Αν η Ελλάδα κατέχει τα λίγα έστω σωζόμενα, αυθεντικά όμως, έργα του μεγάλου γλύπτη της αρχαιότητας, του Πραξιτέλη, τα μεγάλα μουσεία του κόσμου δεν πτοούνται από το γεγονός όταν πρόκειται να διοργανώσουν μία έκθεση γι’ αυτόν. Ακόμη και όταν το πλήθος των έργων τα οποία θα εκθέσουν είναι απλώς αντίγραφα, που μπορεί μεν να έρχονται από την αρχαιότητα, θεωρούνται ωστόσο πολύ κατώτερα των αληθινών ή – στη χειρότερη περίπτωση – αμφισβητούμενα. H μεγάλη όμως μονογραφική έκθεση του Μουσείου του Λούβρου, αφιερωμένη στον περίφημο γλύπτη της αρχαίας Ελλάδας, που προετοιμάζεται για την άνοιξη του 2007, αποτελεί παράδειγμα διαφορετικής προσέγγισης συγκριτικά με την ελληνική πραγματικότητα. Γιατί εν τέλει σημασία έχει ο τρόπος της παρουσίασης και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου, εν προκειμένω της γνωριμίας του γαλλικού και ευρύτερα του ευρωπαϊκού κοινού με τη μυθική μορφή της αρχαίας κλασικής τέχνης. Εργο στο οποίο συμβάλλει ενδεχομένως η έλλειψη συμπλεγμάτων, που δεν αποκλείει ακόμη και υποδεέστερα έργα να κατέχουν τη δική τους θέση στον διαρκή χρόνο της παγκόσμιας τέχνης.


Εντυπωσιακή παραγωγή


«H ανασύνθεση του έργου ενός μεγάλου γλύπτη της αρχαιότητας και η ακτινοβολία του στις αρχές του 21ου αιώνα» είναι το θέμα της έκθεσης του Μουσείου του Λούβρου. Στη λίστα μάλιστα, που έχει ήδη καταρτιστεί, περιλαμβάνονται 128 έργα προερχόμενα από οκτώ ακόμη γαλλικά μουσεία αλλά και από 24 ξένα, μεταξύ των οποίων τα τέσσερα ελληνικά: Εθνικό Αρχαιολογικό, Ακροπόλεως, Αρχαίας Αγοράς και Μπενάκη. Βεβαίως όσον αφορά την ελληνική συμμετοχή πρόκειται ακόμη για προθέσεις και όχι για αποφάσεις αφού το αίτημα δεν έχει συζητηθεί επισήμως. Σε κάθε περίπτωση εξάλλου, όπως γνωρίζουν και οι Γάλλοι, ο Ερμής της Ολυμπίας δεν περιλαμβάνεται στα πιθανά έργα που θα δανειστούν στο Λούβρο. Πέραν αυτών ωστόσο η έκθεση περιλαμβάνει και τις παράπλευρες πτυχές της πρόσληψης και της απόδοσης του πραξιτέλειου τύπου σε διάφορες εποχές. Πρόκειται τελικώς για μία εντυπωσιακή σε περιεχόμενο παραγωγή, η οποία αποκτά ελληνικό ενδιαφέρον με την προοπτική της μεταφοράς ενός τμήματος της έκθεσης και στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.


Λίθινα πάθη




«Κατέμιξεν άκρως τοις λιθίνοις έργοις τα της ψυχής πάθη» γράφει ένας αρχαίος κριτικός για το έργο του Πραξιτέλη. Και πράγματι, τα αρχαία κείμενα εξαίρουν κυρίως τη μαρμαρογλυφική του δεξιότητα. «Το γλύφανον του Πραξιτέλους εγνώριζε να μεταβάλλει την επιφάνειαν του μαρμάρου εις αβράν επιδερμίδα αποτυπώνουσα τους λεπτοτάτους κυματισμούς των μελών του σώματος και προξενούσαν την αίσθηση θερμής ζωντανής σαρκός» γράφει χαρακτηριστικά και ο Χρήστος Τσούντας, μελετητής της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ιδιαίτερα μάλιστα σημαντικό θεωρούνταν το ταλέντο του στην απόδοση του γυναικείου σώματος, το οποίο πρώτος αυτός απέδωσε φυσικότερα από τους άλλους γλύπτες, καθώς ως τότε στη διάπλασή του ακολουθούσαν τα ανδρικά μάλλον πρότυπα.


Επρόκειτο για μία μόνο από τις δεξιοτεχνίες του ασφαλώς, καθώς σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί η ιδιαίτερη στάση που έδινε στις μορφές, οι οποίες στηρίζονταν σε κορμούς δέντρων ώστε να κυματίζει περισσότερο ο άξονας του σώματος. Ακόμη η αρμονία και το κάλλος των μορφών με την αόριστη και δύσκολα περιγραφόμενη έκφραση, που είναι ολοφάνερη στον Ερμή της Ολυμπίας. Εργο περίφημο στον σύγχρονο κόσμο, το οποίο όμως στην αρχαιότητα και σε σύγκριση με άλλα του γλύπτη φαίνεται – όσο και αν ακούγεται αυτό απίθανο – ότι υπολειπόταν σε τέχνη.


Το κάλλος της Αφροδίτης


Στην αρχαιότητα οι άνθρωποι ταξίδευαν στην Κνίδο μόνο και μόνο για να δουν ένα άγαλμα: την Αφροδίτη του Πραξιτέλη, που έχει διασωθεί μόνο σε αντίγραφα πολύ κατώτερα του πρωτότυπου. Αναπαριστούσε τη θεά όρθια και ολόγυμνη καθώς ήταν έτοιμη να λουστεί. Και ήταν η πρώτη φορά που χάρη στον Πραξιτέλη είχε αποχωριστεί τα ενδύματά της αποκαλύπτοντας εκθαμβωτικό κάλλος. Τέτοιο που κατά τις αρχαίες περιγραφές πολλοί καταλαμβάνονταν από σφοδρό έρωτα για τη θεά.


Ο Πραξιτέλης άλλωστε θεωρείται εκείνος που εισήγαγε τον αισθησιασμό στην αρχαία ελληνική γλυπτική και τα στοιχεία της σιγμοειδούς καμπύλης στην ανάπτυξη των σωμάτων, της ρευστότητας και της εκθήλυνσης, τα οποία συγκεντρώνονταν όλα στην Αφροδίτη της Κνίδου.


Τρία ακόμη αγάλματα της Αφροδίτης, που επίσης δεν έχουν φθάσει ως εμάς, αποδίδονται στον Πραξιτέλη. Γιατί «τα αριστουργήματά του ήταν εικόνες των θεών του έρωτος και του πόθου» όπως σημειώνει ο Τσούντας. Αγαπημένο θέμα του ήταν και οι Ερωτες, καθώς και οι Σάτυροι, ενώ περίφημο έργο του θεωρούνταν ο Σαυροκτόνος Απόλλων. «Ο Πραξιτέλης δεν είχε την δύναμιν του Σκόπα. Ητο όμως ανώτερος εκείνου κατά την χάριν και το κάλλος των μορφών, την τεχνικήν αυτών τελειότητα και την γλυκυθυμίαν της εκφράσεως» καταλήγει ο Τσούντας.


Στο Λούβρο τα σπουδαία


Εργα από μάρμαρο, χαλκό, πηλό, γύψο, ελεφαντόδοντο αλλά και σε χαρτί συγκροτούν το σώμα της έκθεσης στο Λούβρο, το οποίο θεωρεί ότι είναι σε πλεονεκτική θέση χάρη στον μεγάλο αριθμό των γλυπτών που κατέχει. Τα διάσημα έργα του μουσείου, η Αφροδίτη Κνιδία, ο Απόλλων Σαυροκτόνος και ο Ερως των Θεσπιών, τα οποία είναι αρχαία αντίγραφα των πραξιτέλειων γλυπτών, προσφάτως μάλιστα συντηρημένα, αποτελούν τον πυρήνα της έκθεσης. Πρόκειται άλλωστε για δεύτερη μονογραφική έκθεση του Λούβρου για την αρχαία ελληνική τέχνη, αφού προηγήθηκε η έκθεση η αφιερωμένη στον «Ευφρόνιο, έναν αθηναίο ζωγράφο του 6ου π.X. αιώνα».


«H σύγχρονη σκέψη και η ιστορία της αισθητικής έχουν προβάλει ως πρώτη σπουδαιότητα στις μέρες μας την ελληνική και ρωμαϊκή γλυπτική και ως πρότυπο στην επεξεργασία των μορφών» αναφέρει το σκεπτικό της έκθεσης. Το Μουσείο του Λούβρου μάλιστα κάνει την αυτοκριτική του καθώς καθυστέρησε να διοργανώσει έκθεση για τη μέγιστη τέχνη της αρχαιότητας, τη γλυπτική. Παρ’ ότι στη Γερμανία έγινε το 1990 έκθεση για τον Πολύκλειτο και στην Ιταλία το 1996 για τον Λύσιππο.


Πλην του Ερμή πάντως (φωτογραφία αριστερά), που το Λούβρο θεωρεί ότι είναι μάταιο να αναμένει στο Παρίσι, το ενδιαφέρον για τα έργα από την Ελλάδα επικεντρώνεται σε δύο κυρίως: στο κεφάλι της Βραυρωνίας Αρτέμιδος από το Μουσείο Ακροπόλεως, το οποίο αποδίδεται στο εργαστήρι του Πραξιτέλη, και στον Εφηβο του Μαραθώνα από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Το ίδιο το Λούβρο συμμετέχει με 57 έργα, με 19 έργα συμμετέχουν οκτώ ακόμη γαλλικά μουσεία, ενώ τα υπόλοιπα ζητούνται, πλην της Ελλάδος, από την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ισπανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δανία και τη Βρετανία.