ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ που το καλαντάρι έδειχνε 1η Μαρτίου, έτυχε να διαβάσω πως το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο του Λονδίνου είχε την ωραία ιδέα να οργανώσει στην αγγλική πρωτεύουσα ένα Φεστιβάλ αφιερωμένο στο Βυζάντιο. Τα δύο αυτά «άσχετα» η ημερομηνία και η αναδρομή ξανάφεραν στον νου μιαν από καιρό ξεχασμένη εικόνα: έναν παλιό μακροσυγγενή, που ήταν «βυζαντινός» κι εκείνος, Κωνσταντινουπολίτης δηλαδή, ναυαγός στην Ελλάδα, μετά τον μικρασιατικό όλεθρο και τον ξερριζωμό του εκεί Ελληνισμού. Ιερόθεος ήταν το («αλλόκοτο», για εμάς) όνομά του κι ερχόταν συχνά στο σπίτι επισκέπτης καλόδεχτος και αφηγητής μαγικός, για τα παιδικά μας αυτιά. Αλλά ξεχωριστά τον θυμάμαι στις αρχές της άνοιξης (να ο συνειρμός), να μπαίνει τραγουδώντας μας:
«Ιδε το έαρ το γλυκύ πάλιν επανατέλλει,
φέρον υγείαν και χαράν και την ευημερίαν».
Τότε, νομίζαμε πως το τραγουδάκι ήταν δικό του, και θαυμάζαμε την ποίηση και την καθαρεύουσά του. Πολύ αργότερα, έμαθα πως το δίστιχο αυτό, όχι μόνο «δημιούργημά» του δεν ήταν, αλλά είχε ηλικία πάνω από 11 αιώνων: ήταν η αρχή από ένα «άσμα ευχετήριον» για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, που το αναμέλπανε τα «μέρη» (οι φατρίες, οι Πράσινοι και οι Βένετοι), στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, πριν αρχίσουν οι ανοιξιάτικοι ιππικοί αγώνες το λεγόμενο «μακελλαρικόν ιπποδρόμιον» ή «Λουπερκάλιον», από την ομώνυμη ρωμαϊκή γιορτή. Το έχει, κι αυτό, αποθησαυρίσει η ονομαστή Βασίλειος Τάξις1, το βιβλίο που περιγράφει καταλεπτώς το τυπικό των αμέτρητων βυζαντινών τελετών και εορτών, και που πιστώνεται στον ίδιο τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ’ τον Πορφυρογέννητο (913-959). Κι είχε περάσει, καταπώς φαίνεται, από γενιά σε γενιά, ως τα χείλη του καλού «θείου».
ΑΛΛΑ τα κατά Ιερόθεον δεν τέλειωναν εκεί. Ο νοσταλγικός επισκέπτης μάς σιγομουρμούριζε κι ένα άλλο, παλιό, ανοιξιάτικο τραγούδι:
«Ηρθε, ήρθε χελιδόνα,
ήρθε κι άλλη μελιηδόνα [γλυκόλαλη],
κάθισε και λάλησε
και γλυκά κελάδησε.
“Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ,
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις,
καλοκαίρι θα μυρίσεις”»…
Και πρόσθετε πως, την πρωτομαρτιά, τα παιδιά το τραγουδούσαν γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα (όπως στα κάλαντα) και κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, γι’ αυτό και τα τραγουδάκια αυτά ονομάζονταν «χελιδονίσματα».
Αργότερα, πάλι, βρήκα πως τα βυζαντινά και νεοελληνικά «χελιδονίσματα» είχαν αρχαιότατη καταγωγή: στη Ρόδο λ.χ. καταπώς λέει ο Αθήναιος2 «εχελιδόνιζαν» με στίχους, σχεδόν κατά λέξη όμοιους:
«Ηλθ’ ήλθε χελιδών,
καλάς ώρας άγουσα,
καλούς ενιαυτούς,
επί γαστέρι λευκά
κηπί [και επί] νώτα μέλαινα».
Και η χελιδόνα με την άσπρη κοιλιά και τη μαύρη ράχη, πέταξε μέσα στους αιώνες, απ’ την ειδωλολατρική Ελλάδα στο χριστιανικό Βυζάντιο και σε διάφορες ελλαδικές περιοχές (Θεσσαλία, Θράκη κ.α.) κι ίσως να κελαϊδάει ακόμα.
ΓΙΑΤΙ, βλέπετε, οι Βυζαντινοί, όσο πιστοί χριστιανοί κι αν ήταν, άλλο τόσο έμεναν πιστοί στα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά γιορταστικά έθιμα. Αντίθετα απ’ ό,τι πολλοί νομίζουν, οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, ήταν παθιασμένοι φιλοθεάμονες και φιλέορτοι τόσο που ο ρητοροδιδάσκαλος του 4ου αιώνα Λιβάνιος έγραφε πως «Πολύς (ο Διόνυσος) «παρ’ ημίν βακχεύει», ενώ έξι αιώνες αργότερα ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος διαπίστωνε πως: «Φιλοθεάμονες των άλλων ανθρώπων [περισσότερο απ’ όλους είναι οι] Βυζάντιοι»…
Κι ίσα-ίσα, μια απ’ τις παγανιστικές γιορτές που συνέχιζαν οι Βυζαντινοί, ήταν ο Εορτασμός της 1ης Μαρτίου, κληρονομημένος απ’ τη Ρώμη, όταν, εκεί, το έτος άρχιζε την πρωτομηνιά της άνοιξης. Μπορεί, το 46 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας να καθιέρωσε ως πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου, αλλά ο εορτασμός έμεινε στα λαϊκά έθιμα. «Μεγάλη και καθολική εορτή, ήν [την οποία] σύμπασα εορτάζει ανθρωπίνη ζωή», ονομάζει ο εκκλησιαστικός πατέρας Γρηγόριος Νύσσης τον αγερμό για τον ερχομό της άνοιξης. Και οι γιορταστές ανθοστόλιζαν τα σπίτια τους, γλεντούσαν, χόρευαν, τραγουδούσαν, αντάλλαζαν δώρα και τα παιδιά «εχελιδόνιζαν».
ΟΜΩΣ, η Εκκλησία δεν έβλεπε με διόλου καλό μάτι αυτές τις επιβιώσεις των ειδωλολατρικών εορτών, που απλώνονταν σ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του χρόνου: τις Καλάνδες (αρχές Ιανουαρίου, με θορυβώδεις πομπές και μεταμφιέσεις, ακόμα και σε ζώα), τα Βότα ή Βοτά (την ίδια περίπου εποχή), τον Εορτασμό της 1ης Μαρτίου, που αναφέραμε, τα Ροσάλια ή Ροζάλια (ανοιξιάτικα, κι αυτά), τον μαγιάτικο Μαϊουμά (που ήταν, λέει, η πιο «βακχική» απ’ όλες τις γιορτές), τα Βρουμάλια (που κρατούσαν απ’ τις 24 Νοεμβρίου ως τις 17 Δεκεμβρίου!).
Οι εκκλησιαστικοί πατέρες, και ιδιαίτερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, χαρακτήριζαν τις γιορτές αυτές «σατανικάς», «πομπάς δαιμόνων», «εορτάς οργίων Διονύσου και Αφροδίτης», κι έλεγαν πως, στη διάρκειά τους, «εγίνοντο ορχήσεις απρεπείς, παρά τε γυναίων και ανδρών»… «ορχήματα και βεβακχευμένα άλματα και ασχημοσύναι» όπου έπαιρναν μέρος και οι «επάρατοι» θεατρίνοι, μίμοι και ορχηστές… Ακόμα και τους αυτοκράτορες, που οργάνωναν στο «ιερόν παλάτιον» εορταστικά γεύματα, τους αποκαλούσαν (όπως τον Κωνσταντίνο Ε’) «φιλοδαίμονες». Ακόμα και τα χαριέστατα «χελιδονίσματα», ο Χρυσόστομος τα ονόμαζε «τερατωδίας»…
Συνακόλουθα, οι Οικουμενικές Σύνοδοι και προπάντων, η πιο «θεατρομάχος» απ’ όλες, η Πενθέκτη εν Τρούλλω Σύνοδος του 691 απαγόρευσαν συλλήβδην όλες αυτές τις εκδηλώσεις, επειδή γίνονταν στο όνομα «των παρ’ Ελλησι ψευδώς ονομασθέντων θεών» και, ειδικά, του «βδελυκτού Διονύσου»…
ΩΣΤΟΣΟ, άλλαι μεν βουλαί Συνόδων, άλλα δε λαός κελεύει… Πολλά απ’ αυτά τα έθιμα έζησαν και επέζησαν ως τις μέρες μας απ’ τα κάλαντα ως το χαρτοπαίγνιο της Πρωτοχρονιάς (οι Βυζαντινοί έπαιζαν με μανία ζάρια, ιδιαίτερα στις γιορτές) κι απ’ τους λουλουδένιους «Μάηδες» ως τις κωμικές πομπές και μεταμφιέσεις της Αποκριάς. Οπως στη γλώσσα, έτσι και στα έθιμα, ο λαός είναι «ο μεγάλος νομοθέτης…».
ΑΛΛΑ ο «θείος Ιερόθεος» είχε κι άλλα καλούδια στο πουγγί του. Στο γαμήλιο τραπέζι ενός νεαρού φιλικού ζευγαριού, σηκώθηκε κι απάγγειλε τούτο το βυζαντινό επιθαλάμιο:
«Ανθη εσώρευσα του αγρού, και εις την παστάδα εισήκα εν σπουδή· ζευγόνυμφον ήλιον είδον εις χρυσέντιμον κλίνην· αλλήλα ηγκαλίζοντο ποθητήν επιθυμίαν· χαρά εις τα κάλλη αυτών τα εγγλυκοθέατα, και ρόδα εις τα ροδοεύμορφα· χαρά εις το ζεύγος το χρυσόν».
Δεν θυμάμαι πώς το μετέφρασε ο ανεξάντλητος «θείος», ούτε αν το επιθαλάμιο «σόκαρε» τους συνδαιτημόνες. Θα μπορούσε ν’ αποδοθεί κάπως έτσι:
«Λουλούδια μάζεψα του αγρού, και γοργά τ’ απόθεσα στη νυφική την κάμαρα. Σαν ήλιον είδα το νιόνυφο ζευγάρι στο πολύχρυσο κλινάρι. Μ’ ερωτική αγκαλιάζονταν λαχτάρα. Χαρά στη γλυκοθώρητη ομορφιά τους, και ρόδα στους ροδόμορφους. Χαρά στο ζευγάρι το χρυσό»3.
Οι Βυζαντινοί ήταν περισσότερο «μουσικοί» και «τολμηροί» απ’ όσο (θέλουμε να) νομίζουμε…
1. Βιβλίο Β’, 82 (73), 27. – 2. Δειπνοσοφισταί, VIII, 360C. – 3. Κι αυτό, από την Βασίλειον Τάξιν, Βιβλ. Β’, 90 (81), 13.
Γι’ αυτά τα εορταστικά έθιμα, βυζαντινά και νεοελληνικά, βλ.: Στιλπ. Κυριακίδου, Ελληνική Λαογραφία, Α’, 1922, 1965, σελ. 56-57. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών βίος και Πολιτισμός, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 1948, τομ. Β, α, σελ. 19-23. Γ.Α. Μέγα, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, 1956. Δημ. Λουκάτου, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1978, σελ. 262-265. Π. Μαστροδημήτρη, Η Ποίηση του Νέου Ελληνισμού, Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1991, σελ. 30 και 67.



