OI ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ



O Περικλής γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν γιος του Ξανθίππου και της Αγαρίστης, η οποία ανήκε στο αριστοκρατικό γένος των Αλκμεωνιδών. H οικογένειά του ήταν ευκατάστατη, με σημαντική ακίνητη περιουσία στον Χολαργό, και ο Περικλής έλαβε καλή μόρφωση και συναναστράφηκε τους σοφούς της εποχής του. Ως πολιτικός συνέβαλε όσο κανένας άλλος στην εδραίωση της δημοκρατίας στην Αθήνα και στην ανάπτυξη της αθηναϊκής αυτοκρατορίας και κατέστησε την πόλη του πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο της Ελλάδας. Επί των ημερών του η Αθήνα έφθασε στον κολοφώνα της δόξας της, και δίκαια η περίοδος αυτή της ιστορίας της ονομάστηκε «χρυσούς αιών του Περικλέους».


Το 472 βρίσκουμε τον Περικλή χορηγό της τριλογίας του Αισχύλου από την οποία σώζονται οι Πέρσες.


Ο Περικλής υποστήριζε τον ηγέτη των δημοκρατικών Εφιάλτη και είναι πιθανό ότι τον διαδέχθηκε στην ηγεσία της παράταξης μετά τη δολοφονία του το 461. Εισήγαγε πολλές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις στο αθηναϊκό πολίτευμα και κατέστησε την Αθήνα ηγέτιδα μεγάλης συμμαχίας πολλών ελληνικών πόλεων, οι οποίες είχαν την υποχρέωση να καταβάλλουν ετησίως χρηματική εισφορά στο κοινό ταμείο, το οποίο μεταφέρθηκε από τη Δήλο στην Αθήνα. Τα επιτεύγματα αυτά οδήγησαν την Αθήνα σε μεγάλη οικονομική άνθηση, η οποία επέτρεψε στον Περικλή να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για την ανέγερση του περικαλλούς Παρθενώνα και των άλλων κτιρίων στην Ακρόπολη.


Λόγω των έργων αυτών ο Περικλής κατηγορήθηκε για σπατάλη αλλά και για ανηθικότητα, επειδή δαπανούσε χρήματα της συμμαχίας για να εξωραΐσει την Αθήνα. Ο Περικλής απάντησε ότι οι σύμμαχοι πλήρωναν για την άμυνά τους και ότι εφόσον αυτή ήταν εξασφαλισμένη η Αθήνα δεν είχε την υποχρέωση να λογοδοτεί για τον τρόπο με τον οποίο δαπανούσε τα χρήματα. Αποτέλεσμα ήταν ο κατήγορος του Περικλή, ονόματι Θουκυδίδης (άλλος από τον ιστορικό), να καταδικαστεί σε δεκαετή εξορία.


Με την ίδια αποτελεσματικότητα αντιμετώπισε ο Περικλής και τις δυσαρέσκειες που για παρόμοιους λόγους εκδηλώθηκαν εκ μέρους των συμμάχων και που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησαν σε εξεγέρσεις κατά της αθηναϊκής κυριαρχίας.


Παρ’ ότι ο Περικλής είχε φθάσει στο σημείο να θεωρείται αναντικατάστατος από τους συμπολίτες του, ουδέποτε έγινε απόλυτος άρχων της Αθήνας: η δημοκρατία, από τη στιγμή που εδραιώθηκε, ουδέποτε παραχωρούσε απόλυτη εξουσία στους άρχοντές της.


Ο Περικλής ήταν βαθιά αφοσιωμένος στην πολιτική αποστολή του και εργαζόταν σκληρά γι’ αυτήν. Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα κτήματά του, ουδέποτε τον έβλεπαν στον δρόμο παρά όταν κατευθυνόταν προς κάποια δημόσια υπηρεσία και είχε θεαθεί μόνο μία φορά σε κοινωνική συναναστροφή, αλλά και τότε έφυγε νωρίς.


Ο Περικλής παντρεύτηκε λίγο προτού συμπληρώσει τα τριάντα του χρόνια αλλά χώρισε ύστερα από δέκα χρόνια γάμου. Πλησίαζε τα πενήντα όταν πήρε στο σπίτι του για να ζήσει μαζί της την Ασπασία από τη Μίλητο, η οποία φαίνεται ότι ήταν έξυπνη, γοητευτική και από καλή οικογένεια. H συμπεριφορά του απέναντί της έφερνε στην Αθήνα πρωτοφανείς εικόνες, όπως η συνήθειά του να τη φιλάει όταν έφευγε από το σπίτι και όταν επέστρεφε.


Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος δημιούργησε δυσαρέσκειες στα διάφορα κοινωνικά στρώματα, τις οποίες επέτεινε ο λοιμός. Το δεύτερο έτος του πολέμου ο Περικλής αντιμετώπισε σφοδρές επικρίσεις για την κατάσταση, συκοφαντήθηκε, καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο. Γρήγορα ωστόσο αποκαταστάθηκε και ξαναπήρε στα χέρια του τα ηνία της πολεμικής προσπάθειας. Δεν έζησε όμως για πολύ ακόμη. Ο τρομερός λοιμός που αποδεκάτιζε τους Αθηναίους δεν έκανε διάκριση ούτε απέναντι σε αυτόν τον πραγματικά μεγάλο άνδρα. Το 429, τρίτο έτος του πολέμου, ο Περικλής έπαψε να υπάρχει.


ΚΛΕΩΝ (; – 422 π.X.)



O Κλέων υπήρξε ο πρώτος προβεβλημένος εκπρόσωπος της εμπορικής τάξης στην αθηναϊκή πολιτική σκηνή και το όνομά του έχει ταυτιστεί με την έννοια δημαγωγός. Ανέλαβε ηγετικό πολιτικό αξίωμα στην αθηναϊκή δημοκρατία το 429 π.X., μετά τον θάνατο του πολιτικού του αντιπάλου Περικλή.


Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Κλέων υποστήριζε πεισματικά την επιθετική στρατηγική και εναντιωνόταν στις προσπάθειες για ειρήνευση. Το 427, όταν αποκαλύφθηκε το σχέδιο εξέγερσης των Μυτιληναίων με σκοπό την αποστασία τους από την αθηναϊκή συμμαχία, ο Κλέων πρότεινε ως τιμωρία να θανατωθούν όλοι οι άνδρες της Μυτιλήνης και τα γυναικόπαιδα να γίνουν δούλοι. H πρότασή του αυτή εγκρίθηκε αρχικά αλλά την άλλη ημέρα ανακλήθηκε και τροποποιήθηκε επί το επιεικέστερον: θανατώθηκαν μόνο τα περίπου 1.000 άτομα που θεωρήθηκαν υπεύθυνα για την αποτυχούσα συνωμοσία.


Ο Κλέων έφθασε στο απόγειο της φήμης του το 425, όταν νίκησε και αιχμαλώτισε τους Σπαρτιάτες που βρίσκονταν στην πολιορκούμενη νήσο Σφακτηρία, κοντά στην Πύλο, αφού είχε απορρίψει τους όρους σπαρτιατικής πρότασης για ειρήνη.


Το τέλος του ήλθε στη Βόρεια Ελλάδα όπου ο Κλέων είχε μεταβεί ηγούμενος εκστρατευτικού σώματος με τον σκοπό να ανακτήσει τις πόλεις που ο σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας είχε αποσπάσει από την αθηναϊκή συμμαχία. Εκεί, έξω από την Αμφίπολη, ο Κλέων σκοτώθηκε, μάλλον άδοξα, αν κρίνουμε από την περιγραφή του Θουκυδίδη.


Ο Θουκυδίδης αλλά και ο Αριστοφάνης, στις κωμωδίες του, παρουσιάζουν τον Κλέωνα με διόλου κολακευτικά λόγια, αλλά κανένας από τους δύο δεν μπορεί να θεωρηθεί απροκατάληπτος.


ΑΡΧΙΔΑΜΟΣ B’ (; – 427 π.X.)



O Αρχίδαμος B’ ήταν βασιλιάς της Σπάρτης από το 469 περίπου. Μέλος του οίκου των Ευρυπωντιδών (μιας από τις δύο βασιλικές οικογένειες της Σπάρτης), καθώς ο πατέρας του είχε πεθάνει, διαδέχθηκε στον θρόνο τον πάππο του Λεωτυχίδα όταν αυτός αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί στην Τεγέα.


Οταν οι είλωτες (είδος δουλοπαροίκων) της Μεσσηνίας εξεγέρθηκαν εναντίον των σπαρτιατών κυρίων τους ύστερα από έναν ισχυρό σεισμό το 464, ο Αρχίδαμος οργάνωσε αποτελεσματικά την άμυνα της Σπάρτης και έσωσε την πόλη, που ήταν ήδη κατεστραμμένη από τον σεισμό. Επιπλέον κατά τον Τρίτο Μεσσηνιακό Πόλεμο (464-455) καθυπέταξε τους Μεσσηνίους που βρήκαν την ευκαιρία να αποστατήσουν από τη Σπάρτη.


Ωστόσο τα επόμενα 30 χρόνια όλες τις επιχειρήσεις του σπαρτιατικού στρατού τις διοικούν μέλη του άλλου βασιλικού οίκου, των Αγιαδών, και δεν υπάρχει μνεία των δραστηριοτήτων του Αρχίδαμου παρά όταν φθάνουμε στην περίοδο λίγο πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου.


Τότε, το 432, ο Αρχίδαμος παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως μια ξεχωριστή φιλειρηνική φωνή μέσα στην πολεμοχαρή ομοφωνία της πελοποννησιακής συμμαχίας. Ακόμη και μετά τη λήψη θετικής απόφασης για την κήρυξη πολέμου ο Αρχίδαμος συνιστά στους Πελοποννησίους να περιμένουν. H φιλοπόλεμη μερίδα όμως επιμένει. Στην τελική ψηφοφορία επί του ζητήματος ο Αρχίδαμος ηττάται και επικρατεί η πρόταση του εφόρου Σθενελαΐδα που ζητεί την άμεση έναρξη του πολέμου, ο οποίος πράγματι ξεσπάει έναν χρόνο αργότερα, το 431.


Παρά τη φιλειρηνική στάση του πριν από την έκρηξη του πολέμου, μετά την έναρξή του και όσο βρισκόταν στη ζωή ο Αρχίδαμος έπραξε το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα του. Ηγήθηκε του σπαρτιατικού στρατού κατά τις εισβολές του στην Αττική το 431, το 430 και το 428, καθώς και κατά την εκστρατεία εναντίον των Πλαταιών το 429. H περίοδος των πρώτων δέκα χρόνων του πολέμου φέρει το όνομά του: αρχιδάμειος πόλεμος.


Τον Αρχίδαμο διαδέχθηκαν στον θρόνο της Σπάρτης οι γιοι του Αγις B’ και Αγησίλαος B’. H κόρη του Κυνίσκα ήταν η πρώτη γυναίκα που νίκησε σε αρματοδρομία στους Ολυμπιακούς Αγώνες.


ΒΡΑΣΙΔΑΣ (; – 422 π.X.)


O στρατηγός Βρασίδας θεωρείται γενικά ο μοναδικός ιδιοφυής στρατιωτικός ηγέτης τον οποίο έχει να επιδείξει η Σπάρτη κατά την περίοδο των δέκα πρώτων χρόνων του Πελοποννησιακού Πολέμου, τον λεγόμενο αρχιδάμειο πόλεμο. Με την ευφράδεια και την προσωπική γοητεία του, ιδιότητες ασυνήθιστες για Σπαρτιάτη, και μάλιστα στρατιωτικό, ο Βρασίδας κέρδισε τον θαυμασμό πολλών από τους συμμάχους της Αθήνας υποβοηθώντας έτσι τις αποστασίες τους προς την πλευρά της Σπάρτης και προετοιμάζοντας το έδαφος για τις εξεγέρσεις άλλων αργότερα, μετά την αποτυχία της αθηναϊκής εκστρατείας κατά των Συρακουσών της Σικελίας.


Ο Βρασίδας διακρίθηκε για πρώτη φορά στη μάχη το 431, όταν έσπευσε στη Μεθώνη της Μεσσηνίας και την έσωσε από τους Αθηναίους που την πολιορκούσαν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους στην Πελοπόννησο. Συνέχισε τη δράση του στη Ναύπακτο, στον Πειραιά, στην Κέρκυρα και το 424 ματαίωσε επίθεση των Αθηναίων κατά των Μεγάρων.


Αμέσως μετά ο Βρασίδας ξεκίνησε να διασπάσει την αθηναϊκή αυτοκρατορία στη Βόρεια Ελλάδα. Κατά την εκστρατεία του εκεί κατέλαβε διάφορες πόλεις, όπως την Ακανθο, τη Στάγειρο και τη σημαντικότατη αθηναϊκή αποικία Αμφίπολη. Την άνοιξη του 423 η Αθήνα και η Σπάρτη συνήψαν ανακωχή αλλά ο Βρασίδας αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη Σκιώνη και λίγο αργότερα κατέλαβε τη Μένδη.


Τον Απρίλιο του 422 η ανακωχή έληξε και οι Αθηναίοι έστειλαν εκστρατευτικό σώμα υπό τον Κλέωνα να ανακαταλάβει τις πρώην κτήσεις τους στη Βόρεια Ελλάδα τις οποίες τους είχε αφαιρέσει ο Βρασίδας. Με τους επιδέξιους χειρισμούς του ο Βρασίδας συνέτριψε την αθηναϊκή δύναμη στην Αμφίπολη, όπου όμως σκοτώθηκε και ο ίδιος, όπως και ο αντίπαλός του Κλέων.


Αξιοσημείωτη είναι η επιμονή του Βρασίδα να τονίζει προς τους κατοίκους των πόλεων της αθηναϊκής συμμαχίας ότι πήγαινε ως ελευθερωτής τους και ότι δεν είχε άλλη πρόθεση παρά να τους σώσει από τον αθηναϊκό ζυγό. Οι διαβεβαιώσεις αυτές έβρισκαν ανταπόκριση τουλάχιστον σε ορισμένα στρώματα του πληθυσμού τα οποία λαχταρούσαν να απαλλαγούν από την οικονομική αφαίμαξη που εφήρμοζε εις βάρος τους η Αθήνα.


H πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα να περιβάλλεται ο Βρασίδας με αισθήματα συμπάθειας από τους πληθυσμούς των πόλεων που κατακτούσε. Χαρακτηριστική απόδειξη αυτών των αισθημάτων ήταν οι τιμές που δαψίλευσαν οι κάτοικοι της Αμφίπολης στον σπαρτιάτη στρατηγό μετά τον θάνατό του λίγο έξω από την πόλη τους. Τον ενταφίασαν στην αγορά, δηλαδή στο κέντρο της πόλης, περιβάλλοντάς τον με τιμές ήρωα, τον ανακήρυξαν οικιστή της πόλης και θέσπισαν προς τιμήν του την εορτή των Βρασιδείων.


Αλλά και στην πατρίδα του, τη Σπάρτη, τιμήθηκε ιδιαίτερα ο Βρασίδας. Θεσπίστηκε και εκεί εορτή των Βρασιδείων και ανεγέρθηκε κενοτάφιό του κοντά στο θέατρο της πόλης.