«Αυτό που συνειδητοποιώ ότι μου αρέσει σε αυτή τη δουλειά, στη δουλειά με το θέατρο, είναι ο τρόπος που επηρεάζεται η ζωή μέσα από αυτό και το θέατρο μέσα από τη ζωή μας. Αυτή η συνέπεια. Γι’ αυτό και είναι πολύ δύσκολο να προγραμματίσω μακροπρόθεσμα και να είμαι ειλικρινής. Οι ανάγκες έχουν μια πιο άμεση περιοδικότητα και σε οδηγούν στις επιλογές έργων ή τρόπου που θα τα ανεβάσεις». Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός είναι ένας άνθρωπος του θεάτρου που δεν μπαίνει σε καλούπια. Στα περίπου 20 χρόνια που έχει ιδρύσει, μαζί με την Αμαλία Μουτούση, την ομάδα Διπλούς Ερως εξακολουθεί να είναι ένας «μποέμ» της τέχνης που προτάσσει τις ανάγκες τις δικές του και της ομάδας, και όχι τις τυπικές, συμβατικές υποχρεώσεις που μπορεί να του υπαγορεύσει το υπουργείο. «Εγώ έχω έναν ρυθμό διαφορετικό από αυτόν που μπορεί να έχει ανάγκη ο προγραμματισμός του υπουργείου. Και το ξεκαθαρίζω: Δεν μπορώ να ξέρω τόσο μακριά. Μόνο να δώσω ένα γενικότερο πλαίσιο για το τόσο μακριά. Καμιά φορά όμως δεν μπορώ να ξέρω ούτε για το πολύ κοντά. Μου είναι αδιανόητο να ξέρω πότε θα κάνω τι ακριβώς. Ισως γιατί, ως έναν βαθμό, μου αρέσει να μην ξέρω το αύριο. Με το θέατρο, βέβαια, συνήθως το ξέρεις. Πρέπει να το ξέρεις. Γι’ αυτό και ξέρω τι θα κάνω ως την επόμενη άνοιξη. Κι αυτή είναι μια σχέση με το μέλλον λίγο προβληματική. Με αγχώνει. Με στενοχωρεί. Δεν θέλω να ξέρω πολύ το μέλλον. Θέλω να το ξέρω πολύ λίγο. Γιατί ξαφνικά αισθάνεσαι ότι οργανώνεται το μέλλον σου με έναν τρόπο πιο ανοιχτό, πιο ελεύθερο, πιο άμεσο. Ως τώρα δεν μου έχει τύχει ποτέ να μην ξέρουμε τι θα κάνουμε. Απλώς το τι ακριβώς επηρεάζεται από διάφορους παράγοντες». Ωστόσο, διατηρώντας την ελευθερία του και παραμένοντας «ατίθασος», έμαθε να ακολουθεί τους γενικούς κανόνες.


Μέσα στο πλαίσιο αυτό έχει καταστρώσει τα σχέδια που θα φιλοξενηθούν στον καινούργιο χώρο του «Θησείου», όπου στεγάζεται πλέον, από πέρυσι, ο Διπλούς Ερως. Πάντοτε μαζί με την Αμαλία Μουτούση, και μαζί με μια παρέα συνεργατών – συνοδοιπόρων πια, με μια κοινή στάση απέναντι στην τέχνη αλλά και τη ζωή. Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη και ηθοποιό, που ξεκίνησε τις σπουδές του από τη βιολογία, μπαίνει σε άλλους δρόμους και διαδρόμους, και οδηγείται από μόνη της σε έργα που πρόκειται ή που προγραμματίζεται να ανέβουν αλλά και σε σκέψεις και θέσεις γύρω από την ίδια τη φύση του θεάτρου.


«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορώ να μιλήσω και για τον «Αγαμέμνονα», από την «Ορέστεια» του Αισχύλου, που θέλουμε να ακολουθήσει. Αλλά αυτή η επιλογή δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη από άλλες επιλογές, συντελεστών και προσώπων» λέει ο σκηνοθέτης, δίνοντας αμέσως τη συνέχεια της σκέψης του. «Τον τελευταίο καιρό συνειδητοποιώ μια ανάγκη απόστασης από το δυτικό θέατρο. Το θέατρο είναι για μένα ένα πλαίσιο, ένα πλαίσιο σκέψης και εμπειρίας. Σημασία έχει η ζωή μας και ο τρόπος που τη βάζουμε να εκφραστεί. Ενα τέτοιο πλαίσιο είναι το θέατρο. Γιατί αυτό ξέρουμε και θέλουμε να κάνουμε. Είναι μια χοάνη που επηρεάζεται από τη ζωή μας και την πραγματικότητα, από το περιβάλλον και τους διάφορους ερεθισμούς. Αισθάνομαι την ανάγκη μιας απόστασης από έναν δυτικό τρόπο ζωής. Αισθάνομαι ότι δυτικοποιούμαστε, κι αυτό είναι καλό από μία πλευρά. Αλλά είναι λίγο πιο πολύ από όσο πρέπει και γίνεται με έναν ρυθμό λίγο πιο απότομο από όσο έχω εγώ ανάγκη. Μου λείπει ένας αντίλογος που ο δυτικός τρόπος δεν του αφήνει πολύ χώρο. Δεν ξέρω να πω τι είναι αυτό. Νομίζω ότι έχει να κάνει με ένα είδος θρησκευτικού αισθήματος, χωρίς να είναι και αυτό ακριβώς. Είναι όμως κάτι που σημαίνει έναν σαφώς διαφορετικό εσωτερικό ρυθμό. Κι έχει ανάγκη από λίγο περισσότερο περιθώριο στη σιωπή. Κάτι που ο δυτικός τρόπος δεν το επιτρέπει εύκολα. Είναι λίγο θορυβώδης, έχει μερικές ταχύτητες παραπάνω. Αισθάνομαι ότι υπάρχει κάτι που εξοβελίζεται χωρίς να το παίρνουμε είδηση. Αυτό που αναζητώ μπορεί να το βρει κάποιος στην ανατολική δραματουργία, σε έναν βαθμό. Για μένα αυτή η αναζήτηση αποκλείει ένα τεράστιο δυτικό ρεπερτόριο».


Μέσα από αυτή τη συγκεκριμένη αναζήτηση, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έπεσε πάνω στον «Αγαμέμνονα». Και είναι μια επιλογή που έρχεται μετά τον «Αμλετ», που παίχθηκε την περασμένη χρονιά και θα μετελιχθεί για να παρουσιασθεί από τον Οκτώβριο και ως τις γιορτές περίπου, και την «Ηλέκτρα», που θα κάνει πρεμιέρα στις 7 Αυγούστου στην Επίδαυρο. «Πρέπει να ομολογήσω ότι είναι ένα πολύ μεγάλο έργο» λέει. «Θεωρώ ακόμη και αστείο τον εαυτό μου να πρέπει να μιλήσει γι’ αυτό το έργο, για το πόσο σημαντικός είναι ο «Αγαμέμνων», ή για το πόσο σημαντικοί και μεγάλοι είναι αυτοί οι συγγραφείς. Απλώς σε αυτό το κείμενο αισθάνομαι ότι βρίσκω κάποιες από αυτές τις αναπνοές που ζητάω. Εχω όμως τις επιφυλάξεις μου, γιατί ερχόμαστε από μια δουλειά πάνω στον «Αμλετ» και παράλληλα δουλεύουμε την «Ηλέκτρα». Πιστεύω ότι έχει σημασία και ο ρυθμός του κοινού που θέλει να προσλαμβάνει μερικά πράγματα, γι’ αυτό και αναρωτιέμαι μήπως ο «Αγαμέμων» πέσει πολύς μέσα σε αυτή τη σειρά μεγάλων έργων». Ωστόσο, η ανάγκη να καταπιαστεί με αυτό το κείμενο είναι μεγάλη, σχεδόν επιτακτική. «Είναι οι ανάγκες μιας άλλης αναπνοής, από αυτές της δυτικής πίεσης, από την πίεση ενός δυτικού ρυθμού. Κι αυτό εκφράζεται μέσα από τις δραματουργίες. Ενώ ο ρυθμός της εποχής είναι ένας ρυθμός που δεν αφήνει περιθώρια για σιωπές». Η λέξη «νοσταλγία» είναι αυτή που οδήγησε τον σκηνοθέτη σε αυτή την επιλογή. «Ακόμη και Ταρκόφσκι μπορεί να σου θυμίσει» συμπληρώνει. «Είναι η νοσταλγία ενός εσωτερικού τόπου, μιας λίγο απολεσθείσας πατρίδας… Αισθάνομαι ότι την τέχνη, η νοσταλγία την κινεί. Η τάση και η κίνηση προς έναν τόπο, γιατί ο παρών δεν μας ικανοποιεί. Είναι πολλά πράγματα μαζί ή έτσι νομίζουμε… ». Και συνεχίζει: «Παλιότερα έβλεπα το θέατρο σαν μια σήραγγα του χρόνου, κάτι σαν σταρ-τρεκ, που μπαίνεις μέσα και βγαίνεις, ας πούμε στην Αναγέννηση ή στον Μεσαίωνα. Κι αυτό το παιχνίδι μού άρεσε πάντα. Οταν βέβαια μπεις μέσα στο θέατρο, τα πράγματα αλλάζουν και πηγαίνουν αλλού. Ως ηθοποιός δεν βρίσκεσαι ξαφνικά στην αρχαιότητα. Το ταξίδι που κάνεις είναι άλλης τάξης από εκείνο που κάνεις ως θεατής. Η νοσταλγία είναι συγκεκριμένη και αφορά μια συγκεκριμένη ποιότητα, την οποία νομίζω ότι συναντώ σε αυτό το έργο».


Δεν τον φοβίζει όμως ο κλειστός χώρος για την τραγωδία; Η μήπως λειτουργεί ως ένα επιπλέον στοιχείο;


«Νομίζω ότι ισχύει το δεύτερο» απαντά. Αλλωστε οι μέχρι τώρα πρόβες της «Ηλέκτρας» στον κλειστό χώρο ­ έστω κι αν η παράσταση σχεδιάζεται για τον ανοιχτό ­ ήταν μια πρώτη εμπειρία. «Βέβαια οι κανόνες είναι τελείως διαφορετικοί. Τον ανοιχτό χώρο είναι που δεν ξέρουμε. Και φυσικά, ο χώρος επηρεάζει ριζικά. Αυτά είναι έργα ανοιχτού τοπίου και αυτή η συνάντηση, η επιμειξία, μπορεί να είναι εντελώς καταστρεπτική για το κείμενο και για αυτό που θέλεις να κάνεις αλλά μπορεί να έχει και κάποια σημασία». Δεν σκέφτεται όμως να παίξει και τον ρόλο. Μόνο να σκηνοθετήσει την παράσταση. «Είναι δύο λειτουργίες που δεν θέλω να τις συσχετίσω» λέει. «Μου αρέσει, όταν μου το ζητάνε και μπορώ, να παίζω έναν ρόλο. Με ευχαριστεί ιδιαίτερα. Οταν όμως πρέπει να παίξω σε τέτοιου είδους έργα και πρέπει και να τα σκηνοθετήσω, δεν μπορώ να κάνω εύκολα και τις δύο δουλειές. Με παιδεύει. Οπότε στον «Αγαμέμνονα» δεν νομίζω ότι θα λάβω μέρος. Ελπίζω να μη χρειαστεί». Και εξηγεί ότι όταν σκηνοθετεί και παίζει, όπως για παράδειγμα συνέβη στον «Αμλετ», δεν έχει την πολυτέλεια ούτε του χρόνου ούτε της επεξεργασίας. «Μου αρέσει να αφήνομαι στα χέρια του σκηνοθέτη. Γιατί μου αρέσει να μου αφήνονται οι ηθοποιοί. Ξέρω πόσο σημαντικό και πόση αξία έχει όταν σκηνοθετείς» καταλήγει.


Στην πολύχρονη παρουσία και πορεία της ομάδας Διπλούς Ερως, πολύ συχνά κείμενα μη θεατρικά έπαιρναν τη μορφή παράστασης, αφήνοντας πίσω τα στέρεα θεατρικά έργα. Τελευταία όμως οι επιλογές στρέφονται κυρίως στα μεγάλα έργα, στα αμιγώς θεατρικά κείμενα. Απαντώντας σε αυτό ο Μιχαήλ Μαρμαρινός τονίζει ότι «οι επιλογές μας υπαγορεύονται από μια μεγάλη τυχαιότητα». Εξηγεί όμως ότι η δουλειά στα εντελώς άλλου είδους κείμενα διευκολύνει λίγο τον δρόμο και διευκολύνει, ίσως, κι ένα ηθικό θράσος. «Είμαστε υποχρεωμένοι να στηρίξουμε έναν βαθμό ελευθερίας στο βλέμμα. Τα μεγάλα κείμενα δεν παθαίνουν τίποτε. Είναι βράχοι. Υπάρχει ένα παιχνίδι. Ολη η ιστορία είναι πώς μπορούμε να κάνουμε ρωγμές στο κεφάλι μας για να μπορέσει να δει το βλέμμα. Αυτές οι ρωγμές και οι απόπειρες γίνονται με αρκετά μεγάλη συναίσθηση και συνείδηση ηθικής. Τα κείμενα που είναι πιο γυμνά από παράδοση μέσα στο κεφάλι μας, όπως είναι οι σύγχρονοι συγγραφείς με έργα όπως το «Shopping and fucking» ή η «Φάρσα Κάλντεγουεϊ», μας δίνουν τη δυνατότητα να έχουμε ένα πιο αντοιχτό βλέμμα, πιο καθαρό. Η απόπειρά μας είναι να καθαρίσει το βλέμμα μας για να τα δούμε ή να δούμε ένα μέρος τους, όσο επιτρέπει η εποχή μας». Θυμίζει τις πρόσφατες επιλογές που έκανε η ομάδα Διπλούς Ερως για να επιβειβαιώσει την τυχαιότητα για την οποία έκανε λόγο παραπάνω: «Ρομαντισμός», φεύγοντας από το «Ιλίσια – Στούντιο». «Εργοτάξιο Σλήμαν», με το οποίο εγκαινίασαν το «Θησείο». «Αμλετ», «Ηλέκτρα», «Αγαμέμνων». Και μετά; Μια δουλειά πάνω στην «Ιλιάδα» είναι κάτι που τον ενδιαφέρει, αλλά και έργα – παραστάσεις βασισμένα στη μουσική. «Θέλουμε να φέρουμε στην Ελλάδα τους «Πέρσες» με τους Ολλανδούς, που προσεγγίζουν διαφορετικά το αρχαίο δράμα. Γιατί και στο αρχαίο δράμα πρέπει να μπει λίγος αέρας. Δεν πρέπει να περιχαρακώνουμε τα κείμενα αυτά». Ενώ για τη συνέχεια, μετά τον «Αμλετ» και πριν από τον «Αγαμέμνονα», σειρά θα πάρει μια παράσταση με τους Tuxedo Moon, με τον θεατρικό τίτλο «The Ghost Sonata» που είναι δανεισμένος από τον Στρίντμπεργκ.


Είναι φανερό πως στη δουλειά του Μιχαήλ Μαρμαρινού η διάσταση της μουσικής παίζει καθοριστικό ρόλο.


«Πράγματι» απαντά. «Οπως προχωρούν τα πράγματα, είμαι σίγουρος πως η σκηνοθεσία είναι μουσική. Λειτουργεί με εντελώς μουσικούς όρους μια παράσταση, είτε διαθέτει είτε όχι μουσική. Ολα είναι συγκεκριμένα μέρη μιας ορατής παρτιτούρας. Και αρχίζω να καταλαβαίνω πότε με ενδιαφέρει το θέατρο: όταν ακουμπά στη μουσική. Η σχέση με τη μουσική δίνει και μια άλλη διάσταση. Η μουσική στην εποχή μας λειτουργεί πιο άμεσα. Μπορεί να περνάει πιο εμμέσα από το μυαλό, αλλά το αίσθημα είναι εκείνο που αλλάζει τον κόσμο πολύ πιο γρήγορα. Αν δεν ήταν μουσική η προσέγγιση στην «Ηλέκτρα», δεν θα μπορούσα ποτέ να προετοιμαστώ μέσα σε τρεις μήνες για την Επίδαυρο». Μήπως αυτή η νέα παράμετρος στη δουλειά του, τελικά, μπορεί να οδηγήσει το θέατρο και σε αλλαγή πλεύσης; Πόσο ορατός παραμένει ο στόχος της δουλειάς; Πόσο επηρεάζεται από τρίτους παράγοντες; «Αισθάνομαι ότι από την αρχή ως το τέλος ένα και το ίδιο πράγμα προσπαθούμε να κάνουμε. Κι ευτυχώς αποκαλύπτεται σε στάδια και μπορεί να εμπλουτιστεί από πολλές πλευρές. Το θέατρο είναι συνεχώς η αφορμή και το πεδίο της διαλεκτικής με το ζητούμενο, που είναι πάντοτε ένα. Το θέατρο είναι ένας τρόπος να ζεις καλύτερα, να ζεις με κάποιες αξίες, να τις αναζητάς. Το θέατρο, κάποιες στιγμές, μέσα την πράξη του, αμφισβητείται και ταυτόχρονα κερδίζεται σε ένα άλλο επίπεδο. Τώρα με την τραγωδία αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει ηθική και να ξεπερνώ τον φόβο. Ακόμη κι όταν ο φόβος είναι θεωρητικοποιημένος. Ξαφνικά σκύβεις στην εμπειρία του άλλου. Νομίζω ότι τελικά κάνουμε θέατρο γι’ αυτή ακριβώς τη διαδρομή. Λυπάμαι που ο θεατής δεν μπορεί να τη ζήσει. Ζει όμως κάτι άλλο, που εμείς δεν ζούμε. Κι έτσι υπάρχει δικαιοσύνη».


Σε όλα αυτά τα χρόνια της πορείας της θεατρικής τους ομάδας, που έχει εξελιχθεί σε μια από τις πλέον αναζωογονητικές για την ελληνική θεατρική πραγματικότητα, ο Τύπος στάθηκε φιλικός μαζί τους. «Μας έχει περιποιηθεί, είναι αλήθεια» λέει ο σκηνοθέτης. Μήπως όμως και εκεί είναι που κρύβεται η παγίδα; Μήπως στην αποδοχή που διαθέτει και το άλλοθι της πρωτοπορίας κρύβεται ο κίνδυνος του κατεστημένου;


«Χωρίς να το καταλάβεις, υπάρχει αυτός ο κίνδυνος» λέει. «Αισθάνομαι σαφώς την ανάγκη της επιβεβαίωσης. Γιατί έτσι κι αλλιώς αμφισβητώ τον εαυτό μου. Δίνω την ίδια σημασία σε μια εκπληκτική κριτική και σε μια κακή. Τις υπολογίζω όλες. Στο θέατρο συνδιαλέγεσαι με το άγνωστο. Θέλεις τη γνώμη και την κριτική του άλλου, θέλεις και το λάθος και το σωστό. Βεβαίως όμως, ελλοχεύει ο κίνδυνος να επαναπαυθείς, αλλά την ίδια στιγμή ­ λόγω ανασφάλειας ­ τα αμφισβητείς όλα. Ενθουσιάζεται με την επιτυχία, και μετά κάθεσαι και σκέφτεσαι, αναρωτιέσαι. Υστερα υπάρχουν και παραστάσεις που εγώ θεωρώ επιτυχημένες και να μην πάνε καλά. Μπορεί να έφταιγε και η στιγμή. Στο θέατρο δεν μπορείς να επανέλθεις. Είναι η μόνη τέχνη που πηγαίνει χέρι χέρι με τον χρόνο. Δεν γυρίζεις πίσω». Αναφέρεται σε τρεις παραστάσεις που ο ίδιος θεώρησε σημαντικές, εκ των οποίων οι δύο «υβρίστηκαν» και η τρίτη έκανε μεγάλη επιτυχία, ενώ ο σκηνοθέτης τη θεωρούσε «λάθος παράτασης». Οι δύο που δεν άρεσαν ήταν ήταν ο «Ρομαντισμός» (βρίστηκε από τους δημοσιογράφους, όχι όμως και από την κριτική) και η άλλη ήταν το «Camera Degli Sposi», του Βέλτσου. Η άλλη ήταν η «Μηχανή Αμλετ» που διέθετε, ως θετικό στοιχείο, την εκπληκτική ερμηνεία της Αμαλίας Μουτούση. «Αλλά μια παράσταση μπορεί να είναι μόνο μια ερμηνεία;» αναρωτέται. «Για μένα η «Μηχανή Αμλετ» ήταν μια απογοήτευση στην πρώτη της εκδοχή» καταλήγει. Εύλογα τίθεται άρα το επόμενο ερώτημα: Πόσο καθοριστική είναι για το θέατρο αυτό η παρουσία της Αμαλίας Μουτούση. Πόσο το έχει κατευθύνει; «Ασφαλώς και είναι καθοριστική» λέει ο Μιχαήλ Μαρμαρινός. «Η Αμαλία πλέον έχει έναν τρόπο να μεταφέρει αυτό που αισθάνομαι ως τρόπο – λειτουργία υποκριτικής, ως προέκταση της ιδέας. Αυτό είναι τρομερό. Την ίδια στιγμή, από μέσα πια, μπορεί να σου κάνει ουσιώδεις παρατηρήσεις. Είναι μια εντελώς ευτυχής και απερίγραπτη συγκυρία αυτό που συμβαίνει. Μας ενώνουν πράγματα όμως, τόσο σημαντικά, και η Αμαλία μπορεί να φωτίσει τα ίδια θέματα από μια άλλη γωνία. Και είναι κι αυτό που μας κρατά σφιχτά δεμένους. Ο ένας βοηθά τον άλλον. Οι δυο μας όμως έχουμε και κάποιους άλλους ανθρώπους γύρω μας που μας στηρίζουν. Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται και επανέρχονται στη δουλειά μας. Υπάρχουν και άλλοι, καινούργιοι, υπάρχουν συνεργάτες σταθεροί. Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι η ιδεολογία των πραγμάτων. Ο ηθοποιός έχει έναν άλλο ρόλο. Οταν τον έχει και αυτόν, είναι πολύ σημαντικό. Εχει σχέση με τη στάση απέναντι στα πράγματα με την ευρεία έννοια. Το θέατρο είναι μια μονάδα διατύπωσης σφυγμών. Ενας θεατρικός οργανισμός πρέπει να είναι σαν το τύμπανο του αφτιού. Να μπορεί να αντιδρά σε αυτούς τους ήχους. Κι αυτά είναι πέραν αισθητικής. Τα κίνητρα και η κίνηση είναι άλλης τάξεως». Εχοντας μπροστά του μια σειρά κειμένων, άλλα τυπικά θεατρικά και άλλα όχι, ο σκηνοθέτης και συνιδρυτής της ομάδας Διπλούς Ερως πορεύεται προς το αύριο. «Το πριν πάντα μας οδηγεί στο μετά. Οπως στο θέατρο η προηγούμενη φράση μάς οδηγεί στην επόμενη. Απλά, ως αντίδραση. Γιατί έτσι είναι». Συνοδοιπόρο σε αυτή την πορεία πρέπει να έχουν και το υπουργείο Πολιτισμού με την επιχορήγησή του. «Χωρίς την επιχορήγηση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Κι αυτό εμπεριέχει και ευθύνη, γιατί πρέπει να δικαιώσεις τις επιλογές. Μου αρέσει άλλωστε να υπάρχει αυτή η συναίσθηση. Είναι διπλό. Από τη μία το κράτος επενδύει στον εαυτό του και από την άλλη το παίρνει πίσω μέσα από εμάς. Μας στηρίζουν όμως οι φίλοι. Καλό θα είναι πάντως η επιχορήγηση να έρχεται στην ώρα της και να μη μας χρωστούν από την προηγούμενη χρονιά» καταλήγει προτού πει πώς νιώθει μπροστά στην επόμενη χιλιετία: «Νομίζω ότι την ημέρα που θα ξημερώνει το 2000 το πιθανότερο είναι ότι θα είμαι σε μια πρόβα».