Τον Μάρτιο του 1999 ο «joltin’» (=εκτινασσόμενος) Τζο πήρε για ύστατη φορά το μπαστούνι του μπέιζμπολ και έριξε ένα fastball στην αιωνιότητα. Ενα ολόκληρο έθνος έστρεψε το μοναχικό βλέμμα πάνω του (όπως αποφάνθηκαν οι Σάιμον και Γκαρφάνκελ στο τραγούδι τους «Mrs Robinson»), το Yankee Stadium άδειασε απότομα από υγρά βλέμματα και ιαχές θριάμβου, οι Αμερικανοί τον θρήνησαν ως το τελευταίο σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Για εκείνους ο Τζο Ντι Μάτζιο δεν ήταν απλώς ο παίκτης που κατείχε το ρεκόρ επιτυχημένων χτυπημάτων σε 56 συνεχόμενα παιχνίδια (το 1941, άθλο που πιστοποιεί το Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες και τον οποίο δεν έχει ξεπεράσει κανένας από τότε), ούτε απλώς ένας από τους συζύγους της Μέριλιν Μονρόε ο οποίος τη θυμόταν πάντα ως «το ανοιχτόκαρδο κορίτσι που έπεσε θύμα εκμετάλλευσης εκείνων των τύπων από το Χόλιγουντ». Ο Τζο Ντι Μάτζιο ήταν πάνω απ’ όλα ο αθλητής και ο άνθρωπος ο οποίος πήρε το γάντι του μπέιζμπολ, αυτό που έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές από ροδαλά αμερικανάκια, και το παραγέμισε ήθος, αξιοπρέπεια και σφρίγος καρδιάς.
Το όγδοο από τα εννέα παιδιά ενός ιταλού ψαρά από το Ιζολα Ντέλε Φέμινε, ένα αφανές νησάκι της σικελικής ακτής, γεννήθηκε το 1914 κάπου 25 μίλια έξω από το Σαν Φρανσίσκο. Η μπάλα ήταν ίσως ο μοναδικός τρόπος για να γλιτώσει από το ψαροκάικο του πατέρα του. Ο «ψηλολέλεκας», όπως τον αποκαλούσαν οι αθλητικογράφοι (δεν ήταν και τόσο σύνηθες στα γήπεδα του μπέιζμπολ το ύψος 1,90), δεν πίστευε την τύχη του όταν οι Σαν Φρανσίσκο Σιλς τον κάλεσαν να προπονηθεί μαζί τους για τη σεζόν 1933. Τρία χρόνια αργότερα και όταν οι επιδόσεις του ως centerfielder είχαν αρχίσει να ακούγονται, οι περιώνυμοι Γιάνκις της Νέας Υόρκης τού προσέφεραν συμβόλαιο. Εμεινε μαζί τους ως το 1951. Μια λαμπρή καριέρα με μπόλικα χρυσά γάντια, 2.214 χτυπήματα, το περιβόητο εκείνο ρεκόρ του 1941 και τον Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ να υποκλίνεται μπροστά του στο «Ο γέρος και η θάλασσα»: «Θα ήθελα να πάρω μαζί μου για ψάρεμα τον μεγάλο Ντι Μάτζιο. Λένε ότι ο πατέρας του ήταν ψαράς. Μπορεί να ήταν τόσο φτωχός όσο εμείς και θα καταλάβαινε».



