Ο παρ’ ολίγον τέλειος Το πάλαι ποτέ χρυσό παιδί του Χόλιγουντ, που για κάποιον μυστηριώδη λόγο δεν ανταποκρίθηκε στις μεγάλες προσδοκίες του box office, επιστρέφει. Για μία ακόμη φορά «Προκαλώντας τη μοίρα» στην ομώνυμη ταινία της Λέσλι Λίνκα Γκλάτερ
Ο κατά τα φαινόμενα απόλυτος WASP (Λευκός Αγγλοσάξονας Προτεστάντης) πέρασε τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του στο τροπικό νησί Γκουάμ. Εκεί, στο νότιο άκρο του αρχιπελάγους Μαριάνες, όπου τα νερά του Ειρηνικού έχουν μια παράξενη βιολετιά ανταύγεια. Οι βιογράφοι του δεν αναφέρουν κατά πόσον ο μικρός Γουίλιαμ Χαρτ εκδήλωσε την επιθυμία να μάθει το «φρύδι», τη γλώσσα των ιθαγενών του νησιού που δεν περιλαμβάνει φθόγγους αλλά εκφράσεις του προσώπου. Αλλωστε εκείνος ήταν εγκλωβισμένος στον μικρόκοσμο της αμερικανικής στρατιωτικής βάσης που χρόνια τώρα «καταδυναστεύει» τους συνειδητά ξυπόλυτους κατοίκους του Γκουάμ. Εκεί όπου είχε τοποθετήσει τον πατέρα του το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Τα μετέπειτα παιδικά χρόνια του μαζί με τις παρθενικές εμμονές της εφηβείας του φιλοξενήθηκαν στη Χαβάη, στο Πακιστάν, στο Σουδάν, στη Σομαλία και όπου αλλού τέλος πάντων πρόσταζε ο Λευκός Οίκος. Τελευταία στάση ήταν μοιραία η Νέα Υόρκη.
Επιστροφή στις ΗΠΑ λοιπόν έχει να τις επισκεφθεί από την ημέρα της γέννησής του στις 20 Μαρτίου 1950. Είναι ήδη πεπεισμένος ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Προλαβαίνει όμως να βάλει στην τσέπη ένα πτυχίο Θεολογίας (και μάλιστα cum laude). Οι γονείς του έχουν στο μεταξύ χωρίσει και ο νεοαποκτηθείς πατριός του Henry Luce ΙΙΙ, που δεν είναι άλλος από τον κληρονόμο του αμερικανικού περιοδικού «Life», είναι πλέον ο πολύτιμος σύμβουλός του σε θέματα ζωής και καριέρας.
Πρώτα λοιπόν στο Λονδίνο και μετά πίσω στη Νέα Υόρκη, ανάμεσα στους μεγαλόστομους φοιτητές της θρυλικής σχολής Τζούλιαρντ. Δάσκαλός του ο Τζον Χάουσμαν, συνιδρυτής του Mercury Theater (ο «δεύτερος» άνθρωπος δεν ήταν άλλος από τον Ορσον Γουέλς), που όσο να ΄ναι δεν βάζει και πολύ «νερό» στο κρασί του. Ο Χαρτ έχει ήδη αρχίσει να δίνει δείγματα του μάλλον δύστροπου ταμπεραμέντου του και σε λίγο θα πάρει «πόδι». Το 1977 γίνεται μέλος του Circle Repertory Theater, αποφασισμένος πλέον να φτιάξει όνομα. Με τις ερμηνείες του στον «Αμλετ» και στο «My Life» της Κορίν Τζάκερ (για την οποία παρεμπιπτόντως θα κερδίσει ένα βραβείο Obie) οι νεοϋορκέζοι κριτικοί σπεύδουν να τοποθετήσουν το όνομά του στη λίστα με τους «εδώ κάτι μπορεί να γίνει». Μοναδικό ίσως εμπόδιο στην πορεία του το physique του: υψηλός, ξανθός, με γαλάζια μάτια, το στερεότυπο του καλού καγαθού παιδιού που μπορεί να έχει ταλέντο, μπορεί να αποκτήσει ένα υποτυπώδες φαν κλαμπ αλλά που κανένας δεν θα αγωνιά να δει με φράκο στην τελετή απονομής των Οσκαρ. Ανεξέλεγκτες καταστάσεις
Οι διορατικοί όμως θα καταφέρουν να διαγνώσουν ότι πρόκειται μάλλον για μια «ιδιαίτερη» περίπτωση. Θα το επιβεβαιώσει στην πρώτη ταινία του, τις «Ανεξέλεγκτες καταστάσεις» (1980) του Κεν Ράσελ. Ο Χαρτ επιλέγει να υποδυθεί έναν αμφιβόλου διανοητικής κατάστασης αμερικανό επιστήμονα που μετά από ένα μαραθώνιο ψυχεδελικών πειραμάτων καταλήγει να μεταμορφωθεί όχι σε κύριο Χάιντ αλλά σε έναν ευμεγέθη τριχωτό πίθηκο. Αναμφίβολα μετά από ένα τέτοιο φιάσκο, ουδείς επιθυμούσε να αντικρίσει ξανά επί της οθόνης τον κ. Χαρτ.
Εκείνος βέβαια επιμένει με τον «Μυστικό επισκέπτη της νύχτας» (1981) του Πίτερ Γέιτς και υπενθυμίζει σε άπαντες τους ενδιαφερομένους την ούτως ή άλλως πληθωρική παρουσία του. Το «χαστούκι» όμως που επί σειρά ετών αναμένει να δώσει στους μεγαλοκαρχαρίες του Χόλιγουντ θα έρθει με την «Εξαψη» που σκηνοθετεί ένας «κολλητός», ο Λόρενς Κάσνταν. Η ταινία θα τον τοποθετήσει στη λίστα με τους «μάτσο» ξανθούς (απειλώντας και αυτόν ακόμη τον Ρίτσαρντ Γκιρ). Η περιέργεια των αμερικανίδων νοικοκυρών έχει επιτέλους ερεθιστεί και το box office κάνει χώρο για 12.500.000 κολλαριστά δολάρια.
Ο υποτιθέμενος ναρκισσισμός του στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας άνευ σημασίας νεαρούλης με στρογγυλά γυαλάκια θα εξαργυρωθεί εκ νέου στη «Μεγάλη ανατριχίλα» (απομονώνοντας την ως τώρα φιλμογραφία του νομίζεις πως πρόκειται για μέγα αντίπαλο του Τζον Χολμς, του βετεράνου της πορνό βιομηχανίας των 70ς). Μια παρέα από προβληματισμένους γιάπις επανασυνδέεται για ένα αλησμόνητο Σαββατοκύριακο (μετά την κηδεία ενός κοινού φίλου που αυτοκτόνησε) υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Λόρενς Κάσνταν. Ο πλανήτης Χόλιγουντ δηλώνει πλέον έτοιμος να του ανοίξει τις πύλες του οι παραγωγοί συσκέπτονται μανιωδώς για την επόμενη ταινία του ενώ οι σκηνοθέτες έχουν κάνει ήδη ουρά έξω από την οικία Χαρτ. Ακόμη και οι πιο κακοπροαίρετοι παραδέχονται ότι τα 80ς τού ανήκουν.
Ο ίδιος, βέβαια, μοναχικός και εσωστρεφής, πνέει μένεα κάθε φορά που ακούει να τον αποκαλούν «σταρ» (ίσως γιατί οι ξυπόλυτοι ιθαγενείς της νήσου Γκουάμ είναι πιο φρέσκοι στη μνήμη του από τους κοιλαράδες παράγοντες της κινηματογραφικής βιομηχανίας). «Δεν είμαι σταρ, είμαι ηθοποιός». Λίγο αργότερα η δήλωση θα τροποποιηθεί: «Σας είπα, δεν είμαι ηθοποιός. Είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να υποδύεται ρόλους». Ακολουθεί μια άλλη, της αυτής εμπνεύσεως version: «Είμαι αυτό που είμαι· είμαι τίποτα. Δεν υπάρχω. Η δουλειά υπάρχει. Η δουλειά από μόνη της είναι κάτι παραπάνω από τον ηθοποιό». Εντάσεις
Ασχετα με τις δικές του θεωρίες, η μεγάλη οθόνη εμφανιζόταν πρόθυμη να φιλοξενήσει ακόμη και το πολλές φορές κακότροπο alter ego του. Για αρκετούς η παρουσία του δίνει μια νέα διάσταση στη λέξη «ένταση». Μετά από μια πολυτάραχη συνέντευξη μαζί του, ο Τζέιμς Κάμερον-Γουίλσον κατέθεσε τις δικές του παρατηρήσεις σχετικά με το φαινόμενο Χαρτ: «Ολα σε αυτόν είναι έντονα. Μπορεί και κοιτάζει μέσα σου με αυτά τα παγωμένα γαλάζια μάτια σαν να διαβάζει οτοκιού. Προσπαθεί συνεχώς να δώσει μια ερμηνεία στο μυστήριο της ύπαρξής του. Διαβάζει Σολ Μπέλοου και μιλάει για τον Αλμπέρ Καμύ και τον Ευγένιο Ο’ Νιλ».
Μετά το «Εγκλημα στο Γκόρκι Παρκ» (1983) του Μάικλ Απτεντ κάποιοι θα αρχίσουν να αμφιβάλλουν για τις δυνατότητές του να σκαρφαλώσει ψηλά στη λίστα με τους άλλους ματαιόδοξους κατοίκους του Μπέβερλι Χιλς. Εν έτει 1985 πολλοί αναρωτήθηκαν πώς ένα φιλμ με τον τίτλο «Το φιλί της γυναίκας αράχνης» (για τα γυρίσματα του οποίου χρειάστηκε να βρεθεί κάμποσους μήνες στη Βραζιλία) μπορεί να αποτελέσει μια συνετή επαγγελματική κίνηση. Και όμως ο ρόλος του ομοφυλόφιλου φυλακισμένου (όσο πολιτικώς ανορθόδοξη κι αν ηχεί μια τέτοια περιγραφή) θα του χαρίσει το Οσκαρ. Ενα χρόνο αργότερα κλέβει για μία ακόμη φορά την παράσταση με «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού» (μόνο που η κωφάλαλη ηθοποιός Μαρλίν Μάντλιν θα κλέψει την… επίχρυση καρδιά της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου).
Και ενώ η καριέρα του έχει τα σκαμπανεβάσματά της, η προσωπική του ζωή κάνει από μόνη της αρκετά πικάντικα πρωτοσέλιδα (στα ενδιαφερόμενα, εννοείται, έντυπα). Μετά το σχετικά ανώδυνο διαζύγιό του με την ηθοποιό Μαίρη Μπεθ Σάπινγκερ το 1982, βρίσκεται το 1989 να κονταρομαχεί ενώπιον της αμερικανικής δικαιοσύνης με την πρώην φίλη του, μια δαιμόνια μπαλαρίνα ονόματι Σάντρα Τζένινγκς. Εκείνη θα αγωνισθεί επί ματαίω να διεκδικήσει διατροφή για τον γιο τους Αλεξάντερ, περιγράφοντας (στις κάμερες) τον πρώην σύντροφό της ως έναν σιχαμερό αλκοολικό που δεν δίσταζε να σηκώσει και χέρι πάνω της. Ευτυχώς δηλαδή που στους μάρτυρες υπεράσπισης συμπεριλήφθηκε και η πρώην σύζυγος Μαίρη Μπεθ που κατέθεσε ότι ο δυστυχής Μπιλ έβαζε ετησίως 65.000 δολάρια στον τραπεζικό λογαριασμό της Τζένινγκς. Υποτροπές
Στο μεταξύ έχει λάβει χώρα ο δεύτερος γάμος του με τη Χάιντι Χέντερσον με την οποία γνωρίστηκαν σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης. Και αυτός βέβαια με ημερομηνία λήξεως. Το προγαμιαίο σύμβολο του ζεύγους έμεινε πάντως στην ιστορία: ο Χαρτ είχε δεχθεί τον όρο να πληρώσει μεγαλύτερη διατροφή στην περίπτωση που «υποτροπίαζε» (διότι οι σχέσεις του με το αλκοόλ δεν έληξαν ποτέ οριστικά). Ολα αυτά βεβαίως δεν τον εμπόδισαν να μετακομίσει στη Γαλλία και να ερωτευθεί σφόδρα τη γαλλίδα ηθοποιό Σαντρίν Μπονέρ (με την οποία θα αποκτήσει μια θυγατέρα).
Οσο για τη συνέχεια της φιλμογραφίας του, απογοήτευσε πολλούς. Διότι μετά από ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας στο «Κύκλωμα» (1987) του Τζέιμς Μπρουκς και τους «Αταίριαστους εραστές» (1988) του Κάσνταν, σαν κάτι να χάνεται από το μυστήριο Γουίλιαμ Χαρτ. Μόνο ένα πέρασμα από το «Αλις» (1990) του Γούντι Αλεν και ένα γκραντζ παιχνίδι παρέα με τον Χάρβεϊ Καϊτέλ στον «Καπνό» (1995) θυμίζουν κάτι από το παρελθόν της μεγάλης… έξαψης. Από τις τελευταίες απόπειρές του να δελεάσει το box office, το «Προκαλώντας τη μοίρα» (δίπλα στον Κένεθ Μπράνα και στη Μάντλιν Στόου). Εφέτος θα τον δούμε και στο «Χαμένοι στο διάστημα», την κινηματογραφική εκδοχή της ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς των ’60ς. Οπως και να ‘χει, το ίδιο «χρυσό» παιδί φαίνεται να χρήζει ριζικής ανακαίνισης. Ευτυχώς, δηλαδή, που ο Ταραντίνο βρίσκεται ακόμη στην πιάτσα.