Αγοράζοντας κάποιος «κρατικά χαρτιά» στην ουσία εξυπηρετεί τις δανειακές ανάγκες του Δημοσίου. Δανείζοντας λοιπόν χρήματα στο Δημόσιο παίρνει στα χέρια του έναν τίτλο που πιστοποιεί αυτήν ακριβώς την υποχρέωση του Δημοσίου: ότι ύστερα, π.χ., από ένα χρόνο το Δημόσιο υποχρεούται να του επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε, συν φυσικά τον τόκο. Ο τόκος υπολογίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο, που έχει «συμφωνηθεί» εκ των προτέρων ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Εχοντας τον τίτλο στα χέρια του ο δανειστής του Δημοσίου μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον πουλήσει σε όποιον θέλει ή να περιμένει ως τη λήξη για να πάρει πίσω τα χρήματά του. Αν τον πουλήσει κάποια στιγμή πριν από τη λήξη του, αυτός που θα τον αγοράσει αγοράζει και το δικαίωμα να εμφανιστεί στη λήξη του τίτλου και να εισπράξει το κεφάλαιο, συν τους τόκους.
Και στις δύο περιπτώσεις το κέρδος του καθενός είναι η διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που πλήρωσε για να αγοράσει τον τίτλο και σε αυτά που εισέπραξε κατά την πώλησή του ή τη ρευστοποίησή του. Συνολικά το Δημόσιο έχει δανειστεί με τον τρόπο αυτό κεφάλαια ύψους 28 τρισ. δραχμών, που αποτελούν περίπου το 75% του συνολικού χρέους της γενικής κυβέρνησης.
* Τίτλοι για όλους
Το υπουργείο Οικονομικών, στην προσπάθειά του να αναδιαρθρώσει το δημόσιο χρέος και να επιμηκύνει τη διάρκειά του, έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια στην έκδοση νέων προϊόντων και έτσι σήμερα έχουμε τίτλους για όλα τα γούστα. Θέλει κάποιος να δημιουργήσει ένα κεφάλαιο; Μπορεί να αγοράσει τρίμηνα, εξάμηνα ή ετήσια έντοκα γραμμάτια ή ακόμη μεγαλύτερης διάρκειας, δηλαδή ομόλογα zero coupon. Θέλει πάλι να απολαμβάνει υψηλές αποδόσεις για μικρά ποσά; Μπορεί να αγοράσει αποταμιευτικά ομόλογα. Επιθυμεί να έχει ένα ετήσιο εισόδημα και παράλληλα το κεφάλαιό του ακέραιο; Μπορεί να επενδύσει σε μακροχρόνια ομόλογα με σταθερό επιτόκιο. Επίσης, αν θέλει να προστατέψει το κεφάλαιό του από τον πληθωρισμό, μπορεί να επενδύσει σε τιμαριθμοποιημένα ομόλογα των οποίων η απόδοση είναι προκαθορισμένη πάνω από το ύψος του πληθωρισμού. Τέλος, αν επιθυμεί να έχει προνομιακή μεταχείριση στις υπό ιδιωτικοποίηση εταιρείες του Δημοσίου, τότε μπορεί να αγοράσει προμέτοχα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα κεφάλαια που έχουν τοποθετηθεί σε έντοκα γραμμάτια αποτελούν περίπου το 18% του εσωτερικού δανεισμού του Δημοσίου. Οσον αφορά τα ομόλογα σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου, που αποτελούν περίπου το 80% του εσωτερικού δανεισμού, υπολογίζεται ότι το 55% κατέχουν οι τίτλοι κυμαινόμενου επιτοκίου και το 45% τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου. Ειδικότερα, από τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου, το μεγαλύτερο κομμάτι αφορά τα 10ετή και τα 7ετή, στα οποία υπολογίζεται ότι έχουν τοποθετηθεί κεφάλαια ύψους 7 τρισ. δραχμών. Επίσης ικανοποιητικό ρυθμό αύξησης εμφανίζουν τα κεφάλαια που τοποθετούνται σε αφορολόγητα αποταμιευτικά ομόλογα, τα οποία προσεγγίζουν το 1 τρισ. δραχμές. Οι τίτλοι αυτοί απευθύνονται σε μικροεπενδυτές και στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι να αντικαταστήσουν σταδιακά τα έντοκα γραμμάτια ώστε να επιτευχθεί η επιμήκυνση του δημόσιου χρέους. Προς την κατεύθυνση αυτή έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια η μέση διάρκεια των κρατικών τίτλων, η οποία εκτιμάται ότι στο τέλος του 1999 θα είναι 6,2 έτη από 4,55 έτη που ήταν στο τέλος του προηγούμενου έτους.
* Οι βασικοί διαπραγματευτές
Εξάλλου, με τη βελτίωση του τρόπου διάθεσης των τίτλων του Δημοσίου, δηλαδή με την καθιέρωση του θεσμού των βασικών διαπραγματευτών αγοράς και την καθιέρωση των δημοπρασιών ως κύριας μεθόδου έκδοσης και διάθεσής των ομολόγων στο επενδυτικό κοινό, οι αποδόσεις των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου συνδέονται πλέον με τις εξελίξεις των αγορών χρήματος και κεφαλαίου. Τα επιτόκια έπαψαν να ορίζονται διοικητικά από το ελληνικό Δημόσιο και απεικονίζουν πλέον τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στην οικονομία.
Ετσι, το ενδιαφέρον των θεσμικών επενδυτών, ελλήνων και ξένων, εστιάζεται σήμερα στα ομόλογα σταθερού επιτοκίου, λόγω των υψηλών κεφαλαιακών κερδών που υπόσχονται οι τίτλοι αυτοί από την περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων. Οι τίτλοι αυτοί είναι μεσομακροπρόθεσμοι τίτλοι με σταθερό επιτόκιο σε όλη τη διάρκειά τους και φέρουν τοκομερίδια, δηλαδή κουπόνια. Κάθε χρόνο ο κάτοχος του τίτλου εισπράττει τον τόκο κόβοντας το αντίστοιχο κουπόνι και στη λήξη του τίτλου εισπράττει και το κεφάλαιό του. Κάποιος που τοποθετεί τα χρήματά του σε τέτοιου είδους τίτλους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα δεσμεύει για όλο το χρονικό διάστημα της διάρκειας του τίτλου. Τα ομόλογα είναι ρευστοποιήσιμα ανά πάσα στιγμή σε τιμές που διαμορφώνονται στη δευτερογενή αγορά.
Τα ομόλογα διακινούνται καθημερινώς στη δευτερογενή αγορά και οι τιμές τους διαμορφώνονται ανάλογα με τις προοπτικές για την πορεία των επιτοκίων, την προσφορά και τη ζήτηση, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μετοχές.
Ετσι, τίτλοι με υψηλό ονομαστικό επιτόκιο με το οποίο θα συνεχίσουν να πληρώνουν τόκο και τα επόμενα χρόνια ως τη λήξη τους γίνονται όλο και πιο ελκυστικοί καθώς υποχωρούν τα επιτόκια.
* Πώς ορίζονται οι αλλαγές
Οι τιμές των ομολόγων αφορούν το ποσό που είναι διατεθειμένος να πληρώσει κάποιος για να αγοράσει έναν τίτλο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δηλαδή συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, ονομαστική αξία και επιτόκιο. Για παράδειγμα ένα 10ετές ομόλογο ονομαστικής αξίας 1.000.000 δρχ. με επιτόκιο 8,60% πωλείτο την περασμένη Πέμπτη έναντι 1.116.000 δρχ., τιμή που διαμόρφωνε την απόδοση του συγκεκριμένου ομολόγου στη λήξη σε 6,03%. Και όσο η τιμή του ανεβαίνει τόσο υποχωρεί η απόδοσή του και αντιστρόφως. Ο πωλητής του συγκεκριμένου τίτλου, εκτός από τα όποια έσοδα από τα κουπόνια που τυχόν είχε εισπράξει, είχε και κεφαλαιακά κέρδη ή ζημίες από τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή που είχε αγοράσει τον συγκεκριμένο τίτλο και σ’ αυτήν που τον πούλησε.
Σε περίπτωση που η τάση για τα επιτόκια είναι πτωτική, όπως σήμερα, οι τιμές παλαιότερων τίτλων με υψηλότερα επιτόκια ανεβαίνουν και αντίθετα, όταν τα επιτόκια ακολουθούν ανοδική πορεία, οι τιμές τίτλων με χαμηλότερα επιτόκια πέφτουν. Πάντως οι μεταβολές των τιμών των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά δεν ενδιαφέρουν κάποιον που αγόρασε τον τίτλο με προοπτική να τον κρατήσει ως το τέλος του.
Οι ξένοι που επενδύουν στην ελληνική αγορά ομολόγων στην πλειονότητά τους χρηματοδοτούν τις αγορές τους δανειζόμενοι δραχμές. Υπολογίζεται ότι σήμερα περίπου το 80% των ξένων επενδυτών δανείζονται δραχμές για να αγοράσουν ομόλογα. Στον λόγο αυτό αποδίδεται το γεγονός ότι δεν υπήρξαν εκροές συναλλάγματος την περασμένη εβδομάδα όταν οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές προχώρησαν σε σημαντικές ρευστοποιήσεις ομολόγων. Και τα κέρδη που αποκομίζουν από τα ομόλογα καλύπτουν με το παραπάνω το κόστος δανεισμού και είναι υψηλότερα από αυτά που θα πραγματοποιούσαν αν επένδυαν σε αντίστοιχους τίτλους άλλων χωρών, λόγω των υψηλών δραχμικών επιτοκίων.
ΕΝΤΟΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
Τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου (ΕΓΕΔ) είναι τίτλοι μικρής διάρκειας (τριών, έξι και 12 μηνών), οι οποίοι πωλούνται σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική αξία τους και εξοφλούνται κατά τη λήξη τους στην ονομαστική αξία τους. Απευθύνονται κυρίως σε μικροεπενδυτές.
Η διάθεση των εντόκων γραμματίων γίνεται με δημοπρασία και έτσι το επιτόκιό τους διαμορφώνεται από τους μετέχοντες στις δημοπρασίες. Το ευρύ επενδυτικό κοινό προμηθεύεται τα έντοκα γραμμάτια από τις τράπεζες και τα άλλα νομικά πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί για πώληση τίτλων του Δημοσίου.
ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΑ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΤΙΚΑ ΟΜΟΛΟΓΑ
Τα αφορολόγητα αποταμιευτικά ομόλογα είναι τίτλοι μικρής ονομαστικής αξίας, οι οποίοι φέρουν τοκομερίδια με σταθερό επιτόκιο για όλη τη διάρκειά τους και εκδίδονται στην ονομαστική αξία τους. Απευθύνονται αποκλειστικά στους μικρούς επενδυτές και εκδίδονται σε άυλη (λογιστική) μορφή. Μόνο φυσικά πρόσωπα, κάτοικοι εσωτερικού, μπορούν να επενδύσουν στους τίτλους αυτούς, σε ποσά ονομαστικής αξίας από 10.000 δρχ. ως 15.000.000 δρχ. ανά έκδοση. Οι τίτλοι αυτοί είναι αφορολόγητοι μόνο αν διακρατηθούν ως τη λήξη τους.
Οι πρώτες εκδόσεις αφορολόγητων αποταμιευτικών ομολόγων σταθερού επιτοκίου έχουν διάρκεια δύο ετών. Το επιτόκιό τους προσδιορίζεται και ανακοινώνεται πριν από κάθε έκδοσή τους. Τα ομόλογα αυτά διατίθενται στο επενδυτικό κοινό με τη μέθοδο της δημόσιας εγγραφής σε συγκεκριμένες ημερομηνίες. Η εξόφλησή τους γίνεται στην ονομαστική αξία τους κατά την ημερομηνία λήξης τους και τότε καταβάλλονται στους επενδυτές και οι τόκοι του τελευταίου τοκομεριδίου.
ΟΜΟΛΟΓΑ ΤΕΛΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΟΚΟΜΕΡΙΔΙΑ
Τα ομόλογα τελικής απόδοσης ή αλλιώς ομόλογα χωρίς τοκομερίδια (zero-coupon bonds) είναι τίτλοι μικρής ή μέσης διάρκειας οι οποίοι απευθύνονται σε επενδυτές που επιθυμούν να επενδύσουν σε τίτλους όμοιους με τα έντοκα γραμμάτια, μεγαλύτερης όμως διάρκειας. Οι τίτλοι αυτοί, όπως και τα έντοκα, πωλούνται σε τιμή χαμηλότερη από την ονομαστική αξία τους.
Τα ομόλογα αυτά εξασφαλίζουν σταθερή απόδοση για όλη τη διάρκειά τους. Οι ως τώρα εκδόσεις των ομολόγων χωρίς τοκομερίδια διατέθηκαν στο επενδυτικό κοινό με τη μέθοδο της δημόσιας εγγραφής ενώ οι μελλοντικές σχεδιάζεται να διατίθενται με δημοπρασία και να είναι σε άυλη μορφή. Η εξόφληση των τίτλων γίνεται στην ονομαστική αξία τους κατά την ημερομηνία λήξης τους.
ΟΜΟΛΟΓΑ ΣΤΑΘΕΡΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ
Τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου είναι τίτλοι μέσης και μεγάλης διάρκειας, από δύο ως 15 έτη, οι οποίοι απευθύνονται σε θεσμικούς επενδυτές και τράπεζες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, όπως επίσης στους ιδιώτες επενδυτές που επιθυμούν να εξασφαλίσουν σταθερές ετήσιες αποδόσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τα ομόλογα αυτά φέρουν τοκομερίδια τα οποία κάθε χρόνο αποφέρουν σταθερή πρόσοδο τόκων. Εξοφλούνται στη λήξη τους στην ονομαστική αξία τους. Ως σήμερα εκδίδονται τίτλοι ομολόγων σταθερού επιτοκίου με διάρκεια δύο, τριών, πέντε, επτά, 10 και 15 ετών ενώ το υπουργείο Οικονομικών προγραμματίζει να προβεί και σε άλλες εκδόσεις ομολόγων με διάρκεια μεγαλύτερη των 15 ετών.
Τα ομόλογα σταθερού επιτοκίου εκδίδονται και διατίθενται στο επενδυτικό κοινό με δημοπρασία από την οποία προκύπτει η μέση ετήσια σταθμική απόδοσή τους. Ωστόσο το ετήσιο σταθερό ονομαστικό επιτόκιο που φέρουν τα τοκομερίδιά τους προσδιορίζεται και ανακοινώνεται πριν από την έκδοσή τους. Η απόδοση των τίτλων καθορίζεται από το ονομαστικό επιτόκιο, καθώς και από την τιμή αγοράς τους.
ΟΜΟΛΟΓΑ ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ
Τα ομόλογα κυμαινόμενου επιτοκίου είναι τίτλοι μέσης και μεγάλης διάρκειας, τριών ως επτά ετών, οι οποίοι απευθύνονται σε ιδιώτες αλλά και σε θεσμικούς επενδυτές, καθώς και σε τράπεζες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Απευθύνονται σε επενδυτές οι οποίοι επιθυμούν να επενδύσουν τα χρήματά τους εξασφαλίζοντας αποδόσεις που θα είναι πάντοτε σύμφωνες με τους όρους που επικρατούν στην αγορά (διαφορετικό επιτόκιο για κάθε τοκοφόρο περίοδο).
Τα ομόλογα αυτά φέρουν τοκομερίδια το ονομαστικό επιτόκιο των οποίων γίνεται γνωστό στην αρχή κάθε τοκοφόρου περιόδου και ισούται με το εκάστοτε ισχύον ονομαστικό επιτόκιο των ετήσιων εντόκων πλέον ενός περιθωρίου (spread), το οποίο από τις 6 Ιουνίου 1997 μειώθηκε σε 0,20%, 0,40% και 0,80% για τα ομόλογα τριετούς, πενταετούς και επταετούς διάρκειας αντίστοιχα.
ΤΙΜΑΡΙΘΜΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΟΜΟΛΟΓΑ
Τα τιμαριθμοποιημένα ομόλογα είναι τίτλοι μέσης και μεγάλης διάρκειας και απευθύνονται κυρίως σε θεσμικούς επενδυτές, καθώς και σε τράπεζες, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Επίσης απευθύνονται σε εκείνους τους ιδιώτες επενδυτές που επιθυμούν να επενδύσουν τα χρήματά τους εξασφαλίζοντας ετησίως σταθερές πραγματικές αποδόσεις πάνω από τον πληθωρισμό επί μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Τα ομόλογα αυτά φέρουν τοκομερίδια το επιτόκιο των οποίων ισούται με την ετήσια σταθερή πραγματική απόδοση και είναι γνωστό από την ημερομηνία έκδοσής τους. Οι υφιστάμενες εκδόσεις, διάρκειας πέντε και 10 ετών, που διατέθηκαν στο επενδυτικό κοινό με τη μέθοδο της δημόσιας εγγραφής, έχουν πραγματική ετήσια απόδοση – επιτόκιο 4%. Ο τόκος που λαμβάνει ο επενδυτής κάθε χρόνο με την εξόφληση ενός εκάστου τοκομεριδίου υπολογίζεται όχι στην ονομαστική αξία του τίτλου αλλά στην αναπροσαρμοζόμενη κάθε χρόνο αξία του, σύμφωνα με την εξέλιξη του πληθωρισμού (Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή).
ΟΜΟΛΟΓΑ ΡΗΤΡΑΣ ΞΕΝΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ
Τα ομόλογα ρήτρας ξένου νομίσματος είναι τίτλοι μικρής και μέσης διάρκειας. Απευθύνονται σε όλους τους επενδυτές, ιδιώτες και θεσμικούς, που επιθυμούν να επενδύσουν σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου των οποίων η ονομαστική αξία είναι συνδεδεμένη με ξένα νομίσματα.
Για την αγορά των τίτλων αυτών ο επενδυτής καλείται να καταβάλει το δραχμικό ισότιμο της ονομαστικής αξίας τους, η οποία αρχικά εκφράζεται στο ξένο νόμισμα, με βάση την ισοτιμία δραχμής / ξένου νομίσματος που διαμορφώνεται στο fixing δύο εργάσιμες ημέρες πριν από την έκδοση.
Τα ομόλογα ρήτρας ξένου νομίσματος φέρουν τοκομερίδια με σταθερό ετήσιο ονομαστικό επιτόκιο. Ο υπολογισμός των τόκων γίνεται ετησίως στο ξένο νόμισμα και μετατρέπεται από το ξένο νόμισμα σε δραχμές με συντελεστή μετατροπής την ισοτιμία δραχμής / ξένου νομίσματος στο fixing δύο εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη της κάθε τοκοφόρου περιόδου.
Τα ομόλογα αυτά εξοφλούνται στη λήξη τους στην ονομαστική αξία τους, η οποία υπολογίζεται με την ισοτιμία δραχμής / ξένου νομίσματος στο fixing δύο εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήξη τους.
ΜΕΤΟΧΟΠΟΙΗΣΙΜΟΙ ΤΙΤΛΟΙ, ΤΑ ΠΡΟΜΕΤΟΧΑ
Τα προμέτοχα είναι μετοχοποιήσιμοι τίτλοι του ελληνικού Δημοσίου που εκδόθηκαν σε δραχμές στις 9 Οκτωβρίου 1998, με τη μορφή άυλων τίτλων τριετούς διάρκειας, χωρίς τοκομερίδια (zero coupon) και με ονομαστική αξία κάθε τίτλου 100 δρχ. Η διάθεσή τους στο ευρύ επενδυτικό κοινό έγινε με τη διαδικασία της δημόσιας εγγραφής και διατέθηκαν συνολικά 170 δισ. δρχ. Για τα δραχμικά προμέτοχα, η τιμή διάθεσής τους καθορίστηκε σε 7.637 δρχ. για αγορά τίτλων ονομαστικής αξίας 10.000 δρχ., πράγμα που αντιστοιχεί σε ετήσιο αφορολόγητο επιτόκιο 9,40%.
Τα προμέτοχα παρέχουν το δικαίωμα προνομιακής ανταλλαγής τους με μετοχές εταιρειών οι οποίες ανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο και οι οποίες θα διατίθενται με ιδιωτική τοποθέτηση ή με δημόσια εγγραφή από την 1.1.1999. Η προνομιακή συμμετοχή συνίσταται στην καταβολή μειωμένου τιμήματος (έκπτωση 5%) για την απόκτηση των μετοχών και την κατά προτεραιότητα κατανομή τους.
Κατά την ημερομηνία λήξης των τίτλων τα προμέτοχα τα οποία δεν θα έχουν ανταλλαγεί με μετοχές θα εξοφληθούν στην ονομαστική αξία τους. Οι τόκοι των δραχμικών προμετόχων υπόκεινται σε φορολόγηση 10% μόνο στην περίπτωση που συντρέξουν και οι τρεις από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: έχουν διαπραγματευτεί δευτερογενώς, δεν αντηλλάγησαν με μετοχές και εξοφλήθηκαν στη λήξη τους. Στην περίπτωση αυτή ο φόρος παρακρατείται στη λήξη των τίτλων. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση οι τόκοι των δραχμικών προμετόχων είναι αφορολόγητοι.
Δοκιμάζονται από τον πόλεμο
Οι μεγάλες ρευστοποιήσεις ομολόγων οδήγησαν για πρώτη φορά ύστερα από αρκετό καιρό την περασμένη Τετάρτη τη διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ελληνικών τίτλων και των αντίστοιχων γερμανικών πάνω από το όριο σύγκλισης των δύο ποσοστιαίων μονάδων. Η διαφορά παρέμεινε στα επίπεδα αυτά ως το τέλος της εβδομάδας μιας εβδομάδας κατά την οποία οι εντολές πώλησης ομολόγων δίνονταν πιο εύκολα από τις εντολές αγοράς. Οι ρευστοποιήσεις προέρχονταν κυρίως από χρηματοπιστωτικούς οίκους του Λονδίνου που ενεργούσαν για λογαριασμό πελατών τους θεσμικών επενδυτών με μεγάλα χαρτοφυλάκια κυρίως από τη Νέα Υόρκη και οι αγοραστές ήταν ως επί το πλείστον οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες.
Τραπεζικά στελέχη αποδίδουν τις ρευστοποιήσεις στο γεγονός ότι δεν διαφαίνεται άμεση αποκλιμάκωση των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, αλλά και στις συγκεχυμένες πληροφορίες για τις εξελίξεις στο Κοσσυφοπέδιο. «Τα σενάρια που εμφανίστηκαν στον ξένο Τύπο και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα προκάλεσαν νευρικότητα στην αγορά» αναφέρουν. Οι τιμές των ομολόγων όλων των περιόδων υποχώρησαν σημαντικά και σε κάποια στιγμή η διαφορά στις αποδόσεις μεταξύ των ελληνικών δεκαετών ομολόγων και των αντίστοιχων γερμανικών έφθασε στις 2,23 ποσοστιαίες μονάδες από 1,97 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν στην αρχή της εβδομάδας, για να μειωθεί προς το τέλος της εβδομάδας λίγο πάνω από τις 2 μονάδες.
Η εξέλιξη αυτή πάντως δεν δείχνει να ανησυχεί την κυβέρνηση και την Τράπεζα της Ελλάδος. «Δεν υπάρχουν σημάδια στην πραγματική οικονομία» λένε «που να προκαλούν ανησυχία και να δικαιολογούν τη συμπεριφορά των επενδυτών». Αναφερόμενος στην άνοδο του περιθωρίου αποδόσεων ελληνικών και γερμανικών ομολόγων ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Π. Θωμόπουλος λέει ότι η πρόσκαιρη υπέρβαση του ορίου των δύο ποσοστιαίων μονάδων «δεν δημιουργεί προβλήματα, καθώς η μέση διαφορά των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων από την αρχή του έτους κινείται εντός του πλαισίου σύγκλισης».
Αγορές πραγματοποιήθηκαν κυρίως από την πλευρά των μεγάλων ελληνικών τραπεζών, οι οποίες, όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, «στην άνοδο των τιμών των ομολόγων είχαν προχωρήσει σε ρευστοποιήσεις τίτλων προκειμένου να αποκομίσουν τα κέρδη τους και έτσι τώρα βρέθηκαν με περιθώριο αγορών». Επιπλέον, η σημερινή συγκυρία στην αγορά ομολόγων θεωρείται ότι προσφέρεται για τοποθετήσεις εκ μέρους των τραπεζών, δεδομένου ότι τα πρόσφατα μέτρα της Τράπεζας της Ελλάδος για περιορισμό του ρυθμού αύξησης της πιστωτικής επέκτασης τις οδηγεί σε εναλλακτικούς τομείς δραστηριότητας για κάλυψη των διαφυγόντων εσόδων. «Με τις σημερινές τιμές των ομολόγων και με δεδομένη την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, οι τράπεζες μπορούν να έχουν από τις τοποθετήσεις τους σε κρατικούς τίτλους κεφαλαιακά κέρδη της τάξεως του 20% το επόμενο 12μηνο» αναφέρουν πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος.



