Αυτή την Κυριακή συμπληρώνονται 25 χρόνια από την πτώση της Σαϊγκόν και την αποχώρηση των τελευταίων αμερικανών πεζοναυτών από το κτίριο της πρεσβείας τους. Στις 30 Απριλίου 1975 γράφηκε η τελευταία σελίδα του αγώνα του Βιετνάμ για την ανεξαρτησία, ενός αγώνα που στοίχισε τη ζωή σε 2,5 εκατ. Βιετναμέζους, προκάλεσε τρομακτικές καταστροφές στο περιβάλλον και στην οικονομία της περιοχής και κράτησε σχεδόν τρεις δεκαετίες, αρχικά εναντίον των γάλλων αποικιστών και σε συνέχεια εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων. «Το Βήμα» δίνει σήμερα μερικά χαρακτηριστικά στοιχεία για το Βιετνάμ και τους αγώνες του.
Ο τερματισμός του πολέμου στην Ασία με την ήττα και τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας το 1945 επέτρεψε στη Γαλλία να επανακτήσει την αποικία της στην Ινδοκίνα, γεγονός το οποίο δεν ήταν διατεθειμένο να ανεχθεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα στο Βιετνάμ, που ήταν ανέκαθεν το πλέον εξελιγμένο τμήμα της. Ενα αντάρτικο κίνημα με επικεφαλής τον Χο Τσι Μινχ εκδηλώθηκε αμέσως σχεδόν, ελευθερώνοντας τις βόρειες περιοχές της χώρας και υποχρεώνοντας τελικώς τους Γάλλους να επιδιώξουν κάποια συνεννόηση με την «επαναστατική κυβέρνηση» του Βιετνάμ.
Το 1953 αποφασίστηκε να συναντηθούν οι δύο πλευρές στο Παρίσι με σκοπό μια συμφωνία που θα έδιδε στους Βιετναμέζους «κάποια μορφή αυτοδιοίκησης». Οι Γάλλοι θέλοντας να διαπραγματευθούν από θέσεως ισχύος επεχείρησαν να παγιδεύσουν τις δυνάμεις των ανταρτών, τους Βιετμίνχ, σε μια περιοχή κοντά στα κινεζικά σύνορα, το Ντιεν Μπιεν Φου, και ήταν έτοιμοι για μάχη εκ παρατάξεως. Περί τους 16.000 άνδρες, οι περισσότεροι μισθοφόροι της διαβόητης Λεγεώνας των Ξένων, οχύρωσαν 11 σημεία στα οποία έδωσαν γυναικεία ονόματα (Μαρίζ, Σιμόν, Ζακλίν κ.ά.) που είχαν οι μετρέσες του επικεφαλής στρατηγού Ντε Καστρίς. Αλλά οι Βιετμίνχ δεν τους έκαναν τη χάρη. Ακολούθησαν την πατροπαράδοτη τακτική των ανταρτών.
Οι μάχες άρχισαν στις 13 Μαρτίου 1954 και κράτησαν ως τις 7 Μαΐου, με συντριπτική νίκη των Βιετμίνχ που ανέδειξε τον επικεφαλής τους στρατηγό Γκιάπ ως μεγάλη στρατηγική μορφή. Η γαλλική φρουρά αποδεκατίστηκε μεταξύ των νεκρών και δύο Αμερικανοί, οι πρώτοι στον πόλεμο του Βιετνάμ και τα υπολείμματά της παραδόθηκαν, δίνοντας έτσι τέρμα στη γαλλική αποικιοκρατία στην Ασία. Οι συνομιλίες πήραν άλλο περιεχόμενο και το Βιετνάμ χωρίστηκε στη μέση, κατά το πρότυπο της Κορέας. Στο βόρειο τμήμα του, με πρωτεύουσα το Ανόι, εγκαθιδρύθηκε κομμουνιστικό καθεστώς με διακηρυγμένο στόχο την «απελευθέρωση» όλης της χώρας και στο νότιο οι Γάλλοι έδωσαν μια αυτονομία διατηρώντας συμβολική παρουσία, η οποία μεταβιβάστηκε στους Αμερικανούς στην αρχή της δεκαετίας του ’60.
Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου η Ουάσιγκτον παρότρυνε τη Γαλλία να μην εγκαταλείψει το Βιετνάμ, μάλιστα έστειλε όπλα και ενίσχυσε οικονομικώς τη γαλλική κυβέρνηση.
Το 1960, επί προέδρου Αϊζενχάουερ, άρχισαν να καταφθάνουν στη Σαϊγκόν οι πρώτοι «σύμβουλοι» για να οργανώσουν τον στρατό και όταν ανέλαβε το 1962 ο Κένεντι υπήρχαν ήδη 2.400 αμερικανοί στρατιωτικοί, πολλοί από τους οποίους είχαν λάβει μέρος και σε μάχες με τους Βιετκόνγκ, τους νοτιοβιετναμέζους αντάρτες.
Ο Αϊζενχάουερ, με τη στρατιωτική εμπειρία του, προειδοποίησε τον Κένεντι για τους κινδύνους που περιέκλειε η «παρουσία» Αμερικανών στο Βιετνάμ αλλά αυτός δεν τον άκουσε. Ενδεκα μήνες αργότερα ο αριθμός των αμερικανών «συμβούλων» έφθασε τις 16.000.
Ηταν η αρχή της τραγικής εμπλοκής των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ούτε και τον Χρουστσόφ άκουσε ο Κένεντι.
«Αν το θέλετε, πηγαίνετε να πολεμήσετε στις ζούγκλες του Βιετνάμ», του διαμήνυσε με τον Χάριμαν το 1963. «Οι Γάλλοι πολέμησαν εκεί επτά χρόνια και αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν στο τέλος. Ισως οι Αμερικανοί καταφέρουν να μείνουν εκεί περισσότερο, μα τελικώς κι αυτοί θα αναγκαστούν να φύγουν».
Οπως και έγινε. Εμειναν σχεδόν 17 χρόνια αλλά το εγκατέλειψαν στις 30 Απριλίου 1975.
Οταν έφθασαν οι Βιετκόνγκ…
Ο βρετανός δημοσιογράφος Τζέιμς Φέντον ήταν ένας από τους λίγους ξένους που βρέθηκαν στη Σαϊγκόν την ημέρα που έφυγαν οι Αμερικανοί και εισήλθαν στην πόλη οι δυνάμεις του Χο Τσι Μινχ. Η εφημερίδα «Independent» δημοσίευσε προ ημερών ένα μέρος από όσα είχε γράψει για εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε.
«Το πράγμα ήταν πλέον φανερό, δεν έπαιρνε άλλο. Ολοι μας ξέραμε το μυστικό σύνθημα που θα μετέδιδε το ραδιόφωνο όταν θα έφθανε η στιγμή για την εκκένωση. Μια ανακοίνωση ότι η θερμοκρασία είναι 41 βαθμοί και ευθύς αμέσως το τραγούδι από τα “Λευκά Χριστούγεννα” με τον Μπιγκ Κρόσμπι. (…) Εκανα μια βόλτα στην πόλη. Ο κόσμος καθόταν ήρεμος και έπινε το τσάι του ή το ντόπιο ρακί, κουβέντιαζε και ήταν φανερό ότι δεν επρόκειτο να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους εναντίον των Βιετκόνγκ. Αλλωστε όλοι μιλούσαν με θαυμασμό για τους “άλλους” και δεν υπήρχε ίχνος πανικού. Στο μεταξύ, βέβαια, η έξοδος συνεχιζόταν από το αεροδρόμιο με ρυθμό 10.000 την ημέρα: 3.000 απ’ αυτούς είχαν δεσμούς με την αμερικανική πρεσβεία, 1.000 συγγενείς Αμερικανών και 1.000 φίλοι φίλων με αμερικανικές διασυνδέσεις…
Οσο συνεχιζόταν η αμερικανική έξοδος οι Βιετκόνγκ, όπως ανακαλύψαμε αργότερα, είχαν διεισδύσει μυστικά στο κέντρο της Σαϊγκόν. Οι στρατιώτες τους, ντυμένοι με στολές Νοτιοβιετναμέζων, έφθασαν πάνω σε στρατιωτικά οχήματα που είχαν πιάσει τους τελευταίους μήνες, όταν ο νοτιοβιετναμικός στρατός υποχωρούσε σε πλήρη διάλυση. Είχαν λάβει θέσεις κοντά σε σημαντικές εγκαταστάσεις για να τις καταλάβουν στο άψε σβήσε όταν θα ήταν η ώρα. (…)
Ημουν στο δωμάτιό μου και διάβαζα ένα βιβλίο όταν ξαφνικά ο ουρανός φωτίστηκε από φωτοβολίδες. Αρχισε η εξέγερση, σκέφθηκα. Λάθος. Ο νοτιοβιετναμέζος πρόεδρος κάλεσε τους Αμερικανούς να αποχωρήσουν και τους “άλλους” να έρθουν για διαπραγματεύσεις. Η απάντηση ήταν: Παράδοση άνευ όρων. Και εκείνη τη στιγμή, για πρώτη φορά στον πόλεμο, έκανε την εμφάνισή της η αεροπορία των Βιετκόνγκ. Εξοχη εκμετάλλευση της στιγμής. Τα αεροπλάνα είχαν εγκαταλειφθεί από τις δυνάμεις της Σαϊγκόν και τώρα τα χειρίζονταν οι Βιετκόνγκ…
Η Σαϊγκόν ήταν πανέμορφη εκείνο το πρωινό καθώς οι δρόμοι της ήταν άδειοι. Οι λιγοστοί χαμογελούσαν, ολόκληρες οικογένειες στις πόρτες των σπιτιών, μια ομάδα στρατιωτών χαμογελούσε, ένας ζητιάνος με σχισμένο πουκάμισο που του έδωσα λίγα πιάστρα χαμογελούσε. Και όμως, πέρα από το ποτάμι, μπορούσες να δεις τις φλόγες των κανονιών που έβαλλαν ακατάπαυτα όλο και από πιο κοντά στην πόλη. Ξαφνικά δυο βλήματα έσχισαν τον ουρανό, το ένα κόκκινο και το άλλο λευκό. Κάποιος είπε ότι το λευκό σήμαινε ότι παραδίδονταν. Στο ρέστοραν τα γκαρσόνια κάθησαν δίπλα στο ραδιόφωνο. Ρώτησα τι γίνεται και μου απάντησαν: “Ο πόλεμος τελείωσε”. Χαμογελούσαν…
Το πρώτο πράγμα που είδαν οι βορειοβιετναμέζοι στρατιώτες και οι Βιετκόνγκ καθώς μπήκαν στη Σαϊγκόν ήταν τα πλήθη που είχαν λεηλατήσει ό,τι μπόρεσαν ένα σακί ρύζι, ένα κουτί αρώματα. Χάος όμως επικρατούσε στην πόλη. (…) Ξαφνικά βλέπω ένα τανκ να περνά μπροστά μου. Χωρίς να σκεφθώ τρέχω από πίσω και το πλησιάζω. Το τανκ έκοψε ταχύτητα και ένας βορειοβιετναμέζος στρατιώτης βγήκε από τον πυργίσκο του με το όπλο καταπάνω μου. Στην ταραχή μου ξέχασα ακόμη και πώς χαιρετούν. Ηθελα να του εξηγήσω ότι το μόνο που ζητούσα ήταν να πάω μαζί τους. Εκανα το ένα, έκανα το άλλο, σήκωσα και τη γροθιά μου ψηλά, του έκανα ως και το σήμα του οτοστόπ. Τέλος, του έτεινα το χέρι, χαιρετιστήκαμε και, ω, ευτυχία, με το άλλο μού έδειξε να ανεβώ στο τανκ αλλά να μένω σκυφτός. [Το τανκ με τον Φέντον καβάλα μπήκε δεύτερο στο Προεδρικό Μέγαρο, που φυσικά το είχαν εγκαταλείψει οι πάντες.]
Μαζευτήκαμε έξω από το Προεδρικό, οι λιγοστοί ξένοι φίλοι και συνάδελφοι, όλοι εντυπωσιασμένοι, μάρτυρες ιστορικής στιγμής. Νιώσαμε την ανάγκη να συγχαρεί ο ένας τον άλλον, ενθουσιασμένοι, λες και είχαμε πάρει μέρος στη νίκη. Αντίθετα, για τους Βορειοβιετναμέζους αυτή η έξαψη δεν είχε νόημα. Κάθησαν στο πεζοδρόμιο και άναψαν τσιγάρο σαν άνθρωποι που δεν έκαναν παρά τη δουλειά τους.
Η πιο δραματική αλλαγή ήταν η πλήρης εξαφάνιση του στρατού της Σαϊγκόν. Δεν ήταν δύσκολο να δεις το γιατί. Στους δρόμους έβλεπες στοίβες στολές, μπότες, όπλα και μερικές στοίβες ήταν από πλήρεις στολές με τον οπλισμό τους που σε έκανε να απορείς πώς πήγε αυτός ο στρατιώτης σπίτι του, με το σώβρακο μόνο; (…) Κοίταζα τον κόσμο που κουβέντιαζε ήρεμα, βρήκα γνωστούς και μίλησα μαζί τους και μου έρχονταν στο μυαλό όλες εκείνες οι κουβέντες για το τι θα έκαναν οι Βιετκόνγκ όταν θα έμπαιναν στη Σαϊγκόν. Ολα ανοησίες. Τριγυρνώντας όλη την ημέρα δεν είδα παρά τέσσερα μόνο πτώματα στον δρόμο. Ο Βορειοβιετναμικός Στρατός είναι ασφαλώς ο πιο πειθαρχικός του κόσμου. Δεν έκανε τίποτε χωρίς διαταγή: ούτε εβίασαν ούτε άρπαξαν ούτε σκότωσαν, όπως προφήτευαν μερικοί».
Το επώδυνο τραύμα
Ενα τέταρτο αιώνα μετά το τέλος του πολέμου και το Βιετνάμ εξακολουθεί να αποτελεί θέμα για τους Αμερικανούς. Είτε γιατί οι ΗΠΑ, η υπερδύναμη, νικήθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία τους είτε γιατί η τηλεόραση έφερνε τον πόλεμο μέσα στο σπίτι κάθε αμερικανικής οικογένειας καθημερινά επί πέντε και πλέον χρόνια, το Βιετνάμ έθιξε την ψυχή και το πιστεύω της Αμερικής. Κυριολεκτικά συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία. Η οποία για πρώτη φορά διαπίστωσε ότι η κυβέρνηση λέγει ψέματα κάτι αδιανόητο ως εκείνη την εποχή. Αυταπάτες ετών διαλύθηκαν και ο απλός Αμερικανός έχασε την εμπιστοσύνη του στην εξουσία. Το μεσημέρι ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου βεβαίωνε ότι «εξουδετερώθηκαν τα υπολείμματα του εχθρού» και το βράδυ η τηλεόραση έδειχνε φέρετρα σκεπασμένα με την αμερικανική σημαία.
Ετσι, με πρωτοπορία την πανεπιστημιακή νεολαία, με συνθήματα «Οχι στον πόλεμο» αλλά και με το γεμάτο νεανικό χιούμορ «Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο», απλώθηκε ένα κύμα διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ που ανάγκασε έναν πετυχημένο πρόεδρο, τον Τζόνσον, να μη ζητήσει επανεκλογή, συμπαρέσυρε συντηρητικές εφημερίδες και καταξιωμένους σχολιαστές, έστειλε στο Κογκρέσο εκατό και πλέον αντιπολεμικούς βουλευτές και τελικώς υποχρέωσε τον πρόεδρο Νίξον να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τις δυνάμεις του Χο Τσι Μινχ. Ηταν όμως αργά. «Η έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ κρίθηκε τουλάχιστον δύο χρόνια πριν από την πτώση της Σαϊγκόν» γράφει ο τότε υπουργός Αμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα.
Η ήττα στο Βιετνάμ, οι 58.000 νεκροί και οι 200.000 ψυχικά και σωματικά τραυματίες αλλά και οι διαμαρτυρίες σε παναμερικανική έκταση δημιούργησαν το λεγόμενο «βιετναμικό σύνδρομο» ποτέ άλλη φορά αμερικανικός στρατός στο εξωτερικό. Μόνο στον πόλεμο του Κόλπου και επειδή εθίγοντο αμερικανικά συμφέροντα πήγε αμερικανικός στρατός. Στο Κοσσυφοπέδιο, αντιθέτως, ο πρόεδρος Κλίντον εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και αυτός διαβεβαίωσε τους Αμερικανούς ότι τα παιδιά τους δεν θα εμπλακούν σε μάχες.
Η φτωχότερη… υπερδύναμη
Καταθέτοντας στην ειδική επιτροπή (Τζορτζ) της Γερουσίας το 1973 ανώτερο κυβερνητικό στέλεχος προσδιόρισε ότι θα περάσουν 40 και πλέον χρόνια για να επουλωθούν οι πληγές που προκάλεσε στο Βιετνάμ ο πόλεμος. Ο αμερικανός αξιωματούχος έδινε αυτό το περιθώριο παίρνοντας ως δεδομένο τη νίκη των ΗΠΑ και την παροχή αμερικανικής βοηθείας στο «δικό μας» Βιετνάμ.
Ιδού όμως τι μετέδωσε προ ημερών ο απεσταλμένος του CNN Τζον Κρίστενσεν: «Ο επισκέπτης τής Χο Τσι Μινχ (πρώην Σαϊγκόν) μένει έκπληκτος με τον τρελό ρυθμό ζωής, τους μοντέρνους ουρανοξύστες, τα φορτωμένα με εμπορεύματα πολυκαταστήματα και τους δρόμους όπου κυκλοφορούν οι πολυμήχανοι Βιετναμέζοι. Τη νύχτα άνδρες και γυναίκες κυκλοφορούν στη φωτισμένη με νέον πρώην Σαϊγκόν με γυαλιστερά μηχανάκια Honda, μαζεύονται στα μπαράκια, στις ντίσκο και στα ρέστοραν, όπου βουίζουν συνεχώς τα κινητά τους».
Διαφορετική σε χαρακτήρα αλλά εξίσου ζωντανή και η πρωτεύουσα, το Ανόι, «με τις φαρδιές λεωφόρους που τις σκεπάζουν πανύψηλα δέντρα, τη γαλλική αποικιακή αρχιτεκτονική και το απόσταγμα της ασιατικής ευαισθησίας, τόσο εμφανές στους ευγενικούς και χαριτωμένους κατοίκους της».
Ωστόσο το Βιετνάμ παραμένει μία από τις φτωχές χώρες, με κατά κεφαλήν εισόδημα μόλις 350 δολάρια, αλλά με την προοπτική να γίνει μια «οικονομική υπερδύναμη», λέει ο αμερικανός καθηγητής Ρόμπερτ Μπρίγκαμ. Αλλοι βλέπουν το Βιετνάμ ως την ανερχόμενη «νέα τίγρη» της οικονομίας, δίπλα στη Σιγκαπούρη, στο Χονγκ Κονγκ κ.ά. Οι πρώτες προσπάθειες του Ανόι για επούλωση των πληγών του πολέμου και για ανοικοδόμηση προσέκρουσαν σε εξωτερικά αίτια. Το 1978 το Βιετνάμ εισέβαλε στην Καμπότζη για να αποτρέψει την επιβολή εκεί των Κόκκινων Χμερ, αλλά τον επόμενο χρόνο είχε να αντιμετωπίσει πόλεμο με την Κίνα στα σύνορά του επειδή το Πεκίνο υπεστήριζε τους Χμερ. Δεν ήταν μικρά και τα πολιτικά και κοινωνικής φύσεως εμπόδια αποστροφή στα δυτικά πρότυπα, κομματική ακαμψία, γραφειοκρατία κτλ. που ακολούθησαν και ανέκοψαν στη δεκαετία του ’80 την οικονομική ανόρθωση. Οι συνέπειες είναι ακόμη εμφανείς. Η ανεργία έφθασε σε σημείο ανησυχητικό, ένα μεγάλο τμήμα της χώρας έμεινε δίχως ηλεκτρικό και το οδικό δίκτυο παραμένει σε πρωτόγονη κατάσταση. Ενα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού έφυγε στο εξωτερικό, ιδιαίτερα οι πιο μορφωμένοι και τεχνικά καταρτισμένοι. Σήμερα πάντως το 90% του πληθυσμού έχει βγάλει δεκατάξιο σχολείο.
Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν εγκαινιάστηκε το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού (ντόι μόι, στα βιετναμικά), που άνοιξε τον δρόμο για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τον ανταγωνισμό. Μέσα σε λίγα χρόνια η οικονομία αναζωογονήθηκε, πάνω από 300 επιχειρήσεις του εξωτερικού έκαναν επενδύσεις και το γενικότερο επίπεδο για τα 77 εκατ. των Βιετναμέζων βελτιώθηκε εντυπωσιακά. Αλλά, ενώ το Βιετνάμ άρχισε να ανοίγει την αγορά του στον έξω κόσμο, οι ΗΠΑ έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να καθυστερήσουν την ανόρθωση της χώρας προβάλλοντας συνεχώς το πρόβλημα των περίπου 2.000 «αγνοουμένων» στον πόλεμο που, υποτίθεται, το Ανόι εμπόδιζε να λυθεί. Στην πραγματικότητα, οι ΗΠΑ επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ειδικά οφέλη. Ετσι διατήρησαν το εμπορικό εμπάργκο ως το 1994 και δεν αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις παρά το 1995. Σήμερα το Κογκρέσο μπλοκάρει την υπογραφή μιας μακρόπνοης εμπορικής συμφωνίας με πρόσχημα καθαρώς πολιτικής φύσεως που έχει ενοχλήσει και τον Λευκό Οίκο.
Το Βιετνάμ ωστόσο προχωρεί. Η πολιτική μεταρρύθμιση που έφερε η άνοδος του Φαν Βαν Χάι στην εξουσία το 1997 και η αποχώρηση των υπερηλίκων κομμουνιστών από τα υψηλά πολιτικά όργανα είχαν εντυπωσιακή απήχηση, ιδιαίτερα στη νεολαία, που αποτελεί το μισό και πλέον του πληθυσμού. Μέσα σε δύο χρόνια οι ξένες επενδύσεις έφθασαν τα 4 δισ. δολ. (1,4 δισ. οι αμερικανικές) και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Διεθνούς Τράπεζας, αν ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας συνεχιστεί, στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας το κατά κεφαλήν εισόδημα θα έχει υπερδιπλασιαστεί: 800 δολάρια τουλάχιστον. Εννοείται ότι ο πληθυσμός θα εξακολουθήσει να έχει δωρεάν κοινωνική ασφάλιση, παιδεία και φθηνές συγκοινωνίες.



