Οι έννοιες της ανοιχτής κοινωνίας και της κοινωνίας πολιτών απέκτησαν περίοπτη θέση στην πολιτική συζήτηση τα τελευταία χρόνια. Αυτό δεν συνέβαινε στο παρελθόν, ιδίως μετά τη ριζοσπαστική δεκαετία των ετών ’60. Από την εποχή εκείνη και έπειτα λειτούργησε ως κυρίαρχη ιδεολογία μια ορισμένη μορφή του μαρξισμού στις δυτικές χώρες, καθώς και στη μεταδικτατορική Ελλάδα.
Στο διάστημα αυτό σπανίως γινόταν άμεση πολιτική χρήση των δύο αυτών εννοιών, της ανοιχτής κοινωνίας και της κοινωνίας πολιτών. Η επίκληση της αρχής της ανοιχτής κοινωνίας παρέπεμπε στην πολεμική που διεξήγαγε ο Karl Popper εναντίον των οπαδών της κλειστής κοινωνίας. Και η αντιδιαστολή ανάμεσα στα δύο πρότυπα αφορά τη φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία από τη μια μεριά και τις ολοκληρωτικές κοινωνίες κομμουνιστικού ή φασιστικού τύπου από την άλλη.
Αυτή η αντίθεση στους δύο ολοκληρωτισμούς που υποδήλωνε η απλή χρήση του όρου «ανοιχτή κοινωνία» ισοδυναμούσε με μια εξίσωση ολοκληρωτισμών η οποία ενοχλούσε σφόδρα τους ζηλωτές του ορθόδοξου μαρξισμού. Αλλά ακόμη και ο ανανεωτικός μαρξισμός, που είχε επικριτική στάση απέναντι στον ολοκληρωτισμό των κοινωνιών του υπαρκτού σοσιαλισμού, δεν ανεχόταν αυτή την εξίσωση και τη διαίρεση των κοινωνιών σε ανοιχτές και σε κλειστές, χωρίς να γίνεται αναφορά στον «τρόπο παραγωγής» καπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό αυτών των κοινωνιών.
Για ταυτόσημους λόγους και η έννοια της κοινωνίας πολιτών δεν είχε πολλή πέραση στο ίδιο διάστημα, παρά το γεγονός ότι αποτελεί έννοια-κλειδί στην πολιτική σκέψη του ιταλού μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι, το κύρος του οποίου παρέμεινε αναμφισβήτητο σε ολόκληρο το μαρξιστικό στρατόπεδο. Η έννοια όμως της κοινωνίας πολιτών, ακόμη και στην γκραμσιανή εκδοχή της, θεωρήθηκε και εξακολουθεί να θεωρείται επικίνδυνη στους ακεραιόφρονες θεωρητικούς του μαρξισμού, ακριβώς διότι υποβιβάζει τον ρόλο της «υποδομής», δηλαδή των «παραγωγικών σχέσεων», ενώ τονίζει τη σημασία της «υπερδομής» στην κοινωνία, στην οποία ανήκει η σφαίρα της κοινωνίας πολιτών.
Οι έννοιες αυτές της ανοιχτής κοινωνίας και της κοινωνίας πολιτών επανήλθαν με δύναμη στον πολιτικό λόγο πριν από 10 χρόνια, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Η έννοια της ανοιχτής κοινωνίας εισήλθε πάλι στον χώρο της πολιτικής ευπρέπειας. Η χρεοκοπία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δύο χρόνια αργότερα συνδέεται και με την αναβίωση της έννοιας της κοινωνίας πολιτών. Αυτό τονίζεται από πολλούς μελετητές: τον Ulrich Beck στη Γερμανία, τον Anthony Giddens στη Βρετανία και τον Charles Taylor στον Καναδά, για να αναφέρουμε τους πιο γνωστούς. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι η κοινωνία πολιτών, με την απλούστερη έννοιά της, δεν είναι άλλο από τη λειτουργία ενδιάμεσων σωμάτων ανάμεσα στον πολίτη και στο κράτος, δηλαδή ακριβώς αυτό που αρνιόταν το λενινιστικό πρότυπο πολιτικής οργάνωσης που επικρατούσε στην Ανατολική Ευρώπη.
Η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων ήταν πράγματι το έναυσμα, η άμεση πολιτική αιτία της αναβίωσης των δύο εννοιών. Δεν εξηγεί όμως αυτό την ουσιαστική συσχέτιση μεταξύ τους. Ιστορικά και κοινωνιολογικά συνδέονται, όπως έδειξε ο Ernest Gellner στο τελευταίο μεγάλο έργο του πριν από τον θάνατό του με τίτλο «Συνθήκες ελευθερίας: η κοινωνία πολιτών και οι ανταγωνιστές της» (1994). Η κοινωνία πολιτών είναι αναγκαίο αντιστήριγμα της ανοιχτής κοινωνίας: αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης του Gellner.
Το βασικό συμπέρασμα από τις θεωρητικές μελέτες αλλά και από την πολιτική πείρα που συσσωρεύτηκε την τελευταία εικοσαετία είναι ότι οι έννοιες της κοινωνίας πολιτών και της ανοιχτής κοινωνίας συνδέονται άμεσα. Η κοινωνία πολιτών προϋποθέτει τη διάκριση μεταξύ κοινωνίας και κράτους με την ευρύτερη έννοια του τελευταίου ως οργάνωσης της πολιτικής εξουσίας, η οποία ισχύει στην ανοιχτή κοινωνία ενώ δεν ισχύει στην κλειστή κοινωνία. Στις κλειστές, παραδοσιακές, κοινότητες στην Αφρική ή στη Νέα Γουινέα, όσο και στις επίσης κλειστές κοινωνίες ολοκληρωτικού τύπου της σύγχρονης εποχής, όπως ως πρόσφατα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και παλαιότερα στη φασιστική Ιταλία και στη ναζιστική Γερμανία, ολόκληρη η κοινωνία ενσωματώνεται στο κράτος και υπάρχει θεωρητικά, τουλάχιστον οργανική σύνδεση με αυτό. Ολόκληρη η κοινωνία κινητοποιείται από το κράτος και την επαναστατική πρωτοπορία που αντιπροσωπεύεται από το κόμμα, χωρίς θεσμικά προσκόμματα, χωρίς οργάνωση ενδιάμεση ανάμεσα στον πολίτη και στην πολιτική εξουσία.
Σε μια ανοιχτή κοινωνία αναγνωρίζονται ελευθερίες και δικαιώματα. Δεν είναι απλώς και μόνο η δυνατότητα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι που χαρακτηρίζει την ανοιχτή κοινωνία. Είναι η ύπαρξη μιας σφαίρας αυτονομίας και ελευθερίας έξω από το κράτος που μπορεί να αντιταχθεί σε αυτό ενδεχομένως, χωρίς να δημιουργήσει πολιτικές δυσλειτουργίες ή αδιέξοδα.
Με άλλα λόγια, σε μια ανοιχτή κοινωνία όχι μόνο αναγνωρίζεται η αυτόνομη ύπαρξη της κοινωνίας σε σχέση με την πολιτική οργάνωσή της αλλά και η χαλαρή ενότητά της μέσα από ένα πλέγμα δικαιωμάτων και ελευθεριών που συνιστούν μια αυτόνομη σφαίρα έξω από το κράτος και που περιλαμβάνουν και την αγορά.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο της κοινωνίας πολιτών δεν λαμβάνεται υπόψη από ορισμένους θιασώτες της κοινωνίας πολιτών, οι οποίοι συγχρόνως συμβάλλουν στο κλίμα αγοραφοβίας καλλιεργώντας την ιδεολογία του οικονομικού και κοινωνικού προστατευτισμού. Είναι συνηθέστατα οι ίδιοι που τάσσονται εναντίον πολιτικών και πολιτιστικών αρχών που τείνουν να γίνουν παγκόσμιες, όσο ο κόσμος εξελίσσεται σε μια όλο και πιο πολυσύνθετη κοινωνία πολιτών και παράλληλα σε μια ενιαία ανοιχτή κοινωνία. Η τελευταία εξακολουθεί να έχει εχθρούς και αυτοί είναι κάθε μορφή εθνοκεντρισμού, θρησκευτικού φανατισμού ή επί μέρους προστατευτισμού, που αποτελούν διαφορετικές μεταξύ τους μορφές του συνδρόμου αγοραφοβίας με την ευρύτερη έννοια που είναι ο φόβος μπρος στον ανοιχτό χώρο είτε στο οικονομικό πεδίο είτε στο κοινωνικό είτε ακόμη και σε εκείνο της γνώσης.
Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.



