Η ΜΑΧΗ


Η αναπάντεχη ήττα του πολυάριθμου περσικού στρατού στο πεδίο της μάχης του Μαραθώνα ενίσχυσε το ηθικό των Ελλήνων, απομυθοποίησε τους μέχρι πρότινος «άτρωτους» αντιπάλους και προξένησε τόση οργή στον Δαρείο, που αποφάσισε να εκστρατεύσει ξανά εναντίον τους, αυτοπροσώπως. Προς αυτή την κατεύθυνση λοιπόν κήρυξε γενική επιστράτευση και προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη νέα του απόπειρα να κυριαρχήσει στα απέναντι παράλια. Ο θάνατός του, όμως, το 485 π.Χ. άφησε ανολοκλήρωτα τα σχέδιά του, τα οποία έθεσε αργότερα σε πλήρη εφαρμογή ο γιος και διάδοχός του στον θρόνο της Περσικής Αυτοκρατορίας, Ξέρξης Α’.


Η δεκαετής καθυστέρηση της περσικής επίθεσης θα αποδεικνυόταν μακροπρόθεσμα ευεργετική για την ελληνική πλευρά, η οποία εκμεταλλεύτηκε το χρονικό αυτό διάστημα προκειμένου να ανασυνταχθεί και να οργανώσει την άμυνά της απέναντι στον ισχυρό αντίπαλο. Υστερα μάλιστα από παρότρυνση του ισχυρού ηγέτη των δημοκρατικών, Θεμιστοκλή, η αθηναϊκή Εκκλησία του Δήμου αποφάνθηκε υπέρ της ναυπήγησης – με χρηματοδότηση από τα έσοδα των ορυχείων αργύρου του Λαυρίου – 200 μεγάλων τριήρων, οι οποίες σύντομα μετέτρεψαν την Αθήνα σε αδιαφιλονίκητη ναυτική δύναμη και απέβησαν σωτήριες στις συγκρούσεις που ακολούθησαν. Είχαν προηγηθεί ο θάνατος του στρατηγού της μάχης του Μαραθώνα, Μιλτιάδη, η έντονη πολιτική διαμάχη και η τελική επικράτηση της παράταξης του Θεμιστοκλή έναντι των συντηρητικών του Αριστείδη και ο εξοστρακισμός αρκετών εξ αυτών.


Περσικές προετοιμασίες


Οι πολεμικές προετοιμασίες υπό την ηγεσία του νέου πέρση βασιλιά διήρκεσαν τέσσερα επιπλέον χρόνια, καθώς έπρεπε πρώτα να αντιμετωπιστούν τα σοβαρά προβλήματα που είχαν ανακύψει στο εσωτερικό της αχανούς επικράτειας του περσικού κράτους. Η νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις θριάμβου ακόμη και στις τάξεις των αντιπάλων, δίνοντας έτσι το έναυσμα για το ξέσπασμα εξεγέρσεων τόσο στην Αίγυπτο όσο και στη Βαβυλώνα, περιοχές που τελούσαν τότε υπό περσικό ζυγό.


Οσο προετοιμαζόταν, ο Ξέρξης απέστειλε κήρυκες στις ελληνικές πόλεις – πλην της Αθήνας και της Σπάρτης – προκειμένου να ζητήσουν «γη και ύδωρ» και λίγο προτού κινητοποιήσει την πολεμική του μηχανή διέταξε Φοίνικες και Αιγυπτίους να κατασκευάσουν αυτοσχέδια γέφυρα με πλοία στον Ελλήσποντο για να μπορέσουν να περάσουν τα στίφη του πεζικού στην απέναντι όχθη. Παράλληλα πρόσταξε τη διάνοιξη διώρυγας εγκαρσίως της χερσονήσου του Αθω για την ασφαλή διέλευση του περσικού στόλου, θέλοντας να αποφευχθεί η πανωλεθρία που είχε υποστεί 12 χρόνια πριν ο στρατηγός Μαρδόνιος όταν αποπειράθηκε να περιπλεύσει τη χερσόνησο. (Ακόμη και σήμερα διακρίνονται ίχνη τής εν λόγω διώρυγας, στο στενότερο σημείο της χερσονήσου, κοντά στο χωριό Νέα Ρόδα.)


Μετά το πέρας των προετοιμασιών και με αφετηρία τις Σάρδεις, ο βασιλιάς Ξέρξης οδήγησε τον στρατό του στην Αβυδο, εκεί όπου είχε στηθεί η ξύλινη «πλωτή» γέφυρα. Ταυτόχρονα ο στόλος του έπλεε προς το Βόρειο Αιγαίο. Ωστόσο αναπάντεχη θαλασσοταραχή κατέστρεψε τη γέφυρα. Ο Ξέρξης εξεμάνη. Ο παραλογισμός του ήταν τέτοιος που έβαλε τους υπηρέτες του να μαστιγώσουν και να αλυσοδέσουν τη θάλασσα για να εξευμενίσει τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Σύντομα ανατέθηκε σε έναν μηχανικό ονόματι Αρπαλο να κατασκευάσει νέα γέφυρα στο ίδιο περίπου σημείο.


Ηταν άνοιξη του 480 π.Χ. όταν πεζικό και στόλος συναντήθηκαν στην Αβυδο και το περσικό στράτευμα διέσχισε τελικά τον Ελλήσποντο. Η διάβαση από το άκρο της ασιατικής ηπείρου στην ευρωπαϊκή όχθη έγινε ύστερα από σπονδές και υπό την επιτήρηση του Ξέρξη, ο οποίος ατένιζε τους χιλιάδες άνδρες του να προελαύνουν από τον μαρμάρινο θρόνο που του είχαν στήσει σε γειτονικό λόφο. Λέγεται ότι η διαδικασία αυτή κράτησε μερόνυχτα. Ο Ηρόδοτος μάλιστα αναφέρει ότι το πεζικό απαρτιζόταν από 1.700.000 άνδρες, συνοδευόμενο από 80.000 ιππείς, 1.207 πολεμικές τριήρεις και πολύ περισσότερα μεταγωγικά πλοία, επανδρωμένα με 517.000 ναύτες. Παρά την υπερβολή στους αριθμούς που παραθέτει ο Ηρόδοτος – πολλοί μιλούν για συνολικά 100.000 άνδρες – πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές κινητοποιήσεις του αρχαίου κόσμου, ενώ η αριθμητική υπεροχή των Περσών έναντι των Ελλήνων ήταν δεδομένη. Επρόκειτο ωστόσο για ένα ανομοιογενές, «πλαδαρό» στράτευμα, αντιπροσωπευτικό του πολιτισμικού μωσαϊκού που αποτελούσε η τότε ακμάζουσα Περσική Αυτοκρατορία.


Η περσική στρατιά στην Ελλάδα


Αφού λοιπόν και ο τελευταίος πέρσης οπλίτης πάτησε στη δυτική όχθη του Ελλησπόντου, στρατός και στόλος κατευθύνθηκαν παράλληλα σχεδόν προς τη Θράκη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανενόχλητης προέλασης των Περσών ο Ξέρξης συμβουλευόταν ανελλιπώς τον εξόριστο βασιλιά της Σπάρτης, Δημάρατο, ως προς τις ενδεχόμενες κινήσεις των Ελλήνων και πληροφορήθηκε για το ακλόνητο στρατιωτικό φρόνημα των Σπαρτιατών, για το οποίο σύντομα θα βεβαιωνόταν ιδίοις όμμασι.


Την ώρα λοιπόν που η πορεία του πεζικού και του ναυτικού προς νότον συνεχιζόταν ακάθεκτη με τις μακεδονικές και τις πρώτες θεσσαλικές πόλεις να «μηδίζουν» η μία μετά την άλλη, αντιπροσωπείες των ελεύθερων ελληνικών πόλεων συνεδρίαζαν στα Ισθμια, καθώς γνώριζαν από νωρίς τις επιθετικές διαθέσεις των γειτόνων. Αποδεχόμενες την έκκληση της Αθήνας και της Σπάρτης, είχαν στείλει ήδη από τα τέλη του 481 π.Χ. εκπροσώπους στον Ισθμό της Κορίνθου. Εκεί έλαβε χώρα μεγάλο συνέδριο με στόχο την κατάρτιση κοινής στρατηγικής κατά των Περσών. Τα σπουδαιότερα ωστόσο ψηφίσματα εκδόθηκαν στη διάρκεια της δεύτερης συνάθροισης των ελλήνων αντιπροσώπων από 31 πόλεις στον Ισθμό, την άνοιξη του 480 π.Χ.


Σύμφωνα με αυτά, οι εναπομείνασες ελεύθερες ελληνικές πόλεις θα διέκοπταν αμέσως τυχόν μεταξύ τους συγκρούσεις και ενωμένες θα αντιμετώπιζαν τον ισχυρό αντίπαλο. Προς αυτή την κατεύθυνση οι εμπειροπόλεμοι Σπαρτιάτες τέθηκαν επικεφαλής του στρατού και του στόλου των Ελλήνων, ενώ όσες εκ των πόλεων δήλωναν από τούδε και στο εξής υποτέλεια στους Πέρσες θα αντιμετώπιζαν βαριές τιμωρίες (απόφαση ωστόσο που τελικά δεν εμπόδισε τους κατοίκους της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας να «μηδίσουν»). Μία επίσης από τις αποφάσεις του δεύτερου συνεδρίου ήταν και η αποστολή ελληνικής δύναμης 10.000 ανδρών στην κοιλάδα των Τεμπών, με στόχο την ανακοπή της περσικής καθόδου. Σύντομα όμως, κυρίως λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους Θεσσαλούς και για λόγους ασφάλειας, κρίθηκε, λίγο πριν από την άφιξη των Περσών, ότι η γραμμή άμυνας των Ελλήνων θα έπρεπε να μεταφερθεί νοτιότερα, στο λεγόμενο «Στενό των Θερμοπυλών», στο ύψος του Μαλιακού Κόλπου, εκεί όπου υπήρχε επίσης οχυρό τείχος των Φωκέων.


Η ελληνική αντίσταση


Εκεί λοιπόν συγκεντρώθηκαν περίπου 7.000 έλληνες στρατιώτες, εκ των οποίων περισσότεροι από 3.000 ήσαν Πελοποννήσιοι, 1.000 ήταν Θεσπιείς από τη Βοιωτία, ενώ δυναμικό παρών έδωσαν 300 επίλεκτοι νεαροί σκληραγωγημένοι λακεδαιμόνιοι οπλίτες υπό τον βασιλιά της Σπάρτης, Λεωνίδα. Στο πλευρό τους προσέτρεξαν πολεμιστές από τις γειτονικές κυρίως περιοχές, Θηβαίοι, Φωκείς, Λοκροί και άλλοι.


Η θέση ήταν ιδανική για να αμυνθούν οι ολιγάριθμοι έλληνες στρατιώτες απέναντι σε έναν δεκαπλάσιο τουλάχιστον στρατό, ο οποίος ήταν αδύνατον να αναπτυχθεί πλήρως κατά μήκος των στενών. Ο Λεωνίδας, βλέποντας ότι το ελληνικό στράτευμα υστερούσε αριθμητικά, φρόντισε να το θωρακίσει όσο καλύτερα μπορούσε. Ανέθεσε λοιπόν σε 1.000 Φωκείς τη φύλαξη της Ανοπαίας Ατραπού στο όρος Καλλίδρομο, που οδηγούσε κατευθείαν στα νώτα του ελληνικού στρατεύματος, ενώ ταυτόχρονα τοποθέτησε ένα τμήμα των Σπαρτιατών μπροστά από το φωκικό τείχος και διέταξε όλους τους υπολοίπους να οχυρωθούν πίσω από αυτό.


Την ίδια ώρα τα περίπου 270 πλοία του ελληνικού στόλου έλαβαν θέσεις κοντά στο ακρωτήριο Αρτεμίσιο, στο βόρειο άκρο της Εύβοιας, με την αποστολή να εμποδίσουν περαιτέρω «κάθοδο» του περσικού ναυτικού προς την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα και ταυτόχρονα να αποτρέψουν την απόβαση των αντίπαλων δυνάμεων στα νώτα των Ελλήνων, που στρατοπέδευαν στις Θερμοπύλες – περίπου 140 χλμ. βορειοδυτικά των Αθηνών.


Οταν τελικά κατέφθασε η πολυάνθρωπη περσική στρατιά, στρατοπέδευσε στα παράλια του Μαλιακού, λίγο πριν από την είσοδο των στενών, περιμένοντας την άφιξη και του στόλου τους, ο οποίος έφθασε τέσσερις ημέρες αργότερα. Στη θέα των αναρίθμητων Περσών δεν ήταν λίγοι εκείνοι από την ελληνική πλευρά που πρότειναν οπισθοχώρηση ως τον Ισθμό. Επικράτησαν ωστόσο οι γνώμες των ψυχραιμοτέρων με κορυφαίο εκφραστή τον Λεωνίδα. Οταν λοιπόν ο Ξέρξης έστειλε κήρυκες στην ελληνική πλευρά αξιώνοντας την άνευ όρων παράδοση των όπλων, έλαβε την ιστορική λακωνική απάντηση «μολών λαβέ» («έλα να τα πάρεις»).


Την ίδια στιγμή που οι έλληνες σύμμαχοι διεμήνυαν στις πόλεις τους την ανάγκη ενισχύσεων, κατάσκοποι από το αντίπαλο στρατόπεδο έδιναν αναφορά στον Ξέρξη για τις κινήσεις των Ελλήνων, τις οποίες ερμήνευε με τη βοήθεια του Δημάρατου. Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο πέρσης βασιλιάς ρώτησε τον Δημάρατο γιατί οι Σπαρτιάτες ασχολούνται τόσο επιμελώς με τον καλλωπισμό τους, εκείνος αποκρίθηκε ότι απλώς ετοιμάζονταν να δώσουν τη ζωή τους.


Σύντομα ο Ξέρξης πρόσταξε τους μήδους οπλίτες να επιτεθούν ολομέτωπα στο μικρό ελληνικό στράτευμα. Από τις πρώτες στιγμές η περσική πλευρά μετρούσε σημαντικές απώλειες, ενώ οι λιγοστοί Ελληνες είχαν κατορθώσει να κρατήσουν ανέπαφη τη γραμμή άμυνας, προς έκπληξη του Ξέρξη. Τη θέση των Μήδων έλαβε εν συνεχεία το επίλεκτο περσικό σώμα των «Αθανάτων» υπό τον στρατηγό Υδάρνη, οι οποίοι είχαν την ίδια τύχη. Ομοίως και τη δεύτερη ημέρα οι περσικές επιθέσεις απέβησαν άκαρπες.


Η προδοσία του Εφιάλτη



Το βράδυ της δεύτερης ημέρας ένας χωρικός από μια γειτονική κωμόπολη, ο Εφιάλτης, πρόδωσε στους Πέρσες την περιώνυμη «Ανοπαία ατραπό», με την ελπίδα να ανταμειφθεί από τον πέρση βασιλιά. Το εν λόγω στρατηγικής σημασίας κρυφό μονοπάτι ξεκινούσε από την Τραχίνα, διένυε το φαράγγι του ποταμού Ασωπού ανεβαίνοντας προς τον λόφο από όπου πήρε το όνομά του και αφού ακολουθούσε την κορυφογραμμή του όρους Καλλίδρομου, παραφυάδας της Οίτης, κατέβαινε στο τέλος των στενών των Θερμοπυλών, ακριβώς στα νώτα των ελληνικών δυνάμεων. Μετά την ενέργεια αυτή ο Εφιάλτης επικηρύχθηκε και αφού κατόρθωσε να κρυφτεί για κάποιο διάστημα, στο τέλος δολοφονήθηκε.


Πράγματι, η αποκάλυψη του μονοπατιού αποδείχθηκε αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της μάχης. Στη θέα του Υδάρνη και των ανδρών του, οι Φωκείς που φρουρούσαν το σημείο δεν αντιστάθηκαν και τράπηκαν σε φυγή για να αποφύγουν την κύκλωση. Τώρα ήταν ζήτημα χρόνου προτού ολόκληρο το ελληνικό στράτευμα βρεθεί περικυκλωμένο και καταδικασμένο. Τότε ο Λεωνίδας πήρε την απόφαση να διώξει όλες τις συμμαχικές δυνάμεις και να μείνει μόνος εκείνος και οι 300 πιστοί σύντροφοί του προκειμένου με τη θυσία τους να καθυστερήσουν την ούτως ή άλλως προδιαγεγραμμένη πορεία των Περσών, δίνοντας ταυτόχρονα λίγο χρόνο στις υπόλοιπες πόλεις να λάβουν τα μέτρα τους.


Στο πλευρό των 300 Λακεδαιμονίων έμειναν με αυταπάρνηση και 700 Θεσπιείς. Η τρίτη ημέρα της μάχης θα ήταν και η τελευταία ημέρα αντίστασης των Ελλήνων. Ακολούθησε απεγνωσμένη επίθεση με τον Λεωνίδα να υποκύπτει από τους πρώτους στα τραύματά του. Υστερα από σκληρό αγώνα οι συμπατριώτες του κατόρθωσαν να περισυλλέξουν το σώμα του και να τον μεταφέρουν πίσω από το τείχος. Ταυτόχρονα έφθασαν στα νώτα των Ελλήνων και οι δυνάμεις του Υδάρνη από το ορεινό μονοπάτι. Ο θρύλος θέλει μάλιστα τους Πέρσες να φοβούνται ακόμη τους Ελληνες, γι’ αυτό και προτίμησαν να τους αποτελειώσουν εξ αποστάσεως.


Οι ελάχιστοι εναπομείναντες αμύνονταν αποδεκατισμένοι στον κοντινό λόφο του Κολωνού, πίσω από το τείχος, για να πέσουν νεκροί στιγμές μετά κάτω από μια βροχή από περσικά βέλη και ακόντια από τους γύρω λόφους. Δεκάδες αιχμές από τα περσικά όπλα που βρέθηκαν αργότερα σε ανασκαφές στην περιοχή του Κολωνού φυλάσσονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μετά το τέλος της μάχης στήθηκε στον λόφο του Κολωνού η πλάκα με το περίφημο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» (σ.τ.μ.: «Φέρε, διαβάτη, μήνυμα στους Λακεδαιμονίους, πως σκοτωθήκαμε εδώ, πιστοί στο πρόσταγμά τους»).


Η δόξα της θυσίας


Οσο για τον χρονικό εντοπισμό της μάχης, η ακριβής ημερομηνία δεν έχει εξακριβωθεί, υπολογίζεται όμως ότι έλαβε χώρα περί τον Αύγουστο του 480 π.Χ. Οι απώλειες των Περσών ήταν τόσο σημαντικές – μεταξύ των νεκρών ήταν και δύο αδέλφια του Ξέρξη – που ο πέρσης βασιλιάς διέταξε να τις αποκρύψουν για να μην πέσει το ηθικό του υπόλοιπου στρατεύματος. Για τους Σπαρτιάτες αντίθετα ήταν τιμή να πέσουν στο πεδίο της μάχης, αντί να χτυπηθούν στα νώτα από τα βέλη των εχθρών. Μάλιστα οι συγγενείς των πεσόντων δεν θρηνούσαν με κραυγές και οιμωγές, αλλά υπέμεναν σιωπηρά και με αξιοπρέπεια την απώλειά τους. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις, στην αρχαία Σπάρτη η οπισθοχώρηση ή η απώλεια της ασπίδας στη διάρκεια της μάχης (εξ ου και το επίθετο ρίψασπις) θεωρούνταν ατιμωτική πράξη, ενώ η λιποταξία και η προδοσία τιμωρούνταν με την εσχάτη των ποινών. Ακόμη και τα ταφικά τους έθιμα ήταν λιτά. Οι νεκροί θάβονταν τυλιγμένοι με ύφασμα και κλάδο ελαίας και μάλιστα μόνο στους τάφους των πεσόντων σε μάχη αναγράφονταν ονόματα. Ηταν συνεπώς τέτοια η ανατροφή και το φρόνημα των σπαρτιατών πολεμιστών που η στάση την οποία τελικά τήρησαν «υπέρ βωμών και εστιών» φάνταζε για εκείνους απόλυτα φυσιολογική.


Μνημείο αυτής της άνισης μάχης στέκει από το 1955 το άγαλμα του Λεωνίδα, πλάι στο κενοτάφιο των πεσόντων στις Θερμοπύλες. Το ακριβές σημείο όπου διεξήχθη η ιστορική μάχη έχει ανακαλυφθεί από τον αρχαιολόγο Σπυρίδωνα Μαρινάτο.


Η ηρωική αντίσταση, τα ιδανικά και η αυτοθυσία των στρατιωτών σε πείσμα των σε βάρος τους πιθανοτήτων έχει υμνηθεί αμέτρητες φορές, τόσο από αρχαίους όσο και από σύγχρονους, έλληνες και ξένους λογοτέχνες και ποιητές. Χαρακτηριστικός του θαυμασμού που προκάλεσε η θυσία Λακεδαιμονίων και Θεσπιέων στις Θερμοπύλες ήταν και ένας διάλογος που μας μεταφέρει γλαφυρά ο πατέρας της ιστορίας, Ηρόδοτος. Οταν λίγο μετά τη νίκη τους στη μάχη τα περσικά στρατεύματα βαδίζοντας προς νότον πληροφορήθηκαν την τέλεση της έβδομης Ολυμπιάδας από τους Ελληνες, ο γιος του ευυπόληπτου πέρση πολέμαρχου Αρτάβανου, Τριταντέχμης, είπε: «Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής!» («Αλίμονο, Μαρδόνιε, με ποιους άνδρες μας έφερες να πολεμήσουμε! Μ’ αυτούς που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για την αρετή!»).


Η ναυμαχία του Αρτεμισίου


Στη σκιά της μάχης των Θερμοπυλών διεξήχθη μια εξίσου σημαντική αναμέτρηση Περσών και Ελλήνων, αυτή τη φορά στη θάλασσα. Ο ελληνικός στόλος που είχε προσορμιστεί στο Αρτεμίσιο, υπό το πρόσταγμα του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, περίμενε την άφιξη του περσικού ναυτικού με στόχο να του φράξει τη δίοδο προς τη Νότια Ελλάδα. Για καλή τύχη των Ελλήνων τουλάχιστον 300 πολεμικά πλοία του περσικού στόλου τσακίστηκαν από σφοδρή θαλασσοταραχή στις βραχώδεις ακτές του Πηλίου. Μετά τη δημιουργία του πρώτου φάρου στην ιστορία από τον Ξέρξη, οι Πέρσες έλαβαν τελικά θέσεις απέναντι από τα ελληνικά πλοία, στο σημείο Αφέτες του Παγασητικού Κόλπου. Ακολούθησε δεύτερη καταστροφή μέρους του στόλου από θύελλα, με απώλειες 200 πλοίων και εκατοντάδων ανδρών. Στο απέναντι «στρατόπεδο», στην πρόταση για ελληνική υποχώρηση αντιτάχθηκε ο Θεμιστοκλής, ο οποίος και έπεισε τις ελληνικές συμμαχικές δυνάμεις να μείνουν και να πολεμήσουν το ταχύτερο δυνατό στο Αρτεμίσιο, προτού προλάβουν τα περσικά πλοία να κάνουν τον γύρο της Εύβοιας και να κυκλώσουν ολόκληρο τον ελληνικό στόλο. Οι συγκρούσεις που ακολούθησαν ήταν αμφίρροπες, το ευτύχημα για την ελληνική πλευρά ήταν ωστόσο ότι με σύμμαχο τον καιρό κατάφερε σημαντικό πλήγμα στον περσικό στόλο. Οταν εν συνεχεία η ελληνική πλευρά πληροφορήθηκε την κατάληψη του στενού των Θερμοπυλών αποφάσισε την άμεση αποχώρηση από το Αρτεμίσιο με προορισμό το στενό της Σαλαμίνας.


Μετά το πέρας της μάχης των Θερμοπυλών και το αμφίρροπο αποτέλεσμα στο Αρτεμίσιο, το στράτευμα του Ξέρξη κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, ενώ τα πλοία του, αφού λεηλάτησαν τις παραλιακές πόλεις της Εύβοιας, έπλεαν τώρα προς τον Σαρωνικό. Εν συνεχεία οι περσικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν κοντά στο σημερινό Φάληρο, όπου και πραγματοποιήθηκε το πολεμικό συμβούλιο των Περσών, την ίδια ώρα που στη Σαλαμίνα συνεδρίαζε το αντίστοιχο ελληνικό στρατηγείο. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους αναζητώντας καταφύγιο στα κοντινά νησιά του Σαρωνικού. Ακολούθησαν η πυρπόληση και λεηλάτηση των ιερών και της πόλης της Αθήνας από τους Πέρσες και τα γεγονότα που τελικά οδήγησαν στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και στην τελική έκβαση των Περσικών Πολέμων.


Η ονομασία «Θερμοπύλαι» προέκυψε από την ύπαρξη στην περιοχή θερμών υδροθειο-νατριούχων ιαματικών πηγών, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στον Ηρακλή. Η τοποθεσία αποτελούσε φυσικό πέρασμα από τη Θεσσαλία στη Λοκρίδα και την εποχή εκείνη είχε μήκος περίπου 1.300 μέτρα, ενώ το πλάτος της στενωπού – μεταξύ απότομων κρημνών και θάλασσας – ποικίλε από 50 έως και 15 μόλις μέτρα, επιτρέποντας μόλις και μετά βίας τη διέλευση μιας μεγάλης άμαξας. Χαρακτηριστικό είναι ότι την εποχή εκείνη οι Θερμοπύλες αποτελούσαν το μοναδικό εύκολα προσβάσιμο πέρασμα για οποιονδήποτε προέλαυνε από βορρά με σκοπό να φθάσει στη νότια Ελλάδα. Σήμερα οι πολλαπλές προσχώσεις του ποταμού Σπερχειού έχουν «διευρύνει» την ακτή προς τη θάλασσα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν πια «στενά».


ΚΕΙΜΕΝΑ: Θ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ (ΞΕΡΞΗΣ Α’), ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΥ (Η ΜΑΧΗ), ΝΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ (ΛΕΩΝΙΔΑΣ).