Στη μετάβαση από τον 20ό στον 21ο αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν.


Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Η ιστορία του παστεριωμένου γάλακτος αλλά και της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας γενικότερα για αρκετές δεκαετίες ήταν ταυτισμένη με την ΕΒΓΑ, την Εθνικής Βιομηχανία Γάλακτος, όπως ήταν η πρώτη επωνυμία της. Η εμφάνισή της γίνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1930 ­ της βιομηχανικά γονιμότερης ίσως προπολεμικής περιόδου ­ και αποτελεί ουσιαστικά την απαρχή της οικονομικής ιστορίας του κλάδου της βιομηχανοποίησης των γαλακτοκομικών προϊόντων στην Ελλάδα. Η ΕΒΓΑ, παρά το ότι ήταν νεαρή ακόμη βιομηχανία, κατόρθωσε να επιβιώσει στο διάστημα της Κατοχής και αμέσως μετά να κυριαρχήσει για τις επόμενες τρεις-τέσσερις δεκαετίες.


Η δημιουργία της οφείλεται στους αδελφούς Σουραπά, οι οποίοι, ερχόμενοι από την Αμερική, την ανεπτυγμένη αγορά της εποχής, και έχοντας την οικονομική δυνατότητα, αποφάσισαν να δημιουργήσουν το πρώτο στην ελληνική αγορά εργοστάσιο παστεριωμένου γάλακτος. Ως τότε η διακίνηση του φρέσκου γάλακτος βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια των γαλακτοπωλείων και των πλανοδίων πωλητών. Το εργοστάσιο δημιουργήθηκε στον Βοτανικό, στην περιοχή όπου βρίσκεται και σήμερα, σε έκταση 10.000 τ.μ. Το κόστος της επένδυσης ήταν αρκετά υψηλό για τα δεδομένα της εποχής: ανήλθε στα 30 εκατ. δρχ. Εναν χρόνο αργότερα, το 1935, κυκλοφορούν στην ελληνική αγορά τα πρώτα προϊόντα της ΕΒΓΑ: παστεριωμένο γάλα, παστεριωμένη κρέμα γάλακτος σε γυάλινα μπουκάλια, γιαούρτι από γάλα αγελάδος σε κεσεδάκι από αλουμίνιο και βούτυρο σε πακέτο. Η αγορά των γαλακτοκομικών προϊόντων έκανε το πρώτο βήμα στη βιομηχανοποίησή της.


Δύο χρόνια μετά τη δημιουργία του εργοστασίου, το 1936, η Εθνικής Βιομηχανία Γάλακτος μετονομάζεται Ελληνική Βιομηχανία Γάλακτος και στους δρόμους της Αθήνας κάνουν την εμφάνισή τους τα παγωτά ΕΒΓΑ ξυλάκι, με ή χωρίς επικάλυψη σοκολάτας. «Ποιος δεν θυμάται την εισβολή των παγωτών με το ξυλάκι στους αθηναϊκούς δρόμους και τον ενθουσιασμό με τον οποίο έγιναν δεκτά από τον κόσμο, μικρούς και μεγάλους» έγραφε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Στ. Τζινιέρης στην έκδοση «Ιδρύματα και επιχειρήσεις που κοσμούν την Ελλάδα». Η μορφή αυτή, άγνωστη ως τότε στην αγορά, αποτελεί καινοτομία της εποχής και η εταιρεία αποκτά την ευρεσιτεχνία για την Ελλάδα. Αλλά και τα προϊόντα της νεαρής βιομηχανίας εκτός των παγωτών, πρωτότυπα εκείνη την εποχή, άρχισαν να κατακτούν σιγά σιγά την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Τη δυναμική της έρχονται όμως να ανακόψουν ο πόλεμος και η Κατοχή. Στο διάστημα αυτό η ΕΒΓΑ περιορίζεται στην παραγωγή παστεριωμένου γάλακτος, η διανομή του οποίου γίνεται κάτω από τον έλεγχο του Ερυθρού Σταυρού και των στρατευμάτων κατοχής. Το 1945, μετά την απελευθέρωση, οι ζημιές που το εργοστάσιο είχε υποστεί στο διάστημα της Κατοχής επανορθώνονται και η επιχείρηση τίθεται σε πλήρη λειτουργία. Τον Νοέμβριο του 1950, αφού η οικογένεια Σουραπά είχε δανειστεί 2 δισ. δρχ. και 350.000 δολάρια, εγκαινιάζεται το νέο εργοστάσιο, που τώρα πλέον εκτείνεται σε έκταση 12.500 τ.μ.


* Τα πρώτα πρατήρια



Τη δεκαετία του 1950 επεκτείνεται με εντυπωσιακό τρόπο: «Απόδειξη, η ίδρυση και η ύπαρξη των 900 περίπου πρατηρίων εις την περιοχήν της πρωτευούσης, τα οποία μόλις και μετά βίας καλύπτουν τας ανάγκας του κοινού. Στα πρατήρια αυτά πρέπει να προστεθούν και τα πάμπολλα ζαχαροπλαστεία του κέντρου και των επαρχιών, τα οποία προσφέρουν στους πελάτες και ειδικά παγωτά χύμα και κασάτες, τα οποία παράγονται για τον σκοπόν αυτόν. Οπως είναι γνωστό, η ΕΒΓΑ στον τομέα των παγωτών της ­ εκτός από τα πλακίδια (με το ξυλάκι), τα οποία κυκλοφορούν σε διάφορες ποικιλίες: γάλακτος με περίβλημα και χωρίς περίβλημα σοκολάτας, κακάο κτλ. ­ παράγει ακόμη διάφορες ποικιλίες σε κύπελλα πλαστικά, σπέσιαλ και κασάτες σε ειδικά χαρτοκυτία και ειδικό τυποποιημένο μείγμα που προσφέρεται σε χωνάκια παραγωγής της εταιρείας. Ιδιαίτερα για το καταναλωτικό κοινό Μακεδονίας και Θράκης έχει ιδρυθή μεγάλο πρατήριο στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου γίνονται οι επί μέρους διανομές προς τα διάφορα σημεία της Βορείου Ελλάδος» (Στ. Τζινιέρη ό.π.π.). Τα μικρά καταστήματα της γειτονιάς παίρνουν πλέον το όνομά της και θα το διατηρήσουν για τις επόμενες δεκαετίες. Η «ΕΒΓΑ της γειτονιάς» εισέρχεται στην καθημερινή ζωή των καταναλωτών.


Το 1953 η ΕΒΓΑ χρησιμοποιεί πρώτη στην Ελλάδα πλαστική συσκευασία για το γιαούρτι και τα παγωτά της και δύο χρόνια αργότερα, το 1955, επεκτείνει τη δραστηριότητά της και στον κλάδο της σοκολατοποιίας. «Εγκατέστησε τέλεια μηχανήματα, τα τελειότερα του είδους, και παρήγαγε σοκολάτες ελβετικού τύπου γάλακτος, αμυγδάλου, υγείας και γεμιστές σε ταμπλέτες διαφόρων μεγεθών. Παράγονται επίσης σοκολατίνια διαφόρων ποικιλιών και κακάο ολλανδικού τύπου απολύτως διαλυτόν, τα οποία κυκλοφορούν σε κουτιά διαφόρων μεγεθών, κουβερτούρες γάλακτος και υγείας, τρούφα κ.ά. Τα προϊόντα αυτά, των οποίων την παραγωγή διευθύνει από της ενάρξεως λειτουργίας του τμήματος ειδικός ελβετός σοκολατοποιός, διατίθενται σε ολόκληρη τη χώρα, είναι δε από πλευράς καταναλώσεως στην πρώτη σειρά μεταξύ των προϊόντων των εγχωρίων ειδικών βιομηχανιών» (ό.π.π.). Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 «δεν υπάρχει κανένα απολύτως προϊόν της εταιρείας που κυκλοφορεί σε συσκευασία επιστρεφόμενη στο εργοστάσιο. Ετσι η πρόοδος που εσημειώθη με την καθιέρωση των πλαστικών κυπέλλων γιαούρτης και παγωτών ολοκληρούται, οι δε όροι υγιεινής που και τώρα τηρούνται εις έπακρον φθάνουν σε τέτοιο σημείο εξελίξεως ώστε να ικανοποιούν και έναν παθολογικά ακόμη σχολαστικό καταναλωτή» (ό.π.π.).


Το 1964 αποτελεί χρονιά-τομή στην εξέλιξη της συσκευασίας του γάλακτος στην ελληνική αγορά. Η ΕΒΓΑ είναι η πρώτη βιομηχανία που αλλάζει τη συσκευασία του γάλακτος από γυάλινη σε πλαστική μιας χρήσεως και μεταξύ των πρώτων σε όλη την Ευρώπη.


Το 1971 η εταιρεία αλλάζει χέρια και μέσω της ΑΠΚΟ ΑΒΕ περνά στην ιδιοκτησία του Καρόλου Πολίτη, ιδιοκτήτη και άλλων γνωστών εταιρειών της εποχής. Ως το 1978 δαπανώνται περί τα 500 εκατ. δρχ. για τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων, ενώ παράλληλα αποσύρεται από τους περισσότερους τομείς στους οποίους δραστηριοποιείτο και επικεντρώνει αποκλειστικά την παραγωγική δραστηριότητά της στον τομέα του παγωτού.


* Αλλαξε χέρια


Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, το 1988, η εταιρεία «αλλάζει χέρια» με μια διαδικασία που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων ως προς τη διαφάνειά της για δεύτερη φορά στην ιστορία της. Νέος ιδιοκτήτης είναι ο όμιλος εταιρειών Κυριάκου Φιλίππου. Η εταιρεία αρχίζει μια νέα περίοδο ανάπτυξης, γίνονται νέες επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και το 1991 δραστηριοποιείται πλέον, πέραν του παγωτού, και στην αγορά παστεριωμένων χυμών με την επωνυμία Refresh. Το 1995 η εταιρεία κυκλοφορεί δύο νέες σειρές προϊόντων, παγωτά με 0% λιπαρά και χυμούς μακράς διαρκείας. Τον επόμενο χρόνο, το 1996, η ΕΒΓΑ κερδίζει το βραβείο Sial D’ Or στη Διεθνή Εκθεση Τροφίμων της Sial για τα παγωτά με 0% λιπαρά και αποκτά το διεθνές πιστοποιητικό ποιότητας ISO 9002. Το 1998 ο όμιλος Κ. Φιλίππου αποκτά πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της εταιρείας παραγωγής παγωτού CAS, η οποία διαθέτει τρία εργοστάσια στη Νότια Αφρική και μέσω αυτής τοποθετούνται τα προϊόντα της ΕΒΓΑ στη νοτιοαφρικανική αγορά. Στις αρχές του 1999 η εταιρεία παραγωγής κρουασάν Folie συγχωνεύεται με την ΕΒΓΑ και η δεύτερη μετονομάζεται Ελληνική Βιομηχανία Γάλακτος και Αλεύρου. Ετσι, εκτός από τις αγορές του παγωτού και των χυμών, η εταιρεία εισέρχεται δυναμικά και στην αγορά των κατεψυγμένων αρτοσκευασμάτων «λανσάροντας» μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων κατεψυγμένης ζύμης.


Τώρα πλέον, 66 χρόνια μετά τη δημιουργία της, η πάλαι ποτέ Εθνικής Βιομηχανία Γάλακτος, αφού με τη λειτουργία της «σημάδεψε» αρκετούς σταθμούς στην ιστορία της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας, έχει τοποθετήσει τα προϊόντα της σε 22 χώρες τριών ηπείρων επιβεβαιώνοντας ίσως με τον καλύτερο τρόπο τη σοβαρότητα του εγχειρήματος των ιδρυτών της.