου. Κανείς δεν τον θυμόταν τον περασμένο Οκτώβριο, όταν επανήλθε στο προσκήνιο ύστερα από 20 χρόνια στην αφάνεια, και δήλωσε ότι σε λίγους μήνες θα ανατρέψει τον Μομπούτου. Κανείς δεν τον πήρε τότε στα σοβαρά, εκτός ίσως από εκείνους που πίστεψαν ότι θα μπορούσε να διώξει τους πρόσφυγες Χούτου που βρίσκονταν στο Ανατολικό Ζαΐρ. Οι Χούτου αυτοί αποτελούσαν μια διαρκή απειλή για το νέο καθεστώς της Ρουάντα, που με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον είχε εγκατασταθεί στη χώρα το 1994. Οι κυβερνήσεις της Ρουάντα και της Ουγκάντα ζητούσαν από την Ουάσιγκτον να κάνει κάτι για τα στρατόπεδα αυτά, από τα οποία πραγματοποιούσαν επιθέσεις κυρίως στη Ρουάντα οι αντάρτες Χούτου.


Αφορμή για δράση έδωσαν οι διώξεις της μειονότητας των Τούτσι που κατοικούσαν στο Ανατολικο Ζαΐρ (γνωστών ως Μπανιαμουλένγκε) από τη ζαϊρινή κυβέρνηση. Τότε μπήκε στο παιχνίδι ο Καμπίλα και κανείς δεν ξέρει αν αρχικός στόχος του ήταν μόνο η προστασία των ζαϊρινών Τούτσι και η εκδίωξη των Χούτου από τα στρατόπεδα ή κάτι περισσότερο. Δεν έχει επίσης ξεκαθαριστεί αν η κυβέρνηση της Ρουάντα ήταν αυτή που ενέπλεξε τον Καμπίλα ή αν μόνος του είδε ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος και άρπαξε την ευκαιρία.


Ηδη από το φθινόπωρο του 1996 η κατάσταση στο Ζαΐρ ήταν δραματική, η οικονομία και το κράτος βρίσκονταν στα πρόθυρα διάλυσης και ο ίδιος ο Μομπούτου βρισκόταν στην Ελβετία για θεραπεία από τον καρκίνο του προστάτη που τον έχει πλήξει. Η προέλαση των ανταρτών ήταν πλέον θέμα χρόνου και από τότε οι εξελίξεις ανήκουν στην πρόσφατη ειδησεογραφία.