Ο ΠΟΛΕΜΟΣ μεταξύ των υποστηρικτών της δημόσιας τηλεόρασης και των θιασωτών της ­ πλήρως ­ απελευθερωμένης αγοράς τηλεοπτικών υπηρεσιών βρίσκεται σε εξέλιξη στις Βρυξέλλες, σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων των κρατών-μελών της Κοινότητας. Νέα μάχη προκάλεσε πάλι μια παρέμβαση της Δ’ Διεύθυνσης της Κοινότητας για τον Ανταγωνισμό, η οποία θεωρεί ότι η κρατική βοήθεια που προσφέρεται με διάφορους τρόπους στους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς τούς εξασφαλίζει πλεονεκτικότερη θέση στην αγορά σε σύγκριση με τους ιδιωτικούς φορείς.


Αφορμή για τη νέα παρέμβαση της Διεύθυνσης αποτέλεσε η κίνηση του γερμανικού κρατικού καναλιού ZDF να εξασφαλίσει τα αποκλειστικά δικαιώματα μετάδοσης ποδοσφαιρικών αγώνων. Η πρωτοβουλία αυτή ­ η οποία στην πράξη μεταφράζεται σε δισεκατομμύρια κέρδη από την προβολή διαφημίσεων ­ προκάλεσε την αντίδραση των ιδιωτικών φορέων, που αισθάνθηκαν ότι ο κρατικός τηλεοπτικός γίγαντας απειλεί να τους περιθωριοποιήσει στη διαφημιστική αγορά ­ τη μοναδική πηγή των εσόδων τους. Ομως, στην πραγματικότητα, το θέμα εκκρεμεί τουλάχιστον επί μία πενταετία και οι χώρες που εμπλέκονται είναι τουλάχιστον πέντε. Εκτός από τη Γερμανία, είναι η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.


* Περιορισμός των στρεβλώσεων


Οπως αναφέρεται στο κείμενο εργασίας που συζητήθηκε στις Βρυξέλλες, το «κυριότερο πρόβλημα που τίθεται όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα, συνίσταται στη δυνατότητα μικτής χρηματοδότησης των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, δηλαδή στη χρηματοδότηση από το κράτος και από διαφημιστικά έσοδα, πράγμα κατ΄ αρχήν αδύνατον για τους άλλους».


Οι εμπειρογνώμονες της Διεύθυνσης δεν κρύβουν τις προθέσεις τους, όσον αφορά την κρατική χρηματοδότηση: « Επί του παρόντος, η Δ΄ Γενική Διεύθυνση είναι της γνώμης ότι η διάθεση των εμπορικών εσόδων αποκλειστικά στους εμπορικούς ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς (τόσο ιδιωτικούς όσο και δημόσιους ­ σ.σ.: τους δημόσιους που λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, χωρίς να λαμβάνουν επιχορηγήσεις και άλλες μορφές βοήθειας) και η χορήγηση χρηματοδότησης από το κράτος αποκλειστικά στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς που παρέχουν δημόσια υπηρεσία θα συμβάλει στον περιορισμό των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού στον ραδιοτηλεοπτικό τομέα σε αποδεκτό επίπεδο. Οι δημόσιοι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το κράτος δεν επιτρέπεται να ασκούν έμμεσο ανταγωνισμό στους υπόλοιπους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς στην αγορά των διαφημίσεων, έτσι ώστε να περιοριστούν οι ενδεχόμενες στρεβλώσεις των συναλλαγών».


* Με ανοιχτό διαγωνισμό


Οι κοινοτικοί αξιωματούχοι γνωρίζουν εκ των προτέρων τις αντιδράσεις που θα συναντήσουν. Ετσι, προσπαθούν να ελιχθούν, έστω και αν τα «κέρδη» της κίνησής τους θα είναι τελικώς μικρότερα. Ρίχνουν λοιπόν στο τραπέζι άλλες δύο εναλλακτικές προτάσεις. Πρώτον, να εφαρμοσθούν εν μέρει ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη λειτουργία των δημοσίων κρατικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, με την ελεύθερη πρόσβασή τους στη διαφημιστική αγορά και, παράλληλα, με την επιχορήγησή τους μόνο για τις υποχρεώσεις παροχής «δημόσιας υπηρεσίας» (σ.σ.: εκπαιδευτικά προγράμματα, εκπομπές για εθνικές μειονότητες, για μετανάστες, κλπ.).


Η δεύτερη πρόταση είναι αρκετά ρηξικέλευθη για τα ως σήμερα δεδομένα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, οι συντάκτες του κειμένου προτείνουν οι μη ανταγωνιστικές «δημόσιες υπηρεσίες» να δημοπρατούνται, με ανοιχτό διαγωνισμό, στον οποίο θα συμμετέχουν όλοι οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς ­ ιδιωτικοί και δημόσιοι ­, όπως γίνεται και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Το κράτος-μέλος θα επιλέγει την καλύτερη προσφορά και θα παραχωρεί τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, φυσικά με την καταβολή των οικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση.


Χωρίς να εκπλήσσει τους αρμοδίους στα κράτη-μέλη της Κοινότητας, η πρωτοβουλία της Δ΄ Διεύθυνσης έχει πυροδοτήσει σωρεία αποδοκιμασιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο αρμόδιος κοινοτικός επίτροπος κ. Κάρελ βαν Μιρτ, γνωστός για τις ριζοσπαστικές απόψεις του υπέρ του ανταγωνισμού και στην τηλεοπτική αγορά, πήρε ­ τουλάχιστον δημοσίως ­ αποστάσεις από την πρόταση των εμπειρογνωμόνων, χαρακτηρίζοντάς την ως καταγραφή απόψεων των ειδικών, και τόνισε ότι οποιεσδήποτε κατευθύνσεις θα δοθούν έπειτα από διεξοδικές συζητήσεις με τα κράτη-μέλη της Κοινότητας.


Πάντως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι έχει πλέον δημιουργηθεί ένα «μέτωπο» που αντιτίθεται στα σενάρια της Δ’ Διεύθυνσης. Στη συμμαχία αυτή ως «ηγήτορας» εμφανίζεται ο πανευρωπαϊκός τηλεοπτικός οργανισμός EBU, η γνωστή από το παρελθόν «Eurovision». Στη συμμαχία φαίνεται ότι έχουν προσχωρήσει ­ με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ­ σχεδόν όλες οι χώρες της Κοινότητας (ασφαλώς και η Ελλάδα), εκτός από την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι οποίες εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς το σημερινό καθεστώς χρηματοδότησης των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών.


* Οι θέσεις του «μετώπου»


Σε γενικές γραμμές, οι θέσεις της «συμμαχίας» θα μπορούσαν να συμπτυχθούν ως ακολούθως: πρώτον, οποιαδήποτε άποψη για τη νομιμότητα ή μη της κρατικής χρηματοδότησης προς τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πρωτόκολλο του Αμστερνταμ, το οποίο τονίζει ότι οι τελευταίοι εξυπηρετούν το κοινό συμφέρον και τις ανάγκες για αντικειμενική ενημέρωση και διασφάλιση της πολυφωνίας στα ΜΜΕ. Το ίδιο πρωτόκολλο καθορίζει ότι τα κράτη-μέλη είναι αρμόδια να αποφασίζουν για τον τρόπο χρηματοδότησης. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να κρίνει ποιες ρυθμίσεις εμπίπτουν ή όχι στις διατάξεις περί τήρησης των κανόνων ανταγωνισμού. Δεύτερον, ως προς τη ρηξικέλευθη πρόταση της «κοστολόγησης» της δημόσιας υπηρεσίας, η «συμμαχία» επισημαίνει ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει με ενιαία και πάγια κίνητρα μια τέτοια αποτίμηση, με δεδομένες τις ιδιομορφίες κάθε χώρας, η οποία έχει διαφορετική οπτική γωνία στην κοστολόγηση του «χρήσιμου» και του «απαραίτητου». Ως εκ τούτου, πρόκειται για ανεδαφική εισήγηση.


Οι θέσεις αυτές κατατέθηκαν και στη συνεδρίαση των Βρυξελλών, στην οποία το ελληνικό υπουργείο Τύπου εκπροσώπησε ο σύμβουλος του υπουργού κ. Α. Τάκης. Πάντως, σύμφωνα με παρατηρητές, ο «κίνδυνος» για τα δημόσια δίκτυα έχει αποσοβηθεί, τουλάχιστον προς το παρόν, αλλά το μέλλον είναι άγνωστο, αν υπερισχύσει ο διαχωρισμός μεταξύ «εμπορικών και μη κριτηρίων». Και αυτή είναι η βαθύτερη ουσία της τοποθέτησης των εμπειρογνωμόνων της Δ’ Διεύθυνσης της Κοινότητας.


* Η αυστριακή προεδρία


Ομως, η αυστριακή προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν θέλησε αυτή τη φορά να «μείνει με σταυρωμένα τα χέρια». Πριν από τη συνεδρίαση φρόντισε να εκθέσει τις απόψεις της, έστω και με διπλωματικό τρόπο, συντάσσοντας ένα σχέδιο ψηφίσματος, το οποίο θα συζητήσει και το προσεχές Συμβούλιο των Υπουργών, το οποίο θα συνέλθει στις 17 Νοεμβρίου στις Βρυξέλλες.


Στο κείμενο της προεδρίας τονίζεται ­ με σημασία ­ ότι η αποστολή των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών σταθμών πρέπει να εξακολουθήσει να επωφελείται της τεχνολογικής προόδου. Με αυτόν τον τρόπο θίγεται έμμεσα το ζήτημα της οικονομικής ευρωστίας τους. Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο που περιέχει το σχέδιο ψηφίσματος είναι η αναφορά στο δικαίωμα πρόσβασης στις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες όλων των πολιτών χωρίς διακρίσεις και, ως εκ τούτου, κρίνεται αναγκαίο «να συνεχιστεί η ειδική υποχρέωση της παροχής δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών». Ακόμη, η αυστριακή προεδρία επισημαίνει: πρώτον, οι δημόσιοι φορείς «πρέπει να είναι σε θέση να εξακολουθήσουν να παρέχουν ευρύ φάσμα προγραμμάτων, σύμφωνα με την αποστολή τους, όπως ορίζεται από τα κράτη-μέλη, ώστε να έχουν απήχηση σε ολόκληρη την κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό νομιμοποιούνται να επιδιώκουν ευρύ ακροατήριο». Και δεύτερον, «η διαφανής χρηματοδότηση των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για τον θεμιτό ανταγωνισμό στην ψηφιακή εποχή».


Ο «πρώτος γύρος» μεταξύ των «εχθρών» και των «υποστηρικτών» της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης φαίνεται να λήγει, προς το παρόν, υπέρ των δεύτερων. Ομως, ακόμη και το γεγονός ότι η συζήτηση αποκτά πλέον τη μορφή «μάχης», λέει πολλά.