Πήρα και δημοσιεύω πρόθυμα το παρακάτω γράμμα:


Αγαπητέ κύριε,


ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΟΣ δάσκαλος από δεκαετίας, δεν έχω πια παρά τρεις τακτικές απασχολήσεις: να πηγαίνω με βήμα σημειωτόν (όσο γίνεται) στην Εφορία για να πληρώσω τους ετήσιους φόρους μου, να σπεύδω ολοταχώς (όσο μπορώ) στο Δημόσιο Ταμείο για να εισπράξω τη σύνταξή μου, και να αναδιφώ κάθε βράδυ, νωχελικά, τα παλαιά βιβλία μου, δεδομένου ότι δεν διαθέτω τηλοψία, για ευνοήτους οικονομικούς λόγους.


Οι πρώτοι, οι φόροι, φουσκώνουν όλο και πιο πολύ, μέχρι διαρρήξεως (δικής μου), η δεύτερη λιανεύει ολοένα, μέχρις εξαφανίσεως (και δικής μου), τα βιβλία μου φθείρονται μέρα με τη μέρα, όπως εγώ, αλλά παραμένουν στη ζωή, όπως, παρ’ ελπίδα, και εγώ.


Αυτά τα τρία, συνδυασμένα με την εξίσου τακτική, κατ’ έτος, κοινωνική αναταραχή (εξεγέρσεις εργαζομένων και μη, αγροτών και μη, προνομιούχων και μη) μου υπαγόρευσαν αυτή την επιστολή, που παίρνω το θάρρος να σας διαπέμψω.


ΠΕΡΙΦΡΟΝΤΙΣ για την πλήρη διαταραχή της ισορροπίας εσόδων και εξόδων μου, ζαλισμένος από τις ρυθμικές κραυγές και απειλές των αγροτών εν απεργία και των διαδηλωτών εν πορεία ­ που φτάνουν έως εμέ από την τηλοψία του βαρήκοου γείτονά μου ­ αναζήτησα μια «φυγή», όπως λένε οι λογοτεχνούμενοι, στο μοναδικό, και ανέξοδο, σωσίβιό μου, τα βιβλία μου. Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, ένα ετοιμόρροπο Λεξικό, έπεσα σε μια λέξη, που μου προκάλεσε ένα ερώτημα: η λέξη ήταν το ρήμα εξηγούμαι (και εξηγώ, στη νεότερη μορφή του) και το ερώτημα: γιατί κυβέρνηση και απεργοί ΔΕΝ μας εξηγούν τους λόγους που γίνονται όλα αυτά;


ΑΣ ΕΞΗΓΗΘΩ, για να μην παρεξηγηθώ:


Οπως γνωρίζετε, το ρήμα εξηγούμαι έχει πολλές έννοιες: Αρχικά, σήμαινε αρχηγεύω, διοικώ, προΐσταμαι (εξ και ηγούμαι) ­ όπως οι ηγούμενοι της κυβερνήσεως και οι καθηγούμενοι των συνδικαλιστών και των διαδηλωτών. (Οι Αθηναίοι κήρυκες λ.χ. λένε στη συνέλευση των Πελοποννησίων: «Υμείς γουν, ω Πελοποννήσιοι, τας εν τη Πελοποννήσω πόλεις, επί το υμίν ωφέλιμον καταστησάμενοι, εξηγείσθε», ήγουν: «Εσείς οι Λακεδαιμόνιοι είστε αρχηγοί των Πελοποννησίων, αφού διαρυθμίσατε τα καθεστώτα όλων των πόλεων σύμφωνα με το δικό σας συμφέρον». Θουκυδίδης, Α, 76. Εμ’ τι αρχηγοί θα ήταν αν δεν φρόντιζαν το δικό τους διάφορο;).


Επειτα, η λέξη εσήμαινε δείχνω τον δρόμο, οδηγώ και μάλιστα οδηγώ στράτευμα ­ όπως οι πρωτολάτες των απεργιών και των πορειών, που «εξηγούνται» των λεγεώνων τους.


Υστερα, σήμαινε υπαγορεύω σε κάποιον ένα επίσημο κείμενο ­ όπως υπαγορεύουν οι αρχηγοί στα φερέφωνά τους και αυτά στα ΜΜΕ τις κυβερνητικές, κομματικές ή συνδικαλιστικές ανακοινώσεις.


Παραπέρα, εσήμαινε παραγγέλλω, διατάζω, διακηρύσσω, υποδείχνω, συμβουλεύω ­ και, εδώ, δεν χρειάζεται κανένα «όπως», για να παραβάλουμε την έννοια αυτή με τα φιρμάνια που εκπέμπονται από όλους, προς όλους και εναντίον όλων.


Και φτάνουμε στη σύγχρονη πια έννοια των λέξεων «εξηγούμαι» και «εξηγώ», δηλαδή ερμηνεύω, μεταφράζω, εκθέτω, περιγράφω λεπτομερώς, καθορίζω τα αίτια και τα αποτελέσματα, δικαιολογώ μια πράξη που έχει παρεξηγηθεί ­ αυτό ακριβώς που μας χρειάζεται εδώ. Και ακόμα, λαϊκότερα, το λεβέντικο «Ελα, βρε, έξω να ξηγηθούμε» ­ όπως ορύονται οι διαδηλωτές προ των πυλών της Βουλής, της Ηρώδου του Αττικού και των υπουργείων ­ και το θαυμαστικό «Αυτός ξηγιέται σπαθί» ­ όπως πιστεύουν οι οπαδοί κάθε παράταξης για τους σπαθοφόρους αρχηγούς τους…


ΠΑΡΕΘΕΣΑ αυτή τη (σχολαστική, ίσως) εξήγηση-ερμηνεία της επίμαχης λέξης, για να διατυπώσω, επιτέλους, την απορία μου:


Η κυβέρνηση διατείνεται πως η εφτάψυχη λιτότητα, η απηνής φορολογία, η καθήλωση μισθών και συντάξεων σε ανίατη υπανάπτυξη, το νοικοκύρεμα των πολυπλόκαμων ΔΕΚΟ και δημόσιου τομέα, η κατάργηση των προνομίων, η κατεδάφιση των συνδικαλιστικών «ρετιρέ» και όλα τα άλλα που έβαλαν φωτιά στα τόπια και νέφτι στα τρακτέρ, είναι απαραίτητα για την εξυγίανση της οικονομίας, τη σύγκλιση με τους Ευρωπαίους, την επιβίωση του τόπου. Οι απεργοί, πάλι, ισχυρίζονται πως πένονται, πως προνόμια δεν υπάρχουν, πως οι ΔΕΚΟ πρέπει να κηρυχθούν διατηρητέες και να παραμείνουν εσαεί δραχμοβόρες και τα παρόμοια.


Αλλά εμείς, οι πολλοί ­ που δεν «εξηγούμεθα», που δεν κυβερνούμε ούτε το κράτος ούτε τα συνδικάτα ­ δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει, ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο, ποιος αδικεί κι εκμεταλλεύεται ποιον. Και δεν ξέρουμε, επειδή κανένας δεν έχει ευδοκήσει ή τολμήσει να μας το εξηγήσει.


Μη νομίσετε πως επιθυμούμε, δηλαδή αξιώνουμε, να το μάθουμε, επειδή είμαστε περίεργοι και αδιάκριτοι. Αλλά για δυο σοβαρότατους λόγους: Πρώτον, επειδή πιστεύουμε ότι ζούμε σε δημοκρατικό πολίτευμα, που θεμέλιό του είναι να γνωρίζει ο «δήμος» ­ εμείς ­ τα πάντα, ώστε να κρίνει και ν’ αποφασίζει εν γνώσει των συνεπειών για όλα. Και δεύτερον, επειδή εμείς πληρώνουμε αυτές τις συνέπειες, εμείς πληρώνουμε ή θα πληρώσουμε τις αυξήσεις και τα προνόμια που έχουν ή ζητούν οι μεν, και τη λιτότητα και τους φόρους που επιβάλλουν οι δε, για να ικανοποιήσουν τους μεν. Εμείς είμαστε οι αμνοί της σιωπής αλλά και οι αμνοί προς κουράν, γιατί το δικό μας μαλλί κουρεύεται και το δικό μας κρέας πετσοκόβεται, όποτε το κράτος χρειασθεί χρήματα, όποτε οι κρατοδίαιτοι (και όχι μόνο) «πρέπει» να πάρουν κάποιο ρεγάλο, επίδομα, ατέλεια και ει τι άλλο… Αλλά δεν μαθαίνουμε ποτέ το «γιατί». Και μένουμε να παρακολουθούμε, άλαλοι και άπραγοι, τις ατέλειωτες κονταρομαχίες των «εξηγουμένων» αλλά μη εξηγούμενων αρχηγών, που δεν καταδέχονται να μας εξηγήσουν τα μεγάλα «Ναι» και τα μεγάλα «Οχι» των «μέτρων» τους και των αγώνων τους.


ΜΑ ­ ΘΑ μου πείτε ­ δεν ακούτε όσα λένε νυχτοήμερα κυβερνοπατέρες, εθνοπατέρες, εργατοπατέρες στα ΜΜΕ και σε όλα τα άλλα «χωνιά» της δήθεν ενημέρωσης;


Ακόμα και αν είχαμε την υπομονή να τα ακούμε, δεν φωτιζόμαστε. Τα ατέρμονα μπλα-μπλά στα πορτοπαράθυρα των ΜΜΕ ή στα διάφορα «βήματα» της Βουλής, του βουνού και του κάμπου, είναι τόσο νεφελώδη, τόσο σκουληκομερμηγκοτρυπώδη, που μας αφήνουν άσοφους και πελαγωμένους όπως (και χειρότερα από) πρώτα.


Αν κυβέρνηση και απεργοί, διοικητές και διεκδικητές, ήθελαν να καταλάβουμε κι εμείς που πληρώνουμε το μάρμαρο, γιατί τα «μέτρα» είναι «ζήτημα ζωής ή θανάτου» για την Ελλάδα ή γιατί «ισοδυναμούν με θάνατο» για ορισμένους Ελληνες, τότε θα έπρεπε να μας εξηγήσουν ο καθένας τους λόγους του. Οχι με γενικολόγους αφορισμούς και με κοινότοπα συνθήματα. Αλλά με μερικά απλά, σταράτα λόγια και με μερικούς ξεκάθαρους αριθμούς. Να μας ενημερώσουν ­ αλλά πραγματικά ­ για τα χρέη που μας βαραίνουν (εξαιτίας τους), για τις υποχρεώσεις που έχουμε αναλάβει (άθελά μας), για το πόσο ζημιογόνες είναι οι ΔΕΚΟ και οι προβληματικές εταιρίες (που εκείνοι μας φόρτωσαν), για το πόσο ωφέλιμες θα είναι οι καταργήσεις… τέλος πάντων, γιατί αιμορραγούμε ακατάσχετα εμείς οι πάσχοντες από κληρονομική κακοήθη αναιμία, και πώς θα μπορέσουμε να σταματήσουμε κάπως την οικονομική και κοινωνική αιματοχυσία. Το ίδιο και οι εξεγερμένοι, να μας εξηγήσουν, με αριθμούς, πού τους αδικεί η κυβέρνηση, πού λέει ανακρίβειες, πόσο πένονται αυτοί, πόσο λιμοκτονούν.


Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ παραπονιέται πως δεν δίνεται η πραγματική εικόνα («ίματζ, για να με εννοήσουν) της ίδιας και του έργου της… οι συνδικαλιστές «πονάνε» επειδή δυσφορούν όσοι ζημιώνονται από τα μπλόκα και τις απεργίες. Για να αποκατασταθούν τα χαρακτηριστικά της μιας, για να έχουν την έξωθεν (τη δική μας) καλήν μαρτυρίαν οι άλλοι, ας κάνουν τον κόπο να βάλουν σ’ ένα χαρτί και να πουν στα μικρόφωνα, πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα, με όση γίνεται σοβαρότητα, ειλικρίνεια, εντιμότητα και ­ ξαναλέω ­ απλότητα. Πάντα το σαφές είναι σοφόν ­ και χρήσιμο σε όλους. «Εάν μη εύσημον λόγον δώτε, πώς γνωσθήσεται το λαλούμενον; Εσεσθε γαρ εις αέρα λαλούντες». (Αν τα λόγια σας δεν είναι ευκολονόητα, πώς θα γίνει γνωστό αυτό που λέτε; Θα μιλάτε στον αέρα), έγραφε ο απόστολος Παύλος (Α’ προς Κορινθίους, ΙΔ’, 9). Και αμέσως πιο πριν: «Εάν άδηλον φωνήν σάλπιγξ δώ, τις παρασκευάσεται εις πόλεμον;» (Αν η σάλπιγγα βγάλει ήχο ακατανόητο, ποιος θα ετοιμασθεί για πόλεμο;).


Οι εμπόλεμοι των «μέτρων» και των αντιμέτρων σαλπίζουν με φάλτσες σάλπιγγες και κούφια κύμβαλα ­ και το μόνο που θερίζουν, είναι η αγανάκτηση όσων ακούνε αλλά δεν κατανοούν γιατί πληρώνουν τις φωνασκίες και τις αερολογίες των τενόρων και των μπάσων.


Εξηγήστε μας, λοιπόν κύριοι, εξηγήστε μας! Εκτός αν δεν έχετε εξηγήσεις ή δεν μας θεωρείτε άξιους να τις καταλάβουμε. Αλλά τότε, πώς έχετε την αξίωση να «εξηγείσθε», να διοικείτε, τα «στρατά» σας και τον τόπο;


Με πολλές ευχαριστίες


ΣΤΡ. ΕΞΑΡΧΟΣ


Και για την αντιγραφή


Μ.ΠΛ.