Ενας χριστιανός ήρωας, ο Ορλάντο, που ερωτεύεται την εξωτική βασίλισσα Αντζέλικα, η οποία ωστόσο παντρεύεται τον αγαπημένο της Μεντόρο. Η παροδική απώλεια της λογικής του άτυχου ερωτευμένου. Ενα δεύτερο ζευγάρι, η Μπρανταμάντε και ο Ρουτζέρο, οι οποίοι εν τούτοις δεν σχετίζονται με την κυρίως πλοκή. Η κακιά μάγισσα Αλτσίνα, που παρά το ότι επηρεάζει τις εξελίξεις δεν έχει τη δύναμη να τις καθορίσει. Ενας ακόμη «βοηθητικός» ήρωας, ο Αστόλφο, ο οποίος συμβάλλει στην τόσο σημαντική για την εποχή εκείνη «γεωμετρία» της υπόθεσης.
Τα παραπάνω συνθέτουν τον βασικό καμβά της όπερας του Βιβάλντι «Orlando Furioso» ή «Μαινόμενος Ορλάνδος», η πανελλήνια πρεμιέρα της οποίας θα δοθεί την προσεχή Παρασκευή στο θέατρο Ολύμπια. Εναν περίπου χρόνο μετά τον «Ξέρξη» του Χέντελ – που κατά κοινή ομολογία απετέλεσε μία από τις ευτυχέστερες στιγμές της περασμένης σεζόν – η Εθνική Λυρική Σκηνή επέλεξε ένα ακόμη πολύ διαφορετικό εν τούτοις έργο, προκειμένου να συσφίγξει τις σχέσεις του αθηναϊκού κοινού με τον χώρο του μπαρόκ ρεπερτορίου. Ο κεντρικός πυρήνας των συντελεστών παραμένει ο ίδιος. Η μουσική διεύθυνση είναι του 27χρονου πολλά υποσχόμενου μαέστρου Βασίλη Χριστόπουλου, ενώ τον ομώνυμο ρόλο θα ερμηνεύσει η επίσης νεαρή και διαρκώς ανερχόμενη μεσόφωνος Μαρίτα Παπαρίζου, πλαισιωμένη από τη Μάτα Κατσούλη, τη Μαίρη Ελεν Νέζη, τη Μαρίνα Φιδέλη και τον Νίκο Σπανό. Τη σκηνοθεσία ωστόσο θα υπογράψει εφέτος η Μαρία Γυπαράκη, εξειδικευμένη στην εποχή του μπαρόκ, η οποία έχει επιδείξει αξιόλογα δείγματα γραφής τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό.
Drama per musica σε τρεις πράξεις, ο «Ορλάντο» στηρίζεται σε λιμπρέτο του Γκράτσιο Μπρατσιόλι, δικηγόρου από τη Φεράρα, το οποίο με τη σειρά του είναι εμπνευσμένο από το ποιητικό κείμενο του Λουντοβίκο Αριόστο «Μαινόμενος Ορλάνδος». Η πρεμιέρα δόθηκε στο Teatro Sant’ Angelo της Βενετίας το φθινόπωρο του 1927. Η ιστορία εν τούτοις της όπερας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίπλοκη. Η πρώτη επαφή του Βιβάλντι με το λιμπρέτο του Γκρατσιόλι έγινε το 1713. Εχοντας μόλις «συστηθεί» ως συνθέτης όπερας στη γειτονική πόλη Βιντσέντσα με το έργο «Ottone in villa – Ο Οθων στην εξοχή» ( η εισαγωγή του οποίου θα προταχθεί στην παράσταση της Λυρικής ελλείψει αντίστοιχης από το χέρι του Βιβάλντι για τον Ορλάντο) θέλησε να δραστηριοποιηθεί πιο έντονα στον χώρο του θεάτρου. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, δεν τον απασχολούσε απλώς η δημιουργία μιας νέας όπερας αλλά η όλη διαδικασία του ανεβάσματος. Αποφάσισε λοιπόν να δοκιμάσει την τύχη του ως ιμπρεσάριος στο μικρό Teatro Sant’ Angelo της Βενετίας, το οποίο εκείνη την εποχή είχε προγραμματίσει το ανέβασμα μιας νέας όπερας με τίτλο «Μαινόμενος Ορλάνδος» σε μουσική του συνθέτη Τζιοβάνι Αλμπέρτο Ριστόρι και λιμπρέτο του Μπρατσιόλι. Το ενδεχόμενο να συνεισέφερε μουσικά και ο Βιβάλντι στη σύνθεση της όπερας δεν είναι καθόλου απίθανο στο πλαίσιο μιας πρακτικής που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή.
Η όπερα του Ριστόρι σημείωσε μεγάλη επιτυχία, η οποία αποδόθηκε τόσο στη μουσική όσο και στο λιμπρέτο το οποίο, έχοντας χαλαρή σχέση με το ποίημα του Αριόστο, είναι συνδυασμός του μαγικού, του ηρωικού, του πνευματώδους αλλά και του επικού στοιχείου ενώ την ίδια στιγμή προσφέρει τη δυνατότητα εντυπωσιακών σκηνικών ευρημάτων. Εντυπωσιασμένος ο Βιβάλντι θέλησε και ο ίδιος να δοκιμάσει την τύχη του και ζήτησε την επόμενη χρονιά από τον Μπρατσιόλι ένα ακόμη λιμπρέτο εμπνευσμένο από το ίδιο θέμα. Το αποτέλεσμα ωστόσο δεν ήταν το αναμενόμενο και ο «Orlando finto pazzo» (Ορλάνδος ψευτο-παράφρων), όπως ονομάστηκε εκείνη η όπερα, απέτυχε παταγωδώς. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική καταστροφή ο Βιβάλντι ξαναπαρουσίασε – τον Δεκέμβριο του 1714 – τον «Μαινόμενο Ορλάνδο» του Ριστόρι επιφέροντας ο ίδιος κάποιες τροποποιήσεις στη μουσική. Ο συνθέτης ωστόσο δεν μπορούσε να αποδεχθεί την αποτυχία της δικής του απόπειρας γι’ αυτό και το 1727 αποφάσισε να επανέλθει. Τη φορά αυτή η όπερα ήταν αποκλειστικά δικό του δημιούργημα: αναφορικά με το λιμπρέτο ο συνθέτης ανέτρεξε στο γνωστό του κείμενο, του Μπρατσιόλι, ο οποίος ωστόσο είχε τότε επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, γι’ αυτό και παραμένει άγνωστο το ποιος επέφερε τις απαραίτητες στη νέα πραγματικότητα προσαρμογές. Ως προς τη μουσική, ο Βιβάλντι ανασκεύασε ορισμένα μέρη της παρτιτούρας του 1714, συνέθεσε νέα ενώ αξιοποίησε και υλικό από άλλες όπερές του. Κατά πάσα πιθανότητα το αποτέλεσμα υπήρξε επιτυχημένο, αφού εν συνεχεία ο συνθέτης χρησιμοποίησε περισσότερες από 10 άριες στην επόμενη όπερά του, την «Αθηναΐδα» («L’ Atenaide»), που παρουσίασε δύο χρόνια αργότερα, το 1729 δηλαδή, στη Φλωρεντία.
Μαρίτα Παπαρίζου «Η “αλλαγή φύλου”, η δική μου πρόκληση»
Για τις περίφημες σκηνές τρέλας στην όπερα έχει κατά καιρούς γίνει πολύς λόγος. Η περίπτωση του Ορλάντο είναι εν τούτοις εμφανώς διαφορετική, αφού η μανία του πρωταγωνιστή δεν περιορίζεται σε μία μόνο σκηνή αλλά ουσιαστικά εκτείνεται σε ολόκληρο το έργο. Στο σημείο αυτό – στην κλιμάκωση δηλαδή της τρέλας του Ορλάντο – εντοπίζει και η πρωταγωνίστρια Μαρίτα Παπαρίζου μία από τις βασικότερες δυσκολίες της ερμηνείας. «Στη δεύτερη πράξη, όταν ο πρωταγωνιστής καταλαβαίνει πως έχει παγιδευτεί στο σπήλαιο της μάγισσας Αλτσίνα, επιτίθεται στους βράχους» εξηγεί η ίδια. «Στη συνέχεια, όταν πληροφορείται τον έρωτα του Μεντόρο και της Αντζέλικα, ξεσπά με τρομακτικό τρόπο και επιτίθεται στα δέντρα του δάσους. Στην τρίτη πράξη, η τρέλα του κορυφώνεται, ο Ορλάντο έχει πλέον χάσει εντελώς τα λογικά του, τα οποία δεν επανακτά παρά μόνο στο τελευταίο τρίλεπτο. Ενδεικτικό είναι ότι φτάνει στο σημείο να μπερδέψει την αγαπημένη του με ένα άγαλμα. Ολη αυτή η διαδικασία είναι πολύ δύσκολη για τον ερμηνευτή. Συχνά η φωνή χρειάζεται να φύγει από τις “κλασικές” τοποθετήσεις, να ταυτιστεί θα έλεγα με τις καταστάσεις που πρέπει να εκφράσει, να μοιάσει με κακιά μάγισσα ή με πουλί που τρέμει…». Εξηγώντας τον τρόπο που προσέγγισε η ίδια τον ρόλο αναφέρει δύο κύριες παραμέτρους: πολλή μελέτη και καλή συνεργασία με τους υπόλοιπους συντελεστές. Ιδιαίτερα αναφέρεται στην καθοδήγηση της Μαρίας Γυπαράκη αλλά και στο «υπόβαθρο» που δημιούργησε η περυσινή εμπειρία του «Ξέρξη». Οσο για το ότι στην προκειμένη περίπτωση καλείται να πλάσει έναν αντρικό ρόλο, η Μαρίτα Παπαρίζου παραδέχεται τη δυσκολία του πράγματος. «Πέρα από το ότι η συγκεκριμένη εποχή προβάλλει αντίστοιχα συγκεκριμένες απαιτήσεις, ο έλληνας θεατής δεν είναι νομίζω εξοικειωμένος σε ανάλογες “αλλαγές φύλου”. Στο χέρι μας είναι βέβαια να τον πείσουμε…».
Η όπερα του Βιβάλντι «Orlando Furioso» κάνει πρεμιέρα στις 10/1 στο θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59, τηλ. 210 3612.461). Παραστάσεις θα δοθούν επίσης στις 12, 15, 17 και 19/1. Ωρα έναρξης: 19.00.



