Το ερώτημα που μου έθεσε να απαντήσω η διεύθυνση του «Βήματος» αφορά τις συνέπειες για τη χώρα μας της απόφασης που θα ληφθεί σε έξι μέρες από σήμερα, στις Βρυξέλλες. Τότε θα αποφασισθεί ποιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) θα ενταχθούν στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) και θα αποτελέσουν τη ζώνη ευρώ της ΕΕ (ΖΕ). Το στάδιο αυτό θα αρχίσει την 1.1.1999 με το «κλείδωμα» των ισοτιμιών των εθνικών νομισμάτων των χωρών αυτών σε σχέση με το νέο νόμισμα, ευρώ. Το ευρώ θα έχει τα εξής χαρακτηριστικά: (1) Θα αξίζει όσο μία λογιστική μονάδα ECU. (2) Οι ισοτιμίες των νομισμάτων των χωρών – μελών σε σχέση με το ευρώ θα είναι τέτοιες, ώστε η εξωτερική αξία του ECU (δηλαδή κατά πάσα πιθανότητα η ισοτιμία του ECU με το δολάριο, το γεν κλπ.) να μην αλλάξει λόγω της εισαγωγής του ευρώ. (3) Από την 1.1.2002 ως 30.6.2002 το ευρώ θα αντικαταστήσει τα εθνικά νομίσματα των χωρών της ΖΕ. (4) Στο μεταβατικό διάστημα από 1.1.1999 ως 31.12.2001 το ευρώ θα είναι πλήρες υποκατάστατο των εθνικών νομισμάτων ως λογιστική μονάδα και ως μέσο τραπεζικών συναλλαγών. (5) Από 1.1.1999 ο έλεγχος της προσφοράς του χρήματος τόσο των εθνικών νομισμάτων όσο και του ευρώ θα γίνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε συνεργασία με τις ανεξάρτητες εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Η Ελλάδα, καθώς δεν πληροί τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ, δεν αναμένεται να γίνει μέλος της ΖΕ. Μαζί με τη Δανία, τη Βρετανία και τη Σουηδία, που δεν επιθυμούν την ένταξη τους στη ΖΕ στην παρούσα φάση, δεν πρόκειται να γίνουν μέλη της ΟΝΕ πριν από το 2001. Ως τότε η Ελλάδα θα προσπαθήσει να διατηρεί τη δραχμή στο ±15% της κεντρικής ισοτιμίας με το ECU (επί του παρόντος, 1 ECU = 357 δραχμές).
Σε επίπεδο «μεγάλης εικόνας» η ΖΕ είναι το πιο σημαντικό βήμα για την ΟΝΕ. Εχει ειπωθεί πολλές φορές και από πολλούς ότι η ΕΕ μετά την ΟΝΕ (των 15 χωρών, 290 εκατ. ανθρώπων, 8 τρισ. δολαρίων ΑΕΠ και 20,9% μερίδιο του παγκόσμιου εμπορίου) θα είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη. Η γεωπολιτική ισχύς της ΕΕ θα είναι αντίστοιχη, με προφανείς τις συνέπειες για τη στήριξη των οικονομικών (και όχι μόνο) συμφερόντων της. Η υιοθέτηση του ευρώ θα μειώσει το κόστος των συναλλαγών, τον συναλλαγματικό κίνδυνο και ενδέχεται να αυξήσει τα εισοδήματα και τον πλούτο των υπηκόων της Ενωσης, στον βαθμό που θα λειτουργήσει ως νόμισμα «καταφύγιο» (reserve currency). Επιπλέον, για χώρες όπως η Ελλάδα, η ενιαία νομισματική πολιτική της ΕΚΤ σε συνδυασμό με δημοσιονομικούς κανόνες τύπου Μάαστριχτ θα οδηγήσουν σε χαμηλότερο πληθωρισμό, ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια. Ακόμη, η βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού στις αγορές και η μεγαλύτερη διαφάνεια στον ευρύτερο κρατικό τομέα, που θα επέλθουν με την υιοθέτηση του ενιαίου θεσμικού πλαισίου, θα επιταχύνουν την ανάπτυξη. Εναντι όλων αυτών οι χώρες – μέλη θα απολέσουν την ανεξαρτησία της νομισματικής και σε έναν βαθμό και της δημοσιονομικής τους πολιτικής. Ως συνέπεια, στον βαθμό που η εργασία δεν είναι κινητική και δεν αναπτύσσονται μηχανισμοί αντισταθμιστικών μεταβιβάσεων, θα είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν μη συμμετρικές διαταραχές της οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. διαταραχές με αποτέλεσμα παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας στη Γαλλία και μόνο).
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο και ειδικά για την Ελλάδα, η έναρξη της ΖΕ θέτει, τώρα, περισσότερο παρά ποτέ, τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας κάτω από το μικροσκόπιο των αγορών. Τούτο συμβαίνει καθώς η χώρα μας θα είναι, κατά πάσα πιθανότητα, η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν θα είναι στη ΖΕ αλλά θα είναι στον ΜΣΙ. Ετσι η κάθε εξέλιξη στη διαδικασία της ικανοποίησης των κριτηρίων του Μάαστριχτ θα παρακολουθείται στενά.
Μικρές παρεκκλίσεις, ολιγωρίες ή ασυνέπειες αναμένεται να αναζωπυρώσουν τις κερδοσκοπικές πιέσεις εναντίον της δραχμής. Η πιθανότητα για μια τέτοια κερδοσκοπική επίθεση θα αυξάνεται καθώς δεν θα μειώνεται το χρέος της χώρας και οι ανάγκες εξυπηρέτησής του. Επίσης η πιθανότητα αυτή θα αυξάνεται στον βαθμό που οι θετικές εξελίξεις στον πληθωρισμό και στα επιτόκια εντός της ΖΕ θα καθιστούν δυσχερέστερη την ικανοποίηση των αντίστοιχων κριτηρίων από τη χώρα μας.
Ο κ. Τρύφων Κολλίντζας είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.



