«Θα ήθελα να γράψω ένα ζεϊμπέκικο»





Το σημαντικότερο στοιχείο της ζωής του είναι η μουσική. Οχι γιατί βρέθηκε από παιδί στη δίνη της, αλλά γιατί από πολύ μικρός συνειδητοποίησε ότι εκεί βρίσκεται γι’ αυτόν η χαρά της ζωής. Ο Γιάννης Σπάθας έχει υποστηρίξει με την τέχνη του πολλά είδη μουσικής. Το ροκ είναι φυσικά ο φυσικός του χώρος. Δεκαεπτά χρόνων ήταν όταν άκουσε στο ραδιόφωνο το «Purple Haze» του Τζίμι Χέντριξ κι έβαλε στόχο να μάθει να παίζει κιθάρα σαν κι εκείνον. Τότε ήταν που άρχισε την εκπαίδευση από τις επτά το πρωί ως τις 12 τα μεσάνυχτα. Ακόμη παίζει όλη μέρα κιθάρα. Λέει ότι όπως τον επηρέασε ο Χέντριξ άλλο τόσο τον επηρέασε και ο Τάσος Χαλκιάς. Το 1966 ο Γιάννης Σπάθας κυκλοφόρησε το πρώτο του σινγκλ μαζί με τον Αντώνη Τουρκογιώργη και τον Ηλία Μπουκουβάλα ως Persons. Μετά το συγκρότημα μετονομάστηκε Socrates και η παρέα άλλαξε. Ηρθε ο Γιώργος Τρανταλίδης, μετά ο Νίκος Αντύπας. Ο Σπάθας σταθερός. Το συγκρότημα έγραψε ιστορία στη ροκ, και εφέτος το καλοκαίρι που ξαναβρέθηκαν για μία συναυλία στο Θέατρο του Λυκαβηττού ο κόσμος ήταν εκεί. Οι μικροί που πλέον μεγάλωσαν και οι καινούργιοι μικροί που ήθελαν να δουν το βασικότερο κομμάτι της ροκ ιστορίας στην Ελλάδα.


Ο Γιάννης Σπάθας τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τη σύνθεση τραγουδιών και με τις ενορχηστρώσεις δίσκων. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο πρώτος του ορχηστρικός δίσκος όπου το μοναδικό τραγούδι ερμηνεύεται εξαιρετικά από τη Χάρη Αλεξίου. Είκοσι εννέα χρόνια κινείται στον χώρο της μουσικής, έπρεπε να περάσει τόσος χρόνος για να καταφέρει να εκδώσει μια τέτοια δουλειά; «Είναι μια περιπέτεια. Επρεπε να πιστέψει η εταιρεία ότι μπορεί κάτι να βγει από αυτόν τον δίσκο».





­ Τώρα που κυκλοφόρησε ο δίσκος,
τι πιστεύεις ότι βγήκε;


«Από μέρους της εταιρείας δεν ξέρω. Ο ορχηστρικός είναι δίσκος βραδείας καύσεως, που λέμε. Δεν είναι ο δίσκος που υπάρχει πέντε μήνες φέρ’ ειπείν. Υπάρχει πάντα. Αλλωστε μας ενδιαφέρει και το εξωτερικό ­ περιμένουμε πολλά πράγματα από ‘κεί, επειδή δεν υπάρχει το εμπόδιο της γλώσσας».


­ Θεωρείς ότι οι Socrates τελείωσαν νωρίς;


«Οχι. Νομίζω ότι τελείωσαν κανονικά, τη στιγμή που έπρεπε. Απλώς στην πορεία, στα χρόνια που πέρασαν, κάποιες φόρμες της ροκ μουσικής έμειναν κλασικές τελικά όχι μόνο για εμάς αλλά παγκοσμίως. Εμείς παίξαμε ένα ροκ το οποίο είχε αυτές τις φόρμες και θεωρώ ότι τώρα, μετά από τόσο καιρό, μάλλον φυσιολογικά υπάρχουν λόγοι ύπαρξης αυτού του είδους».


­ Δεν σας άνοιξε η όρεξη μετά την καλοκαιρινή επιτυχία, δεν το συζητήσατε μεταξύ σας;


«Οχι για σπουδαία πράγματα. Αυτό που μας άρεσε ήταν που παίξαμε τα τραγούδια αυτά που είχαμε συνθέσει μικροί. Κάποια λίγα πράγματα θα κάνουμε, αν είναι πολύ καλά οργανωμένα. Με τον ήχο τον σωστό, με την προβολή τη σωστή».


­ Εσύ έχεις μετακινηθεί μουσικά από εκείνη την εποχή;


«Από τα 20 χρόνια μου ο ήχος που με απασχολούσε ήταν ποικίλος, δεν ήταν μόνο ο ροκ ήχος, και καθ’ ότι γεννήθηκα και ζω εδώ μελετούσα πάρα πολύ την παραδοσιακή ελληνική μουσική, κυρίως ηπειρώτικα, την κρητική μουσική και τα ρεμπέτικα. Αργότερα, όταν διαλύθηκε το συγκρότημα, συνεργάστηκα σχεδόν με όλους τους μεγάλους συνθέτες, με τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Παπαθανασίου, τον Σαββόπουλο, τον Μαρκόπουλο, από τους τραγουδιστές με τον Νταλάρα, την Αλεξίου, τη Φαραντούρη. Μέσα από όλη αυτή την πορεία στο μυαλό μου συνυπήρχαν συνθέσεις, μελωδίες και θέματα. Επηρεάζει η μία μουσική την άλλη και δημιουργούνται μουσικά διαστήματα τα οποία προέρχονται από όλες αυτές τις σχολές».


­ Ολα αυτά τα χρόνια συνθέτεις, ενορχηστρώνεις, παράλληλα όμως παίζεις σε συναυλίες, σε μαγαζιά. Δεν είναι εξοντωτικό αυτό κάθε βράδυ; Γιατί το κάνεις ακόμη, αφού υπάρχουν άλλες προτεραιότητες;


«Δεν είναι εξοντωτικό αν παίζεις με κάποιον τραγουδιστή που σου αρέσει η φωνή του. Παίζω με τη Χαρούλα, γιατί είναι ωραίο να την ακούς να τραγουδάει. Είναι μια τραγουδίστρια που με συγκινεί. Μέχρι στιγμής μπορώ και κάνω κάποιες επιλογές. Και το να παίζω είναι ένα θέμα που με ευχαριστεί, προς το παρόν».


­ Ποια είναι τα στοιχεία που σε διαφοροποιούν από τους ομοτέχνους σου; Τι θεωρείς διαφορετικό στη δική σου μουσική;


«Η πορεία μου στο ροκ και η γνώση που απέκτησα από αυτή την πορεία, συν η γνώση μου για την ελληνική μουσική, έχουν χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα της δουλειάς μου. Ολα αυτά με τα χρόνια έχουν δουλευτεί, έχουν επηρεάσει το ένα το άλλο, και νομίζω ότι υπάρχουν κάποια μουσικά διαστήματα που βγαίνουν μέσα από τις μελωδικές γραμμές τα οποία ίσως ακούγονται ακόμη φρέσκα».


­ Ονειρεύεσαι φωνές που θα ήθελες να τραγουδήσουν κομμάτια σου;


«Ολοι οι δημιουργοί θα ήθελαν να ξέρουν ποιος θα είναι αυτός που θα πει τα τραγούδια τους, γιατί έτσι σκέφτεσαι και πώς να γράψεις. Αλλά αυτό πλέον είναι πολύ δύσκολο να γίνει στην ελληνική δισκογραφία. Προσπαθούν, ξέρεις, να πάρουν δύο από τον έναν, τρία από τον άλλον και νομίζω ότι αυτό είναι πολύ μεγάλο λάθος. Γιατί χάνεται η δυνατότητα να έχει ο δίσκος μια μουσική ταυτότητα».


­ Πώς κρίνεις την έξαρση που έχει η ροκ μουσική στην Ελλάδα;


«Δεν υπάρχουν πωλήσεις βέβαια σε αυτό το είδος. Υπάρχει ένας ηλεκτρισμός που έχει μπει στη δισκογραφία, με τη μόνη διαφορά ότι δεν βλέπω να έχει μεγάλη αποδοχή από το κοινό. Δεν μιλάω βέβαια για τα ροκ σχήματα όπως είναι οι Τρύπες…».


­ Υπάρχει η αντίληψη ότι ένα τραγούδι στην Ελλάδα για να δικαιωθεί πρέπει να το χορέψει κάποιος. Εχεις ζηλέψει τραγούδια που χορεύονται, θα ήθελες να γράψεις ένα ζεϊμπέκικο, ένα τσιφτετέλι;


«Αμέ. Θα μου άρεσε να γράψω ένα πολύ όμορφο ζεϊμπέκικο, δεν έχω κανένα πρόβλημα».


­ Δεν έχεις πρόβλημα με τα είδη, από ό,τι καταλαβαίνω, δεν έχεις ταμπού μουσικά…


«Ουδένα. Οταν ήμουν 20 χρόνων είχα ταμπού. Τότε όμως στα πράγματα υπήρχαν σύνορα. Ο ένας δεν έμπαινε ποτέ στα χωράφια του άλλου. Κατόπιν οι εποχές άλλαξαν και το ροκ δεν έμεινε ποτέ ροκ, μπλέχτηκε με άλλα είδη, π.χ. με την ποπ. Ολα αυτά τα σύνορα που βάλανε στις μουσικές ­ εμείς είμαστε ροκ, οι άλλοι είναι ντίσκο ­ δεν με αγγίζουν. Για μένα είναι νόμος το καλό. Θα κριθείς επί του αποτελέσματος. Ποτέ δεν θα πει κανείς: «Μα ο Σπάθας που παίζει ροκ έκανε αυτό». Μα αν είναι καλό;».


Ο Γιάννης Σπάθας και οι υπόλοιποι Socrates θα παίζουν από τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων και μόνο για επτά νύχτες σε έναν καινούργιο χώρο που φτιάχνεται στου Ψυρρή.