Ποια είναι τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία μια φωνή είναι καλύτερη από μια άλλη; Η έκταση της φωνής και το ηχόχρωμά της, η αισθαντικότητα της ερμηνείας, ακόμη και ο χαρακτηριστικός τρόπος άρθρωσης της μουσικής φράσης, διαφοροποιούν τον έναν τραγουδιστή από τον άλλον. Ολα αυτά όμως δεν μετρούνται με το υποδεκάμετρο. Ετσι, οι κατάλογοι που κατά καιρούς δημοσιεύονται στα ξένα έντυπα κατατάσσοντας τους καλλιτέχνες σε θέσεις, σαν να γινόταν ένας αδιάβλητος διαγωνισμός, μάλλον χαρακτηρίζονται από υποκειμενικότητα. Στην περίπτωση του περιοδικού «Mojo», που παρουσίασε πρόσφατα ένα αφιέρωμα με τις «εκατό καλύτερες φωνές όλων των εποχών», ο τρόπος επιλογής διαφοροποιήθηκε. Δεν ψήφισαν ούτε οι συντάκτες του περιοδικού ούτε οι αναγνώστες, και δεν ορίσθηκαν συγκεκριμένα κριτήρια αξιολόγησης. Αντ’ αυτού, ζητήθηκε η γνώμη 175 γνωστών τραγουδιστών που μπήκαν σε δίλημμα να ψηφίσουν τον εαυτό τους, να επιλέξουν τους φίλους τους, ή να αναδείξουν ό,τι καλύτερο έχει ακουσθεί. Τελικά, επικράτησε συνδυασμός λογικής και συναισθήματος, και στον κατάλογο βρίσκουμε εκατό μεγάλες αξίες, εκατό σημαντικές φωνές, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως ο κατάλογος είναι ακριβοδίκαιος. (Η απουσία φωνών σαν της Κάλλας ή του Παβαρότι από την πρώτη δεκάδα δεν επιβεβαιώνει ακριβώς αυτό;)


Στην πολυπληθή «κριτική επιτροπή» συγκαταλέγονται ονόματα, όπως των Μαρκ Αλμοντ, Τόνι Μπένετ, Ιαν Μπράουν, Ερικ Μπάρτον, Ντέιβιντ Μπερν, Σεζάρια Εβόρα, Μάριαν Φέιθφουλ, Ετα Τζέιμς, Τομ Τζόουνς, Σίρλεϊ Μάνσον, Ρόμπερτ Πλαντ και Ροντ Στιούαρτ. Στις εκατό επιλεγμένες φωνές συμπεριλαμβάνονται τραγουδιστές, όπως οι Τζούντι Γκάρλαντ, Τζίμι Χέντριξ, Τζον Λι Χούκερ, Ιγκι Ποπ, Μπομπ Μάρλεϊ, Τίνα Τέρνερ, Ντέβιντ Μπάουι αλλά και νεότεροι, όπως οι Τομ Γιορκ, Λίαμ Γκάλαχερ, Κερτ Κομπέιν, Νικ Κέιβ, Τζεφ Μπάκλεϊ και Μπιόργκ. Δεν απουσιάζουν οι φωνές της κλασικής μουσικής, όπως αυτές της Μαρίας Κάλλας και του Λουτσιάνο Παβαρότι, οι οποίες όμως δεν φαίνεται να συγκινούν ιδιαίτερα την επιτροπή: μια επιτροπή που προέρχεται από τη μοντέρνα μουσική σκηνή. Και αυτό εξηγεί πολλά.


1. Αρίθα Φράνκλιν


Πρώτη σε αυτή τη σημαντική ψηφοφορία βγήκε η «Βασίλισσα της Σόουλ», γεγονός που δεν εξέπληξε κανέναν αφού το «φυσικό όργανο», η μοναδική φωνή, που διαθέτει η Αρίθα Φράνκλιν είναι θέμα για συζήτηση κοντά στα 40 χρόνια. Γεννημένη στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αρίθα Φράνκλιν έχει κατακτήσει ως σήμερα κάθε δυνατή διάκριση, με σημαντικότερη τα 15 Grammy (περισσότερα από κάθε άλλη γυναίκα στην ιστορία του θεσμού). Κόρη του βαπτιστή πάστορα C. L. Franklin, μεγάλωσε μέσα στις εκκλησίες όπου έκανε κήρυγμα ο πατέρας της. Ισχυρότερες επιρροές της, οι μεγαλύτερες φωνές των γκόσπελ Μαχάλια Τζάκσον και Κλάρα Γουόρντ. Στα 12 της θέλει να γίνει σολίστ στις χορωδίες των εκκλησιών του Ντιτρόιτ και έχει ήδη δημιουργήσει εκείνο το ηχόχρωμα στη φωνή της που θα την καθιερώσει. Η πρώτη προσέγγιση από τις δισκογραφικές ολοκληρώνεται με ένα συμβόλαιο στην Κολούμπια, που όμως δεν οδήγησε πουθενά αφού το ρεπερτόριο που της υπέδειξαν, ένα κοκτέιλ από μπλουζ και τζαζ-ποπ στάνταρντ, δεν έφερε κανένα εμπορικό αποτέλεσμα. Οταν το «Ι Never Loved Α Man (The Way Ι Loved You)» έκανε την εμφάνισή του στα αμερικανικά τσαρτς, τον Απρίλιο του 1967, η ζωή τής Αρίθα άλλαξε για πάντα, σε συνδυασμό με το συμβόλαιο της Atlantic, όπου θα έκανε τις σημαντικότερες επιτυχίες της. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή αφού τα πασίγνωστα σινγκλ «Do Right Woman, Do Right Man», «(You Make Me Feel Like) Α Natural Woman» και «Respect» συναγωνίζονταν για την πρωτοκαθεδρία στην κορυφή του καταλόγου των επιτυχιών. Με ένα γερό σκαμπανέβασμα της καριέρας της στα μέσα των 70ς, επανήλθε τη δεκαετία του ’80 με τα επιτυχημένα ντουέτα «Sisters Are Doin’ It For Themselves» με την Αννι Λένοξ και «Ι Knew You Were Waiting (For Me)» με τον Τζορτζ Μάικλ. Προσφάτως με το άλμπουμ της «Α Rose Is Still Α Rose» απέδειξε ότι δεν έχουμε τελειώσει ακόμη μαζί της ενώ το ντουέτο της στην άρια «Nessun Dorma» από την όπερα «Τουραντότ» του Πουτσίνι έγινε αφορμή, όπως λέει η ίδια, για να ηχογραφήσει ένα ολόκληρο άλμπουμ με γνωστές άριες.


Γεννήθηκε: 25 Μαρτίου 1942.


Αλμπουμ αναφοράς: «Queen Of Soul-The Atlantic Years»


(Atlantic/Rhino 1992).


2. Φρανκ Σινάτρα


Δύο ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά που έκαναν τον Φρανκ Σινάτρα τόσο μεγάλο όνομα στην Αμερική τη δεκαετία του ’40. Το πρώτο ήταν ότι η γκάμα των τραγουδιών που επέλεγε ήταν τόσο μεγάλου εύρους που μπορούσαν να την οικειοποιηθούν και ο διανοούμενος της Νέας Υόρκης και ο λιμενεργάτης της Νέας Ορλεάνης. Το δεύτερο ήταν η τεχνική που είχε αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό, τόσο άρτια και ελεγχόμενη, που έκανε το άπειρο κοινό του πρώτου μισού του αιώνα να παραληρεί μόνον όταν αυτός ήθελε, σε συνάρτηση με τις γεμάτες νόημα παύσεις που έκανε. Η «Φωνή», κατά πολλούς, του αιώνα επηρεάστηκε από το στακάτο παίξιμο στο τρομπόνι του Τόμι Ντόρσι κάνοντας ανεπαίσθητες παύσεις μεταξύ των στίχων και πλησιάζοντας σε τεχνική το ιταλικό μπελκάντο (χωρίς ποτέ να κάνει χρήση του). Πολλές φορές εξομολογήθηκε ο Φρανκ Σινάτρα ότι το κύριο μέλημά του ήταν οι λέξεις εις βάρος της μελωδίας και έτσι έπαιρνε τέτοιες αναπνοές που δεν διατάρασσαν τη νοηματική συνέχεια των στίχων. Μια αιμορραγία στον λαιμό του στις αρχές της δεκαετίας του ’50 καθώς και η έντονα τραυματική περίοδος που έζησε παρέα με την Αβα Γκάρντνερ άλλαξαν τη φωνή του και της χάρισαν μια άλλη ποιότητα που και πάλι σε καλό τού βγήκε αφού υπονοούσε ότι έχει πλήθος εμπειρίες από τη ζωή. Ερμηνείες όπως αυτές στα «You Make Me Feel So Young» και «One For My Baby» το αποδεικνύουν περίτρανα και ειδικά στο τελευταίο έχεις την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια παρά να τον πιστέψεις.


Γεννήθηκε: 12 Δεκεμβρίου 1915.


Πέθανε: 14 Μαΐου 1998.


Αλμπουμ αναφοράς: «Songs For Swingin’ Lovers» (Capitol 1953/54) και «Only The Lonely» (Capitol 1958).


3. Ρέι Τσαρλς


Τον ρόλο που έπαιξαν στην καριέρα των Μάιλς Ντέιβις και Τζίμι Χέντριξ η τρομπέτα και η κιθάρα αντιστοίχως, τον ίδιο ακριβώς ρόλο είχε η φωνή στην καριέρα του Ρέι Τσαρλς. Πριν από αυτόν δύσκολα θα βρει κανείς κάποιο δημοφιλή τραγουδιστή με τέτοια άγρια και πρωτόγονη φωνή. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Τζόρτζια και στη Φλόριδα το ’30 και το ’40 ακούγοντας τις περίφημες Big Bands, κάντρι, γκόσπελ τις Κυριακές στην εκκλησία και τα μαγευτικά μπλουζ που έπαιρνε το αφτί του γυρνώντας έξω από τις τοπικές ταβέρνες. Το 1948 ο 17χρονος τυφλός πιανίστας μάζεψε τα πράγματά του και μεταφέρθηκε στο βορινό και κρύο Σιάτλ όπου έγινε διασκεδαστής στα κλαμπ μιμούμενος τον Νατ Κινγκ Κόουλ και τον Τσαρλς Μπράουν. Η χαρακτηριστική όμως ερμηνεία του άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μετά το 1953, όταν μπήκε κάτω από την ετικέτα της Atlantik, επηρεασμένος αρκετά από τον γκόσπελ ερμηνευτή Αλεξ Μπράντφορντ. Την επανάστασή του την έκανε με το τραγούδι «Ι Got Α Woman», σύνθεση δομημένη με τις αρχές των γκόσπελ αλλά με αρκετά έντονα σεξουαλικά υπονοούμενα, που ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο μπήκε στη δεύτερη πλευρά του πιο εύπεπτου «Come Back Baby». Ο Ρέι Τσαρλς ήταν αυτός που άνοιξε τον δρόμο σε ονόματα όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ, ο Στίβι Γουόντερ και ο Τζέιμς Μπράουν ώστε να δημιουργήσουν τις δικές τους καριέρες με την εισαγωγή αυτής της τόσο σημαντικής αφροαμερικανικής μουσικής παράδοσης. Αλλά και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα πράγματα δεν κινήθηκαν διαφορετικά, αφού ο Ροντ Στιούαρτ, ο Τζο Κόκερ και o Στίβι Γουίνγουντ είναι μερικοί από τους βρετανούς τραγουδιστές που στιγμάτισε η ερμηνεία του Ρέι Τσαρλς.


Γεννήθηκε: 23 Σεπτεμβρίου 1930.


Αλμπουμ αναφοράς: «The Birth Of Soul: The Complete Atlantic Rhythm And Blues Recordings, 1952-1959» (Atlantic/Rhino 1992).


4. Τζον Λένον


Ο συναισθηματισμός, η αισιοδοξία, η τιμιότητα και η ροκ ενέργεια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά της φωνής που τάραξε το μουσικόφιλο κοινό εδώ και τέσσερις δεκαετίες, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μερικές φορές να ξεπεράσει ακόμη και αυτόν τον όγκο που λέγεται Beatles. Το περίεργο με τον Τζον Λένον ήταν το γεγονός ότι έκανε τα πάντα για να παραμορφώσει αυτή τη φωνή που άλλοι θεωρούσαν θείο χάρισμα, βάζοντας τους παραγωγούς να μαλακώσουν με echo ή οποιονδήποτε άλλον τρόπο τον φυσικό τόνο της. Το μεγαλείο της φωνής του Τζον Λένον έγκειται στο ότι σε άγγιζε βαθιά στην καρδιά μη έχοντας ίχνος από τη θεατρικότητα φωνών όπως αυτές του Μικ Τζάγκερ, του Ελβις Πρίσλεϊ ή του Μπάντι Χόλι. Ο ίδιος είχε πει ότι δεν είναι ανάγκη να είσαι μεγαλωμένος με το ροκ-εν-ρολ για να είσαι τραγουδιστής, προσθέτοντας: «Μπορώ και τραγουδώ. Το τραγούδι είναι η ικανότητα να τραγουδάς στον κόσμο αυτό που τους αρέσει από εσένα χωρίς να είσαι υποχρεωμένος να γνωρίζεις τις νότες». Η εξωστρέφεια της περιόδου των Beatles μεταλλάχθηκε σε εσωτερικό πόνο στις προσωπικές ηχογραφήσεις του και, σύμφωνα με τον Ρόμπερτ Γουάιατ, η φωνή του έφθασε σε άπιαστα βάθη και ύψη από τη στιγμή που γνώρισε τη Γιόκο Ονο. Γεγονός πάντως είναι ότι το καλλιτεχνικό μεγαλείο του φάνηκε αμέσως μετά τη διάλυση των Beatles, όταν οι προσωπικές αναζητήσεις του έφθασαν τα όρια του πειραματισμού σε άμεση αντιπαράθεση με τον παλιόφιλό του Μακ Κάρτνεϊ που προτίμησε την ασφάλεια του παρελθόντος.


Γεννήθηκε: 9 Οκτωβρίου 1940.


Πέθανε: 8 Δεκεμβρίου 1980.


Αλμπουμ αναφοράς:


«John Lennon/Plastic Ono Band» (Apple 1970).


5. Μπίλι Χάλιντεϊ


Η Μπίλι Χάλιντεϊ είναι η τραγική φυσιογνωμία στον χώρο της τζαζ που κατάφερε να ενσωματώσει το τρίπτυχο του προσωπικού της δράματος ­ πορνεία από την τρυφερή ηλικία των δέκα, ναρκωτικά και αλκοολισμός ­ στον μέγιστο βαθμό στη φωνητική τέχνη της. Μια τέχνη που ουδέποτε ακολούθησε κάποια σχολή αλλά ούτε βρήκε και συνεχιστές λόγω της μοναδικότητας και της δυσκολίας της. Η διαφορά της με τους άλλους μεγάλους τραγουδιστές της γενιάς της προσδιορίστηκε από τεχνικής πλευράς στην επιμονή της να τραγουδά μπροστά από το μπιτ τη στιγμή που όλοι οι άλλοι τραγουδούν πίσω από το μπιτ ή δημιουργούν μια τέτοιου είδους αναστάτωση ώστε να ωθήσουν το μπιτ στα πλαίσια της κλασικής φόρμας. Ο Τζον Χάμοντ πίσω στα 1933 έκανε παραγωγή στα δύο πρώτα τραγούδια της, στη συνέχεια ηχογράφησε με τον Τεντ Γουίλσον αλλά ήταν με τον αγαπημένο της Λέστερ Γιανγκ που έκανε τις καλύτερες ηχογραφήσεις της, βαπτίζοντάς την μάλιστα με τον τίτλο Lady Day που θα μείνει ως τις ημέρες μας το πιο γνωστό παρατσούκλι της. Το 1939 ηχογράφησε το πασίγνωστο και τόσο σημαντικό για τους στίχους του αντιρατσιστικό «Strange Fruit», που έγινε μόνιμο κομμάτι του ρεπερτορίου της. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, μετά από ατέλειωτες σειρές ηχογραφήσεων, το καταπονημένο σώμα της από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ άφησε την τελευταία του πνοή βίαια, δίνοντας ακόμη μεγαλύτερο όγκο στο ήδη θρυλικό όνομά της.


Γεννήθηκε: Eleanora Fagan, 7 Απριλίου 1915.


Πέθανε: 17 Ιουλίου 1959.


Αλμπουμ αναφοράς: «The Legacy 1933-1958» (Columbia 1991).


6. Μάρβιν Γκέι


Μολονότι ο Μάρβιν Γκέι έγινε γνωστός στη δεκαετία του ’60 με τις μεγάλες επιτυχίες του «Ain’t That Peculiar», «Ι Heard It Through The Grapevine» και «Τοο Busy Thinking About My Baby», ήταν τα 70s που τον χαρακτήρισαν ως μία από τις σημαντικότερες φωνές του αιώνα μας. Αν και ήταν πάντα τεχνικά ικανός να θεατρικοποιεί σκληρά ή απαλά τη φωνή του, ανάλογα με τους στίχους του, η ελευθερία για αυτοσχεδιασμό που έδωσε στον εαυτό του στη δεκαετία του ’70 ήταν η αιτία να απελευθερώσει ακόμη περισσότερο συναίσθημα στις μεγαλειώδεις και ουμανιστικές συνθέσεις του. Η αρχή έγινε με το άλμπουμ «What’s Going On» και συνεχίστηκε με το επίσης αριστουργηματικό «Let’s Get It On» όπου ο Μάρβιν Γκέι έχει προχωρήσει όσο δεν πάει άλλο τις αναζητήσεις της ψυχής του, παρέα με την έντονη πίστη του στον Θεό, σε σφαίρες που ίσως να απέβησαν μοιραίες για την υπόλοιπη καριέρα του αφού δεν μπόρεσε ποτέ ξανά να προσεγγίσει το τέλειο. Το τέλος στη γεμάτη περιπέτειες ζωή του ήρθε με ακόμη πιο τραγικό τρόπο αφού τον άχαρο αυτόν ρόλο ανέλαβε ο πατέρας του σε κατάσταση μέθης με ένα όπλο που βρισκόταν μέσα στο σπίτι του.


Γεννήθηκε: 2 Απριλίου 1939.


Πέθανε: 1 Απριλίου 1984.


Αλμπουμ αναφοράς: «Let’s Get It On» (Motown 1972).


7. Ελβις Πρίσλεϊ


Αναμφίβολα ο Ελβις Πρίσλεϊ ονομάστηκε βασιλιάς του ροκ-εν-ρολ για την επαναστατικότητα της μουσικής που εισήγαγε καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο την παρουσίαζε στη σκηνή. Δεν πρέπει όμως σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι ήταν προικισμένος με μια εκπληκτική φωνή με κύρια χαρακτηριστικά τον δανεισμένο από τον Τζόνι Ρέι «λόξιγκα», τον πολύ όμορφο τενόρο του καθώς και το μεγάλο βάθος για το νεαρό της ηλικίας του. Οταν το 1956 υπέγραψε με τη RCA, η φωνή του έγινε ακόμη πιο ώριμη και έτσι έγινε κατανοητό γιατί «επιλέχθηκε» αυτός για τον ρόλο του εκπροσώπου του είδους και όχι ο Ρόι Ορμπισον ή ο Μπιλ Μέντλεϊ που περίμεναν στη γωνία. Με τους Jordanaires στα φωνητικά έφθανε τα όριά του σε ένα κοκτέιλ πάθους και θυμού που οδηγούσε τα νεαρά κορίτσια σε ακραίες και υστερικές καταστάσεις και έστελνε τον νεαρό Τζον Λένον να αγοράσει την πρώτη του κιθάρα για να τον μιμηθεί.


Γεννήθηκε: 8 Ιανουαρίου 1935.


Πέθανε: 16 Αυγούστου 1977.


Αλμπουμ αναφοράς: «Platinum-Α Life In Music» (RCA 1997).


8. Στίβι Γουόντερ


Η πιο παλιά ανάμνηση που έχει ο Στίβι Γουόντερ και έχει άμεση σχέση με την απόφασή του να γίνει μουσικός είναι όταν άκουσε στο ραδιόφωνο τον Γουές Μοντγκόμερι να παίζει κιθάρα με έναν ήχο που του θύμιζε… βούτυρο. Το μουσικό ταλέντο του άρχισε να φαίνεται από τον όγδοο χρόνο της ηλικίας του, όταν συγγενείς του τού χάρισαν μια φυσαρμόνικα, μετά ένα πιάνο και μετά ένα σετ ντραμς. Στην τόσο πετυχημένη καριέρα του ο Στίβι Γουόντερ έμαθε γύρω στα 60 όργανα, αναμφίβολα όμως το όργανο για το οποίο θα μείνει στην ιστορία της σύγχρονης μουσικής είναι η μοναδική φωνή του. Με επιτυχίες από τα δέκα του χρόνια, περίμενε την πολυπόθητη ενηλικίωσή του για να αποκαλυφθεί όλο το μεγαλείο του ταλέντου του. Στη δεκαετία του ’70 θα γράψει ιστορία με τα άλμπουμ «Music Of My Mind», «Talking Book» και «Songs In The Key Of Life» και η ώριμη φωνή του πλέον θα αποκτήσει μια γκάμα τόσο πλούσια που θα είναι ικανή να σπαράζει στα ερωτικά τραγούδια, να βρυχάται στα πολιτικού περιεχομένου και να καυτηριάζει όταν πρόκειται για κοινωνικά κατηγορώ. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι έχει κάνει συνεργασίες με μουσικούς από όλα σχεδόν τα είδη της σύγχρονης μουσικής σε μια καριέρα που έχει γίνει αποδεκτή από όλο το μουσικό κατεστημένο.


Γεννήθηκε: Steveland Judkins Morris, 13 Μαΐου 1950.


Αλμπουμ αναφοράς: «Songs In The Key Of Life».


9. Σαμ Κουκ


«Ο καθένας δανείζεται κάτι από κάποιον και εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω χωρίς να σκεφθώ στιγμή τον Σαμ» λέει ο μεγάλος Μπόμπι Γουόμακ. Κατά τον Τζέρι Γουέξλερ πάλι, τον άνθρωπο που δημιούργησε την Αρίθα Φράνκλιν, o Σαμ Κουκ ήταν ο μεγαλύτερος τραγουδιστής που έζησε ποτέ, χωρίς αμφιβολία. Το κύριο χαρακτηριστικό που τον ξεχώρισε αμέσως από δεκάδες άλλους τραγουδιστές της εποχής του ήταν η ευκολία του να ξεσηκώνει τους βαπτιστές στις εκκλησίες τραγουδώντας γκόσπελ και από την άλλη να μεταμορφώνεται σε μαύρο Ελβις τραγουδώντας τις σόουλ-ποπ μπαλάντες της δεκαετίας του ’50. Κανένας από τους μεταγενέστερους μιμητές του δεν έφθασε ποτέ σε τέτοια θεαματικά επίπεδα τη φωνή του, από τον Οτις Ρέντινγκ και τον Ροντ Στιούαρτ ως τον Τέρενς Τρεντ Ντ’ Αρμπι. Ο Σαμ Κουκ, που έγινε ιδιαίτερα γνωστός με την επιτυχία του «Wonderful World», είχε ήδη φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη με τα εκπληκτικά τραγούδια «The Last Mile Of The Way», «Touch Of The Hem Of His Garment» και «Pilgrim Of Sorrow». Με τον δίσκο «Live At The Harlem Square Club» του 1963 έχουμε μια ολοκληρωμένη άποψη για τον άνθρωπο που επινόησε τη σόουλ και χρησιμοποίησε τα μελιστάλαχτα τραγούδια του για να φέρει δάκρυα ελπίδας μέσα από απελπισμένους στίχους.


Γεννήθηκε: 22 Ιανουαρίου 1931.


Πέθανε: 11 Δεκεμβρίου 1964.


Αλμπουμ αναφοράς: «Night Beat» (RCA 1963).


10. Οτις Ρέντινγκ


Πολλές φορές έγινε σύγκριση του ταλέντου του Οτις Ρέντινγκ με αυτό των Λιτλ Ρίτσαρντ και Τζέιμς Μπράουν. Ο πρώτος είναι μια τεράστια μονάδα στο ροκ-εν-ρολ και ο δεύτερος καλλιτέχνης πολύ μεγάλου βεληνεκούς. Ο Οτις Ρέντινγκ όμως ήταν αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «ό,τι ονομάζουμε σόουλ». Κάποια στιγμή στον δίσκο του «Live In Europe» ο Ρέντινγκ ρωτά το κοινό, όπως όλοι οι σόουλ καλλιτέχνες, «αν αισθάνονται καλά» και το ακροατήριο απαντά με τον κλασικό τρόπο «Ναι», ο Οτις όμως συνεχίζει λέγοντας «Και εγώ το ίδιο» και είναι ξεκάθαρο ότι δεν υποκρίνεται. Οπως όλοι οι νότιοι μαύροι τραγουδιστές, έτσι και αυτός άρχισε να τραγουδά από πολύ μικρός γκόσπελ στις εκκλησίες, όταν σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού κέρδισε το πρώτο βραβείο διασκευάζοντας το «Heebie Jeebies» του Λιτλ Ρίτσαρντ. Το συγκεκριμένο κομμάτι ήταν αρκετά χορευτικό, ο τομέας όπου διακρίθηκε όμως ιδιαιτέρως ο Οτις Ρέντινγκ ήταν οι μπαλάντες, όπως το κλασικό «Send Me Some Lovin’». Το στυλ του Οτις ήταν ευθύ και ανοικτό σε συγκινήσεις, με τα άγρια ξεσπάσματα της αρχικά μελωδικής φωνής του.


Γεννήθηκε: 9 Σεπτεμβρίου 1941.


Πέθανε: 10 Δεκεμβρίου 1967.


Αλμπουμ αναφοράς: «Otis Blue» (Atlantic/Volt 1966).