Ακόμη και αν τελικά δεν πρόκειται
για τον σημαντικότερο συνθέτη ολόκληρου του 20ού αιώνα, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, το έργο του Σοστακόβιτς αναμφίβολα συμπυκνώνει τις υψηλότερες αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού συνδυάζοντας τη συγκινησιακή δύναμη με την τεχνική εφευρετικότητα. Γεννημένος το 1906 στην Αγία Πετρούπολη, πήρε τα πρώτα του μαθήματα πιάνου από τη μητέρα του, για να συνεχίσει αργότερα τις σπουδές του στο ωδείο της γενέτειράς του, όπου παράλληλα μελέτησε σύνθεση. Σε ηλικία 20 μόλις ετών έγινε παγκοσμίως γνωστός με την Πρώτη Συμφωνία του, που παρουσιάστηκε στο τότε Λένινγκραντ και στη Μόσχα. Ανήκοντας στη γενιά των συνθετών που ανδρώθηκαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η μετέπειτα καριέρα του επηρεάστηκε έντονα από το πολιτικό κλίμα της χώρας. Η όπερά του «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ» (που αργότερα έγινε γνωστή και με τον τίτλο «Κατερίνα Ισμαήλοβα») είχε ήδη παιχθεί με επιτυχία όταν τον Ιανουάριο του 1936 δέχθηκε άγρια επίθεση από την εφημερίδα «Pravda», επίσημο όργανο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε υπό τον τίτλο «Χάος αντί για μουσική» ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς κατηγορούνταν για «αριστερίστικη διαστρέβλωση», «μικροαστική επιδίωξη εντυπωσιασμού» και «φορμαλισμό». Οσο για τον συντάκτη όλων των παραπάνω; Κάποιοι υποστήριξαν ότι επρόκειτο για τον ίδιο τον Στάλιν. Ανάλογες επικρίσεις δέχθηκε και το μπαλέτο του «Bright Stream». Η «απάντηση» του Σοστακόβιτς ήταν η Πέμπτη Συμφωνία, που παρέμεινε μία από τις πλέον δημοφιλείς. Ανάμεσα στο 1938 και στο 1953 συνέχισε να επιδίδεται στη σύνθεση ενώ παράλληλα δίδαξε σύνθεση στο Ωδείο του Λένινγκραντ και υπήρξε εθελοντής βοηθητικός πυροσβέστης στην πολιορκία της γενέτειράς του από τους Γερμανούς το 1941. Από τις εμπειρίες του αυτές γεννήθηκε η Εβδόμη Συμφωνία του, επονομαζομένη «Συμφωνία του Λένινγκραντ», η οποία γνώρισε μεγάλη επιτυχία τόσο στην τότε Σοβιετική Ενωση όσο και στη Δύση. Το 1943 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου έγινε καθηγητής σύνθεσης στο ωδείο. Πέντε χρόνια αργότερα ωστόσο έπεσε εκ νέου σε δυσμένεια ύστερα από το περιβόητο διάταγμα Ζντάνοφ κατά της «αντιλαϊκής τέχνης». Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει την έδρα του στη Μόσχα την οποία επανακατέλαβε μόλις το 1960. Η παρουσίαση της αριστουργηματικής 10ης Συμφωνίας του το 1953 σηματοδοτεί την είσοδο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς στην τελευταία και πλέον δημιουργική φάση της σταδιοδρομίας του. Η καρδιακή προσβολή ωστόσο που έπαθε το 1969 τον επηρέασε τόσο ώστε έκτοτε η μουσική του να διακατέχεται έντονα από την ιδέα του θανάτου, ο οποίος τελικώς τον βρήκε στη Μόσχα το 1975. Δύσκολα πάντως μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα αν ο Σοστακόβιτς εν τέλει απογοητεύθηκε από το σοβιετικό σύστημα και αν η πικρία και το σκότος που συχνά εντοπίζουν ορισμένοι στα έργα του αντικατοπτρίζουν αυτή την απογοήτευσή του. Το βέβαιον είναι ότι οι εσωτερικές εντάσεις του «γέννησαν» μια διαδοχή από αριστουργήματα που εξακολουθούν να προσελκύουν νέους, ολοένα θερμότερους, θαυμαστές του έργου του.