«Πέσαμε σε πολλές παγίδες»
“Ο Κυριάκος Σφέτσας είναι σήμερα 54 χρόνων αλλά εξακολουθεί, λέει, να αισθάνεται παιδί του γαλλικού Μάη του ’68. Να ονειρεύεται και να οραματίζεται. Εξακολουθεί να ταυτίζεται με το τραγούδι-μήνυμα των Μπιτλς «With a little help from my friends». Μας συστήθηκε πριν από 20 χρόνια μέσα από τις συνθέσεις του που τότε θεωρήθηκαν πρωτοποριακές. Ηταν ένα μείγμα σύγχρονης και παραδοσιακής μουσικής. Εκτοτε τον βρίσκαμε και τον χάναμε. Μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι τη μια, στο Τρίτο Πρόγραμμα την άλλη, στις μουσικές για τον κινηματογράφο, στους δίσκους, στις συναυλίες. Ο Κυριάκος Σφέτσας, που γεννήθηκε στην Αμφιλοχία, μεγάλωσε στη Λευκάδα και σπούδασε μουσική στο Παρίσι, ήταν πάντα ένας συνθέτης χωρίς σύνορα. Ενας μουσικός με βαθιά γνώση των ελληνικών ρυθμών που στο διάστημα από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ως τα μέσα του ’80 ηχογράφησε μια σειρά πολύ σημαντικούς δίσκους που τώρα επανεκδόθηκαν σε CD («Χωρίς σύνορα», «Στο ρεύμα του ήλιου», «Παραγγελιά», «Τοπίο», «Το στίγμα», «Η νύχτα με την Σιλένα»). Δουλειές που πήραν το ρίσκο τους και το κέρδισαν. «Αυτοί οι δίσκοι αναζητούν κάτι πολύ απλό», λέει ο συνθέτης, «μια θέση στον χώρο της αγοράς γιατί τόσα χρόνια δεν νομίζω πως ήταν σωστό το ότι δεν κυκλοφορούσαν. Να γνωρίσουν και οι νεότεροι πράγματα που δεν ήξεραν». Σήμερα, λίγο πριν από το τέλος της χιλιετίας, ο Κυριάκος Σφέτσας είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Λευκάδας, που εφέτος διανύει το 37ο πολιτιστικό καλοκαίρι του.
Μετακόμισε στη Λευκάδα τον Μάιο, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε τον Ιούνιο. Σε ένα πέτρινο σπίτι που είχε αγοράσει από παλιά. Αφησε πίσω του την πόλη του θορύβου και γύρισε στον τόπο των παιδικών και εφηβικών του αναμνήσεων. Είναι πλέον δημότης του Δήμου Σφακιωτών, στην ορεινή Λευκάδα. Η φύση του νησιού, λέει, είναι πάντα μαγευτική. «Εχει διαφορετικά πρόσωπα όλο τον χρόνο ή μάλλον ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Επιστρέφω στη Λευκάδα οριστικά για να ξαναβρώ τον εαυτό μου, όχι με τις επιταγές κάποιου άλλου άλλωστε ποτέ δεν το έκανα αυτό. Κάνω μια κίνηση άρνησης ενός κομματιού του εαυτού μου ώστε να το γονιμοποιήσω και να το προσφέρω σε έναν κοινό στόχο». Ο,τι έγινε και ό,τι γίνεται εφέτος στη Λευκάδα διαβεβαιώνει ότι είναι αποτέλεσμα βαθιάς πίστης ελάχιστων ατόμων. Πίστης στον άνθρωπο και στην ανάγκη επικοινωνίας. «Πέσαμε σε πολλές παγίδες μεταπολιτευτικά και φτάσαμε σήμερα να έχουμε ξεχάσει ακόμη και τους εαυτούς μας. Γίναμε οπαδοί κακών πολιτικών και αδιέξοδης πολιτικής. Σαν τις “ξεχαρβαλωμένες κιθάρες” του Καρυωτάκη». Πρωτάκουσε τη λέξη «κουλτουριάρης» στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και τρόμαξε. «Και ακόμη περισσότερο όταν εκστομιζόταν από χείλη αριστερών. Ενιωσα τότε ότι κάτι είχε σαπίσει σε αυτό τον τόπο. Ηρθε πρώτα η θλίψη, μετά η οργή και τελικά η περισυλλογή. Εκανα γρηγορότερα τις επιλογές μου και ορκίστηκα να τους αντιμάχομαι με κάθε τρόπο και μέσο. Κατ’ αρχήν μέσα από τη μουσική μου και ύστερα μέσα από τη στάση ζωής μου. Ο,τι άρχισε να ξαναγεννιέται εφέτος στη Λευκάδα οφείλεται στην αφύπνιση και στη βοήθεια φίλων. Φίλων και συναγωνιστών. Μη φοβηθείτε τη λέξη. Την έχω εξαγνίσει από κάθε παλαιότερη αμαρτία της».
Μια διοικητική θέση περιορίζει τον καλλιτέχνη, τη δημιουργία, τη σύνθεση επί του προκειμένου; «Αν ανέλαβα αυτό το φεστιβάλ είναι γιατί υπάρχει μια φιλική σχέση με τους εδώ άρχοντες (νομάρχη και δήμαρχο). Πήγα στο Τρίτο γιατί ήταν φίλος μου ο Χατζιδάκις. Θέλω να δουλεύω με φίλους που κατανοούν και τις δικές μου αγωνίες και σέβονται τη στάση μου ως ανθρώπου και δημιουργού. Θέλω αυτοί που θα είναι δίπλα μου να έχουν τις ίδιες ουτοπίες με μένα». Μετά την απομάκρυνσή του από τη ραδιοφωνία είχε χρόνο και έγραψε πολλή μουσική. Σε ένα μεγάλο μέρος της έχει παιχτεί κιόλας. Νιώθει ευτυχής γι’ αυτό και δεν παραπονιέται για τίποτε. Σήμερα το πρότυπό του είναι ο Μπέλα Μπάρτοκ, ένας συνθέτης που αφομοίωσε το υλικό του και έφτιαξε μια προσωπική μουσική γλώσσα. Ο ίδιος ξέρει ότι έχει αφομοιώσει εξίσου καλά την ελληνική παράδοση και τη δυτική μουσική του προέλευση. Θέλει να προβάλει και τα δύο μέσα από πιο σύνθετες δομές και να καταθέσει μια ενιαία γλώσσα αυτών των δύο διαφορετικών κόσμων. «Εχω φύγει από τις πιο παλιές νεανικές πληθωρικότητες και θέλω να είμαι πιο ευθύς και πιο λιτός». Δεν μιμείται την παράδοση, την προεκτείνει. Δεν γράφει έθνικ μουσική. Είναι άλλωστε πολύ καχύποπτος απέναντι σε όλους αυτούς τους όψιμους φίλους της παράδοσης. Φίλοι ή κλεπτομανείς; «Προσωποπαγείς και αναληθείς στην πορεία τους. Αν πάρεις ένα από αυτά τα κομμάτια και βγάλεις τις ενορχηστρώσεις και τα εφέ της τεχνολογίας, ακούς γνωστές μελωδίες της παράδοσης. Καμία προέκταση, όπως διατείνονται. Ο Αστορ Πιατσόλα πήρε το αργεντίνικο τάνγκο και το εκτίναξε με διάφορες συνθετικές διαδικασίες και αλχημείες. Κατάφερε και αναγέννησε αυτή τη δοσμένη παράδοση. Εγώ έκανα ένα τέτοιο εγχείρημα με την “Παραγγελιά”. Βρίσκω χειρονομία εξαιρετική το “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο” του Σαββόπουλου. Αυτό το κομμάτι είναι σημείο αναφοράς εκτίναξης της παράδοσης».
Πριν από δύο χρόνια έγραψε ένα μεγάλο έργο. Μιάμιση ώρα μουσικής για συμφωνική ορχήστρα και τέσσερις φωνές. «Ελληνική λειτουργία» το ονόμασε αλλά δεν έχει να κάνει με τίποτε το θρησκόληπτο. Ενα έργο που επρόκειτο να παιχτεί στη Θεσσαλονίκη όταν η πόλη ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Είναι ένα έργο βαθιά ελληνικό που προβάλλει το ενιαίο της ελληνικής ποιητικής γλώσσας. Το αγαπάει πολύ, και σκέπτεται να το προτείνει στο Μέγαρο Μουσικής. Σχέδια μουσικά έχει πολλά. Θέλει να χρησιμοποιήσει ένα μέρος από την μπάντα της Λευκάδας και να φτιάξει το τραγούδι της αρχής του νέου αιώνα. Με τη Σαβίνα Γιαννάτου, την μπάντα και έναν εξαιρετικό μουσικό όπως λέει , τον Θανάση Ζέρβα. «Θέλω να φτάσω σε ένα συλλογικό έργο, μια νέα πρόταση. Κλείνει η χιλιετία, ανοίγεται μια νέα εποχή και εμείς όλοι καλό είναι να βρούμε τρόπους να ξαναγεννηθούμε». ”



