«Το καθήκον σας είναι η υπεράσπιση της Τουρκικής Δημοκρατίας!»
Στο απόγειο της δύναμής της, τον 16ο αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε μια υπερδύναμη που ήλεγχε όλη τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ ο οθωμανικός στρατός έφθασε ως τη Βιέννη, την οποία και πολιόρκησε ανεπιτυχώς το 1529. Από την εποχή του Διαφωτισμού όμως οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες ανέπτυσσαν τους θεσμούς και την τεχνολογία που θα τις καθιστούσε τις κυρίαρχες δυνάμεις σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα.
Στην προσπάθειά της να αντισταθμίσει την αυξανόμενη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική υπεροχή της Ευρώπης (ήδη η Γαλλία είχε καταλάβει την Αίγυπτο από το 1798 ως το 1801, κατέκτησε την Αλγερία το 1830 και μαζί με την Αγγλία και τη Ρωσία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην επιτυχία της Ελληνικής Επανάστασης) η οθωμανική διοίκηση προχώρησε μεταξύ των ετών 1839 και 1876 σε σειρά μεταρρυθμίσεων που έμειναν γνωστές με το όνομα «Τανζιμάτ» (από την αραβική και τουρκική λέξη για την τάξη), υιοθετώντας καινούργιες μεθόδους στρατιωτικής και διοικητικής οργάνωσης που είχαν ως πρότυπο αντίστοιχες μεθόδους οι οποίες ακολουθούνταν στην Ευρώπη. Αλλά η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν σταμάτησε και ο έλεγχος επί των εδαφών της ολοένα μειωνόταν. Η αντίδραση σε αυτή την κατάσταση ήλθε με την επανάσταση μιας ομάδας οθωμανών αξιωματικών το 1908 (των επονομαζόμενων «Νεότουρκων») εναντίον του σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ. Στο πρόγραμμα των Νεότουρκων με την έμφασή του στην ενδυνάμωση της κεντρικής διοίκησης και της εθνικής ενότητας της αυτοκρατορίας διακρίνουμε έναν εμβρυϊκό τουρκικό εθνικισμό, δηλαδή την ιδέα ότι η αυτοκρατορία μπορούσε να σωθεί μόνο στη βάση της αλληλεγγύης ενός έθνους και δη του τουρκικού. Παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών της εδαφών στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, ενώ η συμμετοχή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας οδήγησε σχεδόν στον πλήρη διαμελισμό των εδαφών της με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920). Ενώ όμως η οθωμανική κυβέρνηση στην Κωνσταντινούπολη υπό τον 36ο και τελευταίο οθωμανό σουλτάνο Βαϊντεντίν δεν προέβαλλε καμία αντίσταση στις αξιώσεις των Συμμάχων, ως μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθεί στην εξουσία, ένα εθνικιστικό κίνημα υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, γνωστό μετέπειτα ως «Ατατούρκ» (Πατέρας των Τούρκων), άλλαξε όλες τις ισορροπίες και οδήγησε στη δημιουργία ανεξάρτητου τουρκικού κράτους το 1923.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1881 και έκανε λαμπρή στρατιωτική καριέρα διακρινόμενος ιδιαίτερα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συμμετείχε στην επανάσταση των Νεότουρκων αλλά σε ελάσσονα ρόλο, ενώ από το 1919 ηγήθηκε του κινήματος αντίστασης εναντίον του σουλτάνου και των σχεδίων των Συμμάχων για διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Υπήρξε ο θεμελιωτής της Τουρκικής Δημοκρατίας και ο πρώτος της πρόεδρος από το 1923 ως τον θάνατό του το 1938. Ο λόγος που δημοσιεύουμε σήμερα (σε συντομευμένη μορφή) εκφωνήθηκε στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση μεταξύ 15ης και 20ής Οκτωβρίου 1927. Υπό τον Κεμάλ η Τουρκία προέβη σε πρωτοφανείς αλλαγές οι οποίες είχαν κύριο στόχο την ανάπλαση της κοινωνίας με βάση την εθνική αλληλεγγύη, τον πλήρη διαχωρισμό θρησκείας και πολιτικής εξουσίας, καθώς και μια ενσυνείδητη προσπάθεια να στραφεί το νεοσύστατο κράτος από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη. Μερικές από τις πιο σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις οποίες προέβη ο Κεμάλ ήταν η κατάργηση του παραδοσιακού ισλαμικού νόμου (Σαρία) και η αντικατάστασή του με ευρωπαϊκούς νομικούς κώδικες, η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου με το λατινικό, η υιοθέτηση του Γρηγοριανού ημερολογίου, το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες κ.ά. Ο Κεμάλ κυβέρνησε με παροιμιώδη σκληρότητα, εξόντωσε σχεδόν όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους, το ίδιο έκανε και με πληθυσμούς που αντετίθεντο στα σχέδιά του για δημιουργία εθνικού κράτους, όπως οι Αρμένιοι και οι Ελληνες της Μικράς Ασίας, και δεν άφηνε κανένα περιθώριο για πολιτική αντίδραση στους στόχους του. Ουσιαστικά κυβέρνησε μόνος του την Τουρκία για 15 χρόνια. Παρ’ όλα αυτά είναι μια προσωπικότητα που άσκησε τεράστια επιρροή όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και στα εθνικιστικά κινήματα των χωρών της Αφρικής και της Ασίας.
Σημείωση: Ορισμένα τοπωνύμια παρατίθενται εκτουρκισμένα, χάριν «ατμόσφαιρας» (π.χ. Κόνια = Ικόνιο), με εξαίρεση περιπτώσεις στις οποίες αυτό θα ήταν εξεζητημένο (π.χ. Ισταμπούλ αντί για Κωνσταντινούπολη)
» Κύριοι, Οταν αποβιβάστηκα στη Σαμψούντα την 19η Μαΐου 1919, η κατάσταση ήταν η ακόλουθη:
Η ομάδα δυνάμεων που αποτελούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί στον Μεγάλο Πόλεμο. Ο οθωμανικός στρατός είχε συντριβεί σε όλα τα μέτωπα και είχε υπογραφεί εκεχειρία υπό δριμείς όρους. Ο λαός ήταν εξαντλημένος και φτωχός. Εκείνοι που είχαν οδηγήσει τον λαό στον πόλεμο είχαν τραπεί σε φυγή και τώρα δεν νοιάζονταν για τίποτε άλλο παρά μόνο για τη δική τους ασφάλεια. Ο Βαϊντεντίν, ο χαλίφης, αναζητούσε κάποιον τρόπο να σώσει τον εαυτό του και τον θρόνο του. Το υπουργικό συμβούλιο, με επικεφαλής τον Νταμάτ Φερίτ Πασά, ήταν αδύναμο και εστερείτο επιρροής και θάρρους. Ηταν δουλοπρεπώς αβρό και πειθήνιο στη βούληση του Σουλτάνου και μόνον· πρόθυμο να προσυπογράψει οτιδήποτε θα μπορούσε να διατηρήσει το ίδιο και τον Σουλτάνο στην εξουσία.
Οι Δυνάμεις της Αντάντ δεν έβλεπαν καμία ανάγκη να συμμορφωθούν προς τους όρους της εκεχειρίας. Τα πολεμικά πλοία και τα στρατεύματά τους παρέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Το Βιλαέτι των Αδάνων τελούσε υπό γαλλική κατοχή· η Ούρφα, η Μαράς και η Αντέπ ήταν στην κατοχή των Βρετανών· η Κόνια και η Αντάλια στην κατοχή των Ιταλών. Η Μερτζιφόν και η Σαμψούντα είχαν καταληφθεί από βρετανικά στρατεύματα. Ξένοι επιτελείς και αξιωματούχοι και ειδικοί πράκτορές τους δραστηριοποιούνταν έντονα παντού. Την 15η Μαΐου ο ελληνικός στρατός επίσης είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη με τη συγκατάθεση των Δυνάμεων της Αντάντ.
Χριστιανοί παράγοντες – Ελληνες και Αρμένιοι – επίσης δραστηριοποιούνταν σε όλη τη χώρα. Προσπαθούσαν, είτε φανερά είτε στα κρυφά, να πραγματοποιήσουν τις δικές τους ιδιαίτερες φιλοδοξίες και με αυτόν τον τρόπο να επισπεύσουν τη διάλυση του κράτους. Η Μαύρη Μοίρα, μια ελληνική οργάνωση η οποία είχε ιδρυθεί από το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, συγκροτούσε ομάδες ατάκτων στρατιωτών. Οργάνωνε συσκέψεις και έκανε προπαγάνδα στα βιλαέτια. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός και η επίσημη Επιτροπή Μετανάστευσης στήριζαν το έργο της Μαύρης Μοίρας και ο αρμένιος πατριάρχης, ο Ζαβέν Εφέντι, επίσης συνεργαζόταν μαζί τους. Οι προετοιμασίες των Αρμενίων προχωρούσαν παράλληλα με εκείνες των Ελλήνων. Αλλη μία οργάνωση, η οποία απεκαλείτο «Πόντος», δραστηριοποιείτο ανοιχτά και με επιτυχία στην Τραπεζούντα και στη Σαμψούντα και στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας. […]
Μετά τη σύναψη της εκεχειρίας, οι τακτικοί στρατιώτες αφοπλίστηκαν και αποστρατεύθηκαν αμέσως. Το στράτευμα, το οποίο δεν ήταν πλέον αξιόμαχο, απετελείτο μόνον από μικρές ακανόνιστες μονάδες.
Εγώ ο ίδιος ήμουν Γενικός Επιθεωρητής της Τρίτης Στρατιάς όταν αποβιβάστηκα στη Σαμψούντα. Είχα δύο σώματα στρατού υπό την άμεση διοίκησή μου. Θα μπορούσατε να ρωτήσετε γιατί με έστειλαν στην Ανατολία με την πρόθεση να με εκδιώξουν από την Κωνσταντινούπολη. Η απάντηση είναι ότι δεν είχαν επίγνωση του τι έκαναν. Η πρόφασή τους προκειμένου να με ξεφορτωθούν ήταν ότι έπρεπε να μεταβώ στη Σαμψούντα για να συντάξω μια επιτόπια αναφορά σχετικά με την έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή και για να λάβω όλα τα απαραίτητα μέτρα αντιμετώπισής της. Προκειμένου να το κάνω αυτό, είχα ζητήσει και μου είχαν δοθεί ειδική εξουσιοδότηση και ειδικές αρμοδιότητες. Δεν έδειξαν να έχουν καμία αντίρρηση σε αυτό.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναλύσω ένα πολύ σημαντικό ζήτημα: το έθνος και ο στρατός δεν είχαν την παραμικρή υποψία για την προδοσία του Χαλίφη. Αντιθέτως, εξαιτίας των θρησκευτικών και των παραδοσιακών δεσμών που είχαν μεταλαμπαδευτεί επί αιώνες, παρέμεναν αφοσιωμένοι στον θρόνο και στον κάτοχό του. […]
Οι θεσμοί του οθωμανικού κράτους είχαν ως τότε κατακερματιστεί και ήταν στα τελευταία τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλυόταν· μόνο η ενδοχώρα είχε απομείνει. Εκφράσεις όπως «η Οθωμανική Αυτοκρατορία», «η ανεξαρτησία της», «ο Σουλτάνος», «ο Χαλίφης» και «η Κυβέρνηση» είχαν μετατραπεί σε λέξεις άνευ νοήματος.
Τίνος η υπόσταση θα έπρεπε να περισωθεί; Πώς και με τη βοήθεια τίνος θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Με αυτές τις συνθήκες, μόνο ένας τρόπος ενέργειας ήταν δυνατός: η δημιουργία ενός νέου και εντελώς ανεξάρτητου τουρκικού κράτους, θεμελιωμένου στην αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης.
Τα ορθότερα και πιο λογικά επιχειρήματα για την κατάληξη στο συμπέρασμα αυτό ήταν τα ακόλουθα: Το τουρκικό έθνος έπρεπε να ζει με τιμή και αξιοπρέπεια. Ενας τέτοιος όρος θα μπορούσε να πραγματωθεί μόνο μέσω απόλυτης ανεξαρτησίας. Ασχέτως του πόσο πλούσιο και ακμάζον είναι ένα έθνος, αν αποστερείται την ανεξαρτησία του δεν αξίζει πλέον να εκλαμβάνεται ως τίποτε περισσότερο από σκλάβος στα μάτια του πολιτισμένου κόσμου. Το να ζητήσουμε την προστασία μιας ξένης δύναμης είναι σαν να παραδεχόμαστε την απουσία κάθε ανθρωπιστικής αξίας· είναι σαν να παραδεχόμαστε αδυναμία και ανικανότητα. Πραγματικά είναι αδιανόητο μια ομάδα ανθρώπων να δεχθεί ποτέ οικειοθελώς την ταπείνωση να κυβερνάται από μια ξένη δύναμη.
Ο Τούρκος όμως είναι αξιοπρεπής και υπερήφανος· είναι επίσης ικανός και προικισμένος. Ενα τέτοιο έθνος θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να υποταχθεί σε μια ζωή σκλαβιάς. Συνεπώς, ανεξαρτησία ή θάνατος!
Αν επρόκειτο να πραγματοποιήσουμε την απόφασή μας, ήταν απαραίτητο να συζητηθούν τώρα ανοιχτά τα ζητήματα γύρω από τα οποία το έθνος δεν γνώριζε τίποτε στο παρελθόν. Ημασταν υποχρεωμένοι να επαναστατήσουμε κατά της οθωμανικής κυβέρνησης, κατά του Σουλτάνου, κατά του Χαλίφη όλων των Μουσουλμάνων και έπρεπε να οδηγήσουμε ολόκληρο το έθνος και τον στρατό σε εξέγερση. Δεν θα υπήρχε κανένα όφελος από το να γνωστοποιήσουμε τους απώτερους σκοπούς μας στον λαό από τις απαρχές του αγώνα· αντιθέτως, ήταν αναγκαίο να προχωρήσουμε σταδιακά, εκμεταλλευόμενοι κάθε ευκαιρία που προέκυπτε στην πορεία, προκειμένου να διαμορφώσουμε το εθνικό αίσθημα και να μετατρέψουμε τις απόψεις του, βαδίζοντας βήμα βήμα προς τον στόχο μας. Αν οι ενέργειές μας εξετασθούν ως μια λογική ακολουθία, θα καταστεί σαφές ότι δεν έχουμε παρεκκλίνει από την αρχική μας πρόθεση.
Οσο ο εθνικός αγώνας, που διεξήγετο με αποκλειστική πρόθεση την απελευθέρωση της χώρας από την ξένη εισβολή, προχωρούσε και σημείωνε επιτυχία, ήταν φυσικό και αναμενόμενο να αναπτύξει σταδιακά τις αρχές και τις μορφές της εθνικής κυριαρχίας. Ο Σουλτάνος προέβλεψε αυτή την ιστορική εξέλιξη και τάχθηκε πολέμιος του εθνικού αγώνα εξαρχής. Και εγώ επίσης προέβλεψα αυτή την ιστορική εξέλιξη, αλλά αρχικά δεν γνωστοποίησα τις απόψεις μου. Αν είχα πει πάρα πολλά σχετικά με τις δυνατότητες που έβλεπα στο μέλλον, οι ρεαλιστικές μας προσπάθειες θα είχαν αντιμετωπισθεί ως μακρινά όνειρα· και εκείνοι που αποθαρρύνθηκαν από την εγγύτητα του έξωθεν κινδύνου θα μας είχαν αντιταχθεί από την αρχή, φοβούμενοι τις αλλαγές οι οποίες προσέκρουαν στους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης τους. Η πιο σύντομη και ασφαλής οδός προς την επιτυχία ήταν να αντιμετωπίσουμε κάθε ζήτημα τη στιγμή που προέκυπτε, τη σωστή στιγμή – και αυτό έκανα. Ανακεφαλαιώνοντας θα μπορούσα να πω ότι σε εμένα έλαχε να διατηρήσω, ως εθνικό μυστικό, την αντίληψή μου για τις μεγάλες δυνατότητες προόδου στην ψυχή του έθνους και στο μέλλον του και να εφαρμόσω σταδιακά το όραμα αυτό σε ολόκληρη την κοινωνική μας οργάνωση. […]
Την 8η Ιουνίου 1919, ο υπουργός Πολέμου με διέταξε να επιστρέψω στην Κωνσταντινούπολη. Είχε περάσει ένας μήνας από την άφιξή μου στην Ανατολία· στη διάρκεια της περιόδου αυτής είχα έλθει σε επαφή με τις μεραρχίες όλων των σωμάτων του στρατού και το έθνος είχε ενημερωθεί όσο πιο διεξοδικά γινόταν σχετικά με τα τρέχοντα γεγονότα. Η ιδέα της εθνικής οργάνωσης εξελισσόταν. Από εδώ και στο εξής δεν ήταν δυνατόν να ελέγχω ολόκληρο το κίνημα και ταυτόχρονα να διατηρώ τη θέση μου ως στρατιωτικού διοικητή. Αρνήθηκα να υπακούσω τη διαταγή ανάκλησής μου και συνέχισα να ηγούμαι του εθνικού κινήματος και των μεθοδεύσεων. Συνεπώς βρισκόμουν τώρα σε ανοιχτή ανταρσία. Δεν ήταν δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι τα μέτρα που σκόπευα να λάβω θα ήταν δραστικά και αποφασιστικά· επομένως ήταν αναγκαίο να τα εφαρμόσουμε όχι σαν να ήταν η πρωτοβουλία ενός και μόνον ατόμου, αλλά εις το όνομα ενός σώματος το οποίο θα έπρεπε να ενοποιήσει το έθνος και να το εκπροσωπήσει ως σύνολο.
Είχε φθάσει η ώρα να εφαρμόσουμε το σχέδιο δράσης […] τη σύσταση των εθνικών οργανισμών της Ανατολίας και της Ρωμυλίας και τη σύγκληση μιας γενικής εθνοσυνέλευσης στη Σίβα. […]
Κύριοι, όπως όλοι γνωρίζετε, το συνέδριο συνήλθε στο Ερζερούμ την 23η Ιουλίου 1919 σε μια απλή σχολική αίθουσα. Την πρώτη ημέρα εξελέγην πρόεδρος.
Στην εναρκτήρια ομιλία μου ενημέρωσα τους αντιπροσώπους σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση και σε κάποια έκταση, όσον αφορά τους στόχους που είχαμε υπόψη. Τους είπα ότι η Ιστορία ποτέ δεν θα παραλείψει να αναγνωρίσει την υπόσταση και τα δικαιώματα ενός έθνους και ότι κατά συνέπειαν οι δυσμενείς κρίσεις που είχαν διατυπωθεί για το έθνος μας σίγουρα θα αποδεικνύονταν εσφαλμένες. Είπα ότι η βούληση του τουρκικού έθνους να διαφεντεύει μόνο του το πεπρωμένο του μονάχα από την Ανατολία θα μπορούσε να ξεπηδήσει. Ως πρώτο βήμα πρότεινα τον σχηματισμό μιας Εθνοσυνέλευσης, η οποία θα έπρεπε να αντλεί την εξουσία της από τη λαϊκή βούληση, και τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης, η οποία θα έπρεπε να αντλεί την εξουσία της από την ίδια βούληση. […]
Καθώς το συνέδριο έφθανε στο τέλος του, την 7η Αυγούστου, δήλωσα επισήμως στη Συνέλευση: «Εχουμε προωθήσει σημαντικές αποφάσεις και αποδείξαμε σε ολόκληρο τον κόσμο την υπόσταση και την ενότητα του έθνους μας. Η Ιστορία» πρόσθεσα «θα αναγνωρίσει το έργο που σημειώσαμε σε αυτό το συνέδριο ως ένα επίτευγμα που σπάνια έχει όμοιό του».
Είμαι πεπεισμένος, κύριοι, ότι ο χρόνος θα δείξει πως αυτό δεν ήταν καθόλου υπερβολή.
Σε αντιστοιχία με τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο Συνέδριο του Ερζερούμ, σχηματίστηκε μια Επιτροπή Αντιπροσώπων. […]
Δύο ή τρεις ημέρες πριν από την ολοκλήρωση του συνεδρίου συζητήθηκε άλλο ένα ζήτημα. Κάποιοι από τους στενούς μου φίλους εξέφρασαν την άποψη ότι δεν θα έπρεπε να είμαι μέλος της Επιτροπής Αντιπροσώπων και ότι αυτή θα έπρεπε να αποτελείται μόνον από αντιπροσώπους εκλεγμένους από τις διάφορες επαρχίες. Υπέδειξαν ότι η παρουσία μου στην επιτροπή θα μπορούσε να δώσει αφορμή για τη δημιουργία της εντύπωσης ότι η κίνησή μας δεν αποτελούσε την έκφραση εθνικής πρωτοβουλίας, αλλά το εργαλείο των δικών μου συγκεκριμένων σκοπών. Μολαταύτα στήριξα την τοποθέτησή μου στις ακόλουθες βάσεις:
Πρέπει να λάβω μέρος στο συνέδριο λόγω της ανάγκης που προκύπτει να μεταφράσουμε την εθνική βούληση σε πράξεις χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις. Η ανάληψη μιας θέσης στο συνέδριο είναι ζήτημα επείγον, διότι έτσι θα μπορέσω να ενημερώσω και να διαφωτίσω τους αντιπροσώπους και να τους οδηγήσω στην επίτευξη των στόχων αυτών.
Παραδέχομαι ότι δεν έτρεφα καμία εμπιστοσύνη στην ικανότητα του σώματος των αντιπροσώπων να κάνουν πράξη τις αποφάσεις που έλαβε το Συνέδριο του Ερζερούμ. Δεν πίστεψα ποτέ αληθινά ότι θα ήμασταν ικανοί να συγκροτήσουμε το συνέδριο στη Σίβα, το οποίο εγώ ο ίδιος είχα αναγγείλει, ούτε ότι αυτό το σώμα θα ήταν ικανό να εκπροσωπήσει το έθνος ως ένα σύνολο και ύστερα να προβεί στην απελευθέρωση όχι μόνο των ανατολικών επαρχιών αλλά και της χώρας ολόκληρης.
Αν πίστευα ότι τα παραπάνω ήταν εφικτά, δεν θα έφθανα σε σημείο να επαναστατήσω εναντίον της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης και του Σουλτάνου-Χαλίφη. Στα χνάρια συγκεκριμένων διπρόσωπων ανθρώπων οι οποίοι μάχονταν και στα δύο στρατόπεδα, ίσως και να είχα διατηρήσει τη θέση μου ως Επιθεωρητή Στρατού. […]
Η έκθεσή μου στον κόσμο, αλλά και η τοποθέτησή μου στην κεφαλή του εθνικού και στρατιωτικού κινήματος είχαν οπωσδήποτε και ρίσκο. Το οποίο δεν σήμαινε τίποτε παραπάνω από το ότι εγώ θα υπέφερα τις πιο βαριές ποινές εφόσον απετύγχανα.
Αν είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να επηρεαστεί από τις φοβίες των συντρόφων μου, τότε θα παραδεχόμουν ότι η κρίση μου και οι αποφάσεις μου ήταν λανθασμένες, όπως επίσης θα παραδεχόμουν και την αδυναμία του χαρακτήρα μου. Η Ιστορία μάς έχει δείξει ότι σε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις το sine qua non της επιτυχίας είναι η παρουσία ενός ηγέτη συνεχούς ευρηματικότητας και ανεξάντλητης ενέργειας. Τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι της πολιτείας εμφανίζονται απαυδημένοι και ανίκανοι, όταν το έθνος βυθίζεται στο σκοτάδι και κανένας τους δεν μπορεί να ηγηθεί, όταν χίλιοι και ένας άνθρωποι οι οποίοι αυτοχαρακτηρίζονται πατριώτες ενεργούν με εντελώς αντίθετο τρόπο, τότε αλήθεια πόσο δυνατόν είναι για τον καθένα που πιστεύει στον εαυτό του να βαδίσει αποφασιστικά όταν υποχρεούται να δέχεται συμβουλές από κάθε δήθεν σημαντικό πρόσωπο; Μπορεί άραγε η Ιστορία να αναδείξει μια ομάδα η οποία έχει στεφθεί νικήτρια σε ανάλογη περίσταση;
Το Συνέδριο της Σίβα άνοιξε τις πόρτες του την Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 1919 στις δύο η ώρα το απόγευμα. Υστερα από αρκετή συζήτηση πρότεινα την εκλογή του προέδρου με μυστική ψηφοφορία. Αυτό είχε αποτέλεσμα την ομόφωνη εκλογή μου, με την εξαίρεση τριών και μόνον ψήφων. […]
Αφού περιμέναμε στη Σίβα για μία ακόμη εβδομάδα, αναχωρήσαμε για την Αγκυρα ανακοινώνοντας ότι αυτή θα ήταν η σύνθεση της Επιτροπής των Αντιπροσώπων από εδώ και στο εξής. Παρ’ όλο που υπήρχαν αντιδράσεις […] η λογική υπέδειξε ότι η Επιτροπή όφειλε να είναι πλησιέστερα στην Κωνσταντινούπολη και στις δυτικές επαρχίες απ’ ό,τι στις ανατολικές. Μερικά από τα δυτικά και νοτιοδυτικά βιλαέτια ήταν υπό κατοχήν. Κατέστη απαραίτητο λοιπόν να τοποθετήσουμε και να οργανώσουμε γερούς μηχανισμούς άμυνας. Τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται στις ανατολικές επαρχίες. Εκτός τούτου, είναι γενικός κανόνας ότι εκείνοι οι οποίοι αναλαμβάνουν κυρίαρχη θέση σε περίοδο πολέμου, οφείλουν να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πεδίο δράσης αν επιθυμούν να ελέγχουν την κατάσταση. Η Αγκυρα συνδεόταν με την πρώτη γραμμή και με την Κωνσταντινούπολη μέσω μια γραμμής τρένου.
Οι απεσταλμένοι δεν κατέφθασαν όλοι μαζί για να μας δουν, αλλά μεμονωμένα ή οργανωμένοι σε μικρές ομάδες. […]
Οπως θα καταλάβετε, το πρώτο πράγμα που έπρεπε να γίνει ήταν να αυξήσουμε την αυτοπεποίθησή τους, οπότε αρχικά τους υποδείξαμε τις θετικές και ενθαρρυντικές πλευρές της κατάστασης στη χώρα μας αλλά και έξω από αυτήν. Μετά από αυτό, τονίσαμε το γεγονός ότι η συνειδητή ενότητα και η αμοιβαία συνεργασία η οποία οδηγεί προς έναν ξεκάθαρο στόχο αποτελούν μια ακατανίκητη δύναμη. Εξηγήσαμε επίσης ότι η επιβίωση και η ευημερία μιας ομάδας βασίζονται στην ικανότητά της να παραμένει ενωμένη. Τους επισημάναμε ότι η λύτρωση της χώρας μας απαιτούσε την ίδρυση αφοσιωμένων οργανισμών οι οποίοι να διοικούνται από ανθρώπους ικανούς για αυτή την ενοποίηση. Για αυτόν τον λόγο εκφράσαμε την ανάγκη για ένα δυνατό και ενωμένο κόμμα στην Επιτροπή των Αντιπροσώπων, το οποίο θα συνεδρίαζε σύντομα. […]
Συμβουλεύσαμε τους απεσταλμένους για τον τρόπο με τον οποίο οι στόχοι και οι απαιτήσεις του έθνους μπορούν να εκφραστούν, με σύντομους αλλά σημαντικούς όρους, σε ένα μανιφέστο. Συντάχθηκαν προκαταρκτικά έγγραφα για αυτό το μανιφέστο, το οποίο απεκαλείτο «Η Εθνική Συμφωνία». Αργότερα στην Επιτροπή των Αντιπροσώπων στην Κωνσταντινούπολη αυτό το μανιφέστο πήρε την τελική του μορφή και οι αρχές τις οποίες συμπεριελάμβανε ήταν ολοκληρωμένες και ξεκάθαρες.
Ολοι εκείνοι με τους οποίους συζητήσαμε μας διαβεβαίωσαν ότι ήταν ολότελα σύμφωνοι μαζί μας. Εν τούτοις ποτέ δεν άκουσα ότι ένα Κόμμα για την Προστασία των Δικαιωμάτων είχε σχηματιστεί στο πλαίσιο της Επιτροπής των Αντιπροσώπων στην Κωνσταντινούπολη. Γιατί συνέβη αυτό;, αναρωτιέμαι. Ακόμη περιμένω μιαν απάντηση σε τούτη την ερώτηση.
Ο λόγος είναι κυρίως γιατί οι άνδρες εκείνοι οι οποίοι δημιούργησαν το κόμμα, για να τα έχουν καλά με την συνείδησή τους, ήταν δειλοί. Νόμιζαν ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να ανήκει κανείς στο εθνικό κίνημα. Ηταν επίσης κουτοί, πίστεψαν ότι θα πετύχαιναν τους στόχους τους με το να ταπεινώσουν τον εαυτό τους μπροστά στον θρόνο του Σουλτάνου και με το να επισύρουν την εύνοια των ξένων, ξεχνώντας ότι ο δρόμος για τη λύτρωση είναι και θα είναι πάντοτε οι άνθρωποι.
Η Επιτροπή των Αντιπροσώπων άνοιξε τις πόρτες της στις 12 Ιανουαρίου του 1920. Ημουν απολύτως βέβαιος ότι θα πραγματοποιείτο μια επίθεση εναντίον της, η οποία θα την διέλυε. Είχα ακόμη αποφασίσει τι ακριβώς θα κάναμε εάν και εφόσον αυτό γινόταν. Κάναμε σχέδια επί τούτου· ένα από αυτά ήταν ότι θα συναντιόμασταν στην Αγκυρα.
Ενα από τα πιο σημαντικά καθήκοντά μας ήταν να εξασφαλίσουμε τη σύγκληση μιας επιτροπής στην Αγκυρα εξοπλισμένης με μεγάλη δύναμη. Στις 29 Μαρτίου, τρεις ημέρες μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, έδωσα τη διαταγή να γίνουν εκλογές και όσοι εκλεγούν να μεταβούν στην Αγκυρα το συντομότερο δυνατόν.
Αποφασίσαμε να ανοίξουμε τις πόρτες της Επιτροπής στις 23 Απριλίου του 1920.
Κύριοι, λίγο μετά τη συνεδρίαση της Επιτροπής περιέγραψα τη στάση που τηρήσαμε και τις συνθήκες στις οποίες βρεθήκαμε. Επισήμανα επίσης τον δρόμο τον οποίο θεώρησα αναγκαίο να ακολουθήσουμε. Επισήμανα ότι η πολιτική που ακολουθήσαμε την Οθωμανική Περίοδο δεν ενδείκνυται για το νέο Τουρκικό Κράτος. Σχετικά με το παραπάνω, τοποθετήθηκα σε βασικά σημεία, τα οποία θα ήταν τώρα χρήσιμο να αναθεωρήσουμε.
Η ζωή περιέχει αγώνες και διαφωνίες, ενώ η επιτυχία υλοποιείται μόνο ύστερα από την υπέρβαση ορισμένων εμποδίων. Κάθε τι εξαρτάται από την υλική και την πνευματική δύναμη.
Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των ανατολικών και των δυτικών πολιτειών καλύπτουν μερικές από τις πιο σημαντικές σελίδες της Ιστορίας. Είναι γενικά αποδεκτό ότι, ανάμεσα στους κατοίκους της Ανατολής, οι Τούρκοι είναι οι δυνατότεροι. Πράγματι, πριν αλλά και μετά την επικράτηση του Ισλάμ οι Τούρκοι διεισέδυσαν στην καρδιά της Ευρώπης και επιτέθηκαν σε όλες τις κατευθύνσεις. Μετά όμως από κάθε επίθεση, ακολουθεί και η αντεπίθεση. Συνεχείς αντεπιθέσεις από τη Δύση, δυσαρέσκεια και επαναστάσεις στον Ισλαμικό Κόσμο είχαν αποτέλεσμα την υπονόμευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. […]
Η εθνική μας πολιτική, η οποία όφειλε να είναι ξεκάθαρη και συνειδητοποιημένη, μας επιβάλλει να λειτουργούμε εντός των εθνικών μας συνόρων και να επιτύχουμε την αληθινή ευτυχία και ευημερία για το έθνος μας βασισμένοι στις δυνάμεις μας, με σκοπό να προστατεύσουμε την ύπαρξή μας. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να οδεύουν προς ανέφικτους στόχους. Αυτό προκαλεί μόνο δυστυχία. Θα έπρεπε να περιμένουμε μια ανθρώπινη συμπεριφορά καθώς και αμοιβαία φιλία από τον πολιτισμένο κόσμο.
Οσον αφορά τη δημιουργία μιας κυβέρνησης, ήταν αρχικά απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας διάφορες απόψεις και συναισθήματα. Αν πορευτούμε προς την επίλυση την οποία πρότεινα στο Συμβούλιο, τότε θα διακρίνουμε τις εξής θεμελιώδεις αρχές:
1. Είναι σημαντικό να σχηματίσουμε κυβέρνηση.
2. Δεν υπάρχει δύναμη υπεράνω του Ανωτέρου Εθνικού Συμβουλίου της Τουρκίας.
3. Το Ανώτερο Εθνικό Συμβούλιο κατέχει νομοθετική και εκτελεστική εξουσία.
Δεν είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τη φύση της κυβέρνησης όταν στεκόμαστε σε τέτοιου είδους βάσεις. Μια τέτοια κυβέρνηση ανήκει στους ανθρώπους και βασίζεται στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Μιλάμε για μια δημοκρατία.
Μετά τους λόγους μου και τις συστάσεις τις οποίες κατέθεσα για τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, το Ανώτερο Εθνικό Συμβούλιο έδειξε την εμπιστοσύνη του προς εμένα εκλέγοντάς με πρόεδρο. Σύμφωνα με την πράξη της 2ας Μαΐου 1920, το Ανώτερο Εθνικό Συμβούλιο εξέλεξε ένα υπουργικό συμβούλιο αποτελούμενο από 11 υπουργούς.
Κατέθεσα στην Εθνοσυνέλευση ένα προσχέδιο νόμου που χρονολογείται από τις 13 Σεπτεμβρίου 1921. Αυτό το προσχέδιο, που περιελάμβανε σε κωδικοποιημένη μορφή αποφάσεις σχετικές με την οργάνωση της διοίκησης και όλες τις πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές μας απόψεις, διαβάστηκε κατά τη συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στις 18 Σεπτεμβρίου. Το πρώτο Σύνταγμα, το οποίο βασίστηκε σε αυτό το προσχέδιο, ψηφίστηκε τέσσερις μήνες αργότερα. […]
Οπως γνωρίζετε, οι αρχές που τέθηκαν στα συνέδρια του Ερζερούμ και της Σίβα συνενώθηκαν κάτω από τον τίτλο «Εθνική Συμφωνία». Με το πέρασμα του χρόνου άρχισαν να εμφανίζονται δυσκολίες που αφορούσαν την οργάνωση και τον στόχο του κοινού αγώνα. Ψήφοι μοιράζονταν ακόμη και για τις απλούστερες ερωτήσεις και οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης είχαν παραλύσει. Με την προοπτική της συγκέντρωσης ψήφων για συγκεκριμένες τακτικές, ανέκυψαν ορισμένες ομάδες στην Εθνοσυνέλευση, οι οποίες διατύπωσαν τα προγράμματά τους. […]
Παρ’ όλα αυτά, το αποτέλεσμα της ύπαρξης όλων αυτών των ομάδων ήταν αντίθετο από το επιθυμητό. Κάθε συζήτηση κατέληγε σε καβγά, καθώς οι μικρές ομάδες ανταγωνίζονταν να κερδίσουν ψήφους. Προσπάθησα να βρω μια λύση σε αυτό το πρόβλημα, αλλά τελικά αναγκάστηκα να καταφύγω στη δημιουργία ενός δικού μου κόμματος με την ονομασία Κόμμα για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων της Ανατολίας και της Ρωμυλίας. Στην κορυφή του προγράμματος τοποθέτησα μια θεμελιώδη αρχή, η οποία μπορεί να συνοψιστεί σε δύο σημεία. Το πρώτο ήταν: Το κόμμα θα εργαστεί για να διασφαλίσει μια ειρήνη η οποία θα αναγνωρίζει την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία του έθνους σύμφωνα με τις αρχές που τέθηκαν από την Εθνική Συμφωνία. Το δεύτερο σημείο ήταν: Το κόμμα θα καταβάλει από εδώ και στο εξής κάθε προσπάθεια για να προσδιορίσει τις δομές του κράτους και του έθνους και θα προετοιμαστεί να τις οργανώσει σύμφωνα με το Σύνταγμα.
Συγκεντρώνοντας όλα τα κόμματα και τα περισσότερα μέλη της Εθνοσυνέλευσης, κατάφερα να τους πείσω να συμφωνήσουν σε αυτά τα δύο σημεία. Ανέλαβα την ηγεσία του κόμματος. […]
Στις 28 Οκτωβρίου 1922, οι Δυνάμεις της Αντάντ μάς προσκάλεσαν σε μια διάσκεψη για την ειρήνη, η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα στη Λωζάννη. Αυτές οι δυνάμεις όμως επέμεναν στην αναγνώριση της ύπαρξης μιας κυβέρνησης στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσαν και αυτούς να παραστούν στη διάσκεψη. Αυτή η διπλή πρόσκληση οδήγησε στην τελική κατάργηση της μοναρχίας – το χαλιφάτο και η μοναρχία διαχωρίστηκαν το ένα από την άλλη με μια νομοθετική πράξη την 1η Νοεμβρίου 1922, σύμφωνα με την οποία επιβεβαιώθηκε η ανώτατη αρχή του έθνους που κυβέρνησε τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Το χαλιφάτο παρέμεινε για λίγο καιρό ακόμη, χωρίς όμως κάποια ιδιαίτερα δικαιώματα. […]
Εκανα παντού δηλώσεις σχετικά με το ζήτημα του χαλιφάτου. Δήλωσα επισήμως ότι δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε σε κανέναν, όποιος και αν ήταν ο τίτλος του, να αναμειχθεί σε θέματα που αφορούσαν τη μοίρα, τη δραστηριότητα και την ανεξαρτησία του νέου τουρκικού κράτους, το οποίο μόλις δημιουργήθηκε από το έθνος. Βοήθησα τους ανθρώπους να κατανοήσουν ότι η Τουρκία, με το περιορισμένο ανθρώπινο δυναμικό που ήταν διαθέσιμο, δεν μπορούσε να τεθεί στη διάθεση του Χαλίφη προκειμένου αυτός να εκπληρώσει την αποστολή η οποία του είχε εμπιστευθεί – την ίδρυση ενός κράτους που να περικλείει το σύνολο του Ισλαμικού Κόσμου. Το τουρκικό έθνος δεν είχε τη δυνατότητα να αναλάβει μια τέτοια παράλογη αποστολή. Για αιώνες το έθνος μας ζούσε υπό την επιρροή αυτών των λανθασμένων ιδεών, και ορίστε ποιο ήταν το αποτέλεσμα! Χάσαμε παντού εκατομμύρια άνδρες. […]
Εκανα παντού μεγάλες συζητήσεις σχετικά με τη δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος. Στις 7 Δεκεμβρίου 1922 ανακοίνωσα, μέσω του Τύπου της Αγκυρας, την πρόθεσή μου να δημιουργήσω ένα νέο κόμμα με λαϊκή βάση, με την ονομασία Κόμμα του Λαού. Κάλεσα όλους τους πατριώτες και μορφωμένους ανθρώπους να συνεργαστούν για τη σύνταξη της διακήρυξης. Οι γραπτές απόψεις που έλαβα από έναν αριθμό ανθρώπων με βοήθησαν πολύ. Τελικά, στις 8 Απριλίου 1923 περιέγραψα τις δικές μου ιδέες με τη μορφή εννέα βασικών αρχών. Αυτή η διακήρυξη χρησίμευσε σαν βάση για τη δημιουργία του κόμματός μας. Περιελάμβανε στην ουσία όλα αυτά τα οποία είχαμε αποφασίσει ως εκείνη την ημέρα. […] Οι εννέα αρχές ήταν η οδηγήτρια δύναμη για τις δραστηριότητες του Κόμματος του Λαού. Ο τίτλος του κόμματος επομένως άλλαξε σε Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Λαού.
Ο τετράχρονος αγώνας μας για ανεξαρτησία ανταμείφθηκε με μια ειρήνη αντάξια της Εθνικής μας Συνθήκης. Η ειρήνη που υπεγράφη στη Λωζάννη στις 25 Ιουλίου 1923 επικυρώθηκε από την Εθνοσυνέλευση στις 24 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Ηταν μια πολιτική νίκη, όμοια της οποίας δεν υπάρχει στην Οθωμανική Ιστορία. […]
Κύριοι, μετά την εκτέλεση του πρωτοκόλλου για την εκκένωση, το οποίο αποτελούσε παράρτημα στη Συνθήκη της Λωζάννης, η Τουρκία απελευθερώθηκε ολοκληρωτικά από ξένη κατοχή και επιβεβαίωσε έτσι την εδαφική της ακεραιότητα. Απομένει τώρα να αποφασίσουμε την τοποθεσία της έδρας της κυβέρνησης της νέας Τουρκίας.
Ολες οι μελέτες έδειχναν πως δεν θα μπορούσε να είναι παρά στην Ανατολία και, επιπλέον, ότι θα έπρεπε να είναι στην Αγκυρα. Οι στρατηγικές μελέτες ήταν πολύ σημαντικές. […]
Η απόφαση που αναφέρεται στη διακήρυξη της Δημοκρατίας εκτελέστηκε στην Εθνοσυνέλευση στις 8.30 το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου 1923. Δεκαπέντε λεπτά μετά, εξελέγη ο Πρόεδρος. Και τα δύο γεγονότα ανακοινώθηκαν παντού στη χώρα το ίδιο βράδυ και χαιρετίστηκαν με 101 κανονιοβολισμούς. […]
Την 1η Μαρτίου 1924 κήρυξα την έναρξη της Εθνοσυνέλευσης. […] Η συζήτηση διήρκεσε περισσότερο από πέντε ώρες. Οταν διέκοψε στις 6.45 π.μ., η Μεγάλη Εθνική Συνέλευση είχε ψηφίσει τους Νόμους 429, 430 και 431. Με αυτόν τον τρόπο έγινε η εκθρόνιση και η κατάργηση του αξιώματος του Χαλίφη. Σε όλα τα μέλη της εκθρονισμένης οθωμανικής δυναστείας απαγορεύθηκε για πάντα να κατοικήσουν μέσα στα σύνορα της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Κύριοι, προσπάθησα να δείξω σε αυτόν τον απολογισμό πώς ένας σπουδαίος λαός ξανακέρδισε την ανεξαρτησία του και δημιούργησε ένα μοντέρνο κράτος. Το αποτέλεσμα το οποίο πετύχαμε σήμερα είναι ο καρπός από ό,τι μάθαμε ύστερα από αιώνες βασάνων και με αντίτιμο ποταμών αίματος, το οποίο μούσκεψε κάθε εκατοστό της αγαπημένης μας πατρίδας. Κληροδοτώ αυτόν τον θησαυρό στα νιάτα της Τουρκίας:
Νέοι της Τουρκίας! Το πρώτο σας καθήκον είναι η διατήρηση και η υπεράσπιση για πάντα της τουρκικής ανεξαρτησίας και της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Αυτό είναι το μόνο θεμέλιο για την ύπαρξη και το μέλλον σας. Αυτό το θεμέλιο είναι η πολυτιμότερη πηγή δύναμής σας. Στο μέλλον, επίσης, θα υπάρξουν εχθροί, τόσο στο εσωτερικό της χώρας σας όσο και στο εξωτερικό, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να σας αποστερήσουν από αυτή την πηγή. Αν μια ημέρα κληθείτε να υπερασπισθείτε την ανεξαρτησία και τη Δημοκρατία σας, προκειμένου να εκτελέσετε αυτό το καθήκον πρέπει να το πράξετε χωρίς να υπολογίσετε τις συνθήκες μέσα στις οποίες ενεργείτε. Αυτές οι συνθήκες μπορεί να είναι εξαιρετικά αρνητικές. Μπορεί οι εχθροί που τρέφουν σχέδια σχετικά με την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία σας να έχουν κερδίσει μια νίκη χωρίς προηγούμενο στην παγκόσμια ιστορία. Με τη βία και την προδοσία όλα τα οχυρά και τα λιμάνια της ιερής πατρίδας σας μπορεί να έχουν καταληφθεί, όλος ο στρατός να έχει διαλυθεί και κάθε γωνιά της πατρίδας σας να έχει υποστεί εισβολή. Γιατί το πιο τραγικό και φοβερό, ακόμη και από αυτά τα ενδεχόμενα, ακόμη και από το ότι αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία της χώρας σας μπορεί να τελούν εν αγνοία και να έχουν σφάλει, είναι το ότι μπορεί να είναι ακόμη και προδότες.
Επιπλέον, αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία μπορεί να ταυτίζουν τα προσωπικά τους συμφέροντα με τους πολιτικούς στόχους του εχθρού που κατέχει τη χώρα. Το έθνος μπορεί να έχει πέσει σε απόλυτη ένδεια, στην πιο ακραία οικονομική κρίση. Ισως να το έχουν συνθλίψει και εξαντλήσει.
Μελλοντικά νιάτα της Τουρκίας! Ακόμη και με αυτές τις συνθήκες, το καθήκον σας είναι να σώσετε την τουρκική ανεξαρτησία και τη Δημοκρατία! Η δύναμη που χρειάζεστε για αυτόν τον σκοπό βρίσκεται ήδη στο ευγενές αίμα που τρέχει στις φλέβες σας! »